6/10/09

ΒΡΟΧΗ

Κεραυνοί και βροντές χείμαρροι
πάνω σε τοίχους αυτοκίνητα χώματα.
Σημειώνω σκυφτός μαξιλάρι στο πάτωμα
με τριγύρω μου ντάνες χαρτόνια καλώδια
όργανα σπίτια ξεχασμένα αγροκτήματα.
Προσκυνώ κυνικά το μηδέν
με στραβό μου το βλέμμα στο ένα
καθώς πέφτω σε ρεύμα σε βάραθρo
σε βυθούς στροβιλίζομαι-
επιστρέφω ξανά στα χαρτιά.
Υγρασίες σπασίματα πρόσωπα
η ζωή έτσι περνάει έτσι έρχεται
χρόνια τώρα πολλά ξεχασμένη σαν ψάρι
που κοιμάται που ψοφάει σκοτεινά μες στη γυάλα του.
Στο μονότονο κρυφό εργαστήρι
λησμονάει να βρέξει λησμονεί να αγκαλιάσει
προτιμάει να σβήσει και σήμερα πάλι μού ήρθε
πάλι μου έφυγε
καθώς μου ΄πε προτιμάω τη νύχτα προτιμάω το θάνατο.
Προσκυνάμε το θάνατο
αγαπάμε το θάνατο
αγκαλιάζουμε θάνατο
όπως όλοι οι νεκροί που βαδίζουν
στο δρόμο που τρώνε που πίνουν νερό.
Η βροχή σταματάει εγώ συνεχίζω
σαν αυτή να ποτίζω να σκάβω το χώμα
να στοιβάζω τις λέξεις το στήθος να σκίζομαι
αιωνίως στο τίποτα να δίνω αράδες
να δίνω τα κύματα
να προσφέρω φτιαχτό μου το ψεύτικο πρόσωπο.

6 σχόλια:

  1. έξοχα!

    δε βαριέσαι... από κάπου πρέπει να ξεκινά κανείς,

    η προσπάθεια μετράει...
    εξάλλου όλα είναι δανεικά
    (και σίγουρα όχι ιδανικά)

    ανωνύμως,

    Μίκης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ω όχι, ο Μίκης μου δε θα μου το έκανε ποτέ αυτό...

    ΑπάντησηΔιαγραφή