15/6/24

ΧΑΪΚΟΥ ( ΤΟΥ ΚΟΜΟΝΤΟ)

Δράκαινα! Δράκους  

Παρθενογεννάς ξανά

Λύσσα για Ζωή

.......

7/6/24

Ο ΣΟΠΕΝ

Ο Fryderyk Franciszek Szopen ή πιο γνωστός ως Chopin γεννήθηκε στη Ζελαζόβα Βόλα της Πολωνίας στα 1810. Πατέρας του ήταν ο Νικολά Σοπέν που ήταν βιολονίστας και μητέρα του η Γιουστύνα Κρυζανόφσκα που ήταν πιανίστα. Όπως ήταν επόμενο, θα περίμενε κανείς και ο Φρειδερίκος να κληρονομήσει το τάλαντο των γονέων του. Όμως σαν να ήθελε η Μοίρα να σπάσει πλάκα με την Προσδοκία, από μικρές τσακωνόντουσαν, ο απόγονος του οίκου των Σοπέν ήταν άχρηστος από τα γεννοφάσκια του. Άχρηστος για όλα.
  Στο σχολείο πήγε μέχρι την τετάρτη δημοτικού όπου και πήρε το απολυτήριό του προς μεγάλη ανακούφιση των δασκάλων του, που επιτέλους θα σταματούσε εκείνο το εκνευριστικό ροχαλητό στη διάρκεια των μαθημάτων.
  Η ανακούφιση αυτή μεταφραζόταν σε απελπισία για τους γονείς που δεν ήξεραν τί να τον κάνουν στο σπίτι. Ήταν επόμενο ότι θα ενοχλούσε τη μελέτη τους, τις εκλεπτυσμένες συζητήσεις με φίλους, και τις βραδιές με συντροφιά τη μουσική και ένα ποτήρι κρασί από εξεζητημένες ποικιλίες της Γαλλίας. Στις συντροφιές και τις βραδιές αυτές ο μικρός συνήθως έξυνε τη μύτη του ακατάπαυστα παρατηρώντας με μεγάλη περιέργεια τα αποτελέσματα αυτής της πράξης για πολλά λεπτά, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να συμμετέχει στο τραγούδι με τη γαϊδουροφωνάρα του. Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο όταν ένα βράδυ καθώς η μάνα του έπαιζε Μότσαρτ, ο Φρειδερίκος ροχάλιζε ακριβώς κάτω από το πιάνο. Τότε ο πατέρας του τον τράβηξε από το πόδι και του ανακοίνωσε ότι πλέον διέβη τον Ρουβίκωνα. Ο μικρός δεν κατάλαβε και τον κοίταξε με απορία. Τότε ο Νικολά του είπε ότι υπερέβη τα εσκαμμένα. Μετά τον νουθέτησε να μην τεντώνει το σκοινί. Στην ερώτηση του μικρού “ποιό σχοινί;” σειρά είχε η Σφαλιάρα, η οποία περίμενε πολύ καιρό καταπιεσμένη στην κάτω άκρη του υποσυνείδητου του εκλεπτυσμένου πατέρα. Την επόμενη τέθηκαν σημαντικά ζητήματα στο τραπέζι. Η βασική υπαρξιακή ερώτηση που έπρεπε να απαντηθεί ήταν “Τί θα το κάνουμε το ντουβάρι;”
  Στην κατασκήνωση που θα διαρκούσε ολόκληρο το καλοκαίρι του 1821 ο Σοπέν έκατσε δύο μέρες μέχρι να τον διώξουν. Ο τρόμος για την οικογένεια θα επέστρεφε αλλά ο πατέρας με μια πολύ έξυπνη κίνηση αποφάσισε να τον παραλάβει με μια άμαξα φορτωμένη ως πάνω. Όταν ο μικρός επιχείρησε να ανέβει, ο μπαμπάκας του σήκωσε τα χέρια σε ένδειξη πλήρους αδυναμίας να κάνει κάτι, λέγοντας “είναι γεμάτη. Τί να κάνω;” Μόλις το άκουσαν αυτό οι υπεύθυνοι της κατασκήνωσης, κλειδαμπάρωσαν πόρτες και παράθυρα. Ο μικρός έμεινε περίλυπος με το κεφάλι σκυμμένο και τότε αφού τον λυπήθηκε ο πατέρας του, τον έβαλε σε ένα μπαούλο και φύγανε. Γνωρίζοντας ότι ο γιος του δεν είχε οπτική επαφή και δεν χαμπάριαζε και πολλά, οδήγησε την άμαξα στο λιμάνι και τον φόρτωσε σε ένα πλοίο για την Αφρική και συγκεκριμένα το Μαρόκο. Με λίγα λόγια ο μικρός έμεινε στο μπαούλο ένα μήνα κοντά γιατί όταν έφτασε το πλοίο στην Καζαμπλάνκα τον φορτώσανε σε ένα καραβάνι και το καραβάνι σε κάποιον έμπορα και τελικά κατέληξε στην Ουγκάντα.
   Εκεί, αφού τεντώθηκε προσπάθησε να βρει το δρόμο για το σπίτι του. Καθώς περνούσε κοντά από μια λίμνη, ίσως επειδή τον στράβωνε ο ήλιος ή επειδή σκεφτόταν κάτι άλλο, πάτησε κατά λάθος έναν ιπποπόταμο σπάζοντάς του τον αστράγαλο. Ο ιπποπόταμος από τον πόνο άνοιξε διάπλατα το στόμα του, κάτι το οποίο άρεσε και στους υπόλοιπους και γι αυτό το συνηθίζουν μέχρι σήμερα.
   Μετά από ένα μήνα, έξω από το σπίτι των Σοπέν βρέθηκε ένα μπαούλο και μια επιγραφή πάνω του που έλεγε “Ανεπιθύμητος στην Αφρική. Παρακαλώ αναλάβετε τις ευθύνες σας.”
   Τα επόμενα χρόνια μέχρι την ηλικία των είκοσι, τα πέρασε σε ένα βουνό όπου βρέθηκε εκεί έπειτα από μια βόλτα με την άμαξα του πατέρα του χωμένος στο ίδιο μπαούλο. Για εννιά χρόνια λοιπόν προσπαθούσε να βρει τον τρόπο να επιστρέψει, κάτι το οποίο προκαλούσε εκνευρισμό στην εκεί πανίδα, ώσπου μια αγελάδα κατάφερε να μάθει γραφή και απέστειλε γράμμα στη Γιουστύνα σε δραματικό ύφος. Η μαμά απάντησε ότι δεν κατάλαβε και πολλά από το κείμενο, ότι ήταν κακογραμμένο κι απεριποίητο. Στο επόμενο γράμμα, η αγελάδα την ενημέρωσε πως είναι αγελάδα. Συγκεκριμένα έγραψε “ναι, αλλά είμαι αγελάδα.”
   Έτσι κατέληξε στην υπηρεσία καθαριότητας αποχετεύσεων του δήμου της Πόβιατ Σοχάτσεφ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Την τελευταία μέρα της εργασίας του, μια λαμαρίνα έπεσε στο κεφάλι του κι αμέσως ένιωσε κάτι περίεργο. Κάτι το οποίο οποιουδήποτε θ’ άλλαζε τη ζωή, αφού μ’ αυτόν τον τρόπο το μυαλό του ανοίχτηκε σε άφατες πνευματικές ατραπούς. Οποιουδήποτε άλλου, όχι όμως για τον Σοπέν. Το μόνο που ένιωσε, ήταν μια λαμαρίνα.
  Πέθανε 108 χρονών, όπου μαζί με το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου εορτάστηκε και το φευγιό του.
.......