ΈΚΤΑΚΤΗ ΕΙΔΗΣΗ
Άνδρας κυνήγησε το όνειρό του....
Χαλάνδρι 18-8-2025
ΈΚΤΑΚΤΗ ΕΙΔΗΣΗ
Άνδρας κυνήγησε το όνειρό του....
Χαλάνδρι 18-8-2025
- - Κυρία μου
- - Μάλιστα
- - Τι έγινε ακριβώς;
- -Βγήκε ξαφνικά, τον χαιρέτησα, με χαιρέτησε και τον σκότωσα
- - Γιατί;
- - Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του σακακιού του
Αμέσως ο επιθεωρητής έψαξε την τσέπη του ανδρός κι έβγαλε μια χάρτινη σακούλα που περιείχε πιθανόν κάποιο δώρο. Της το έδειξε. Αυτή το επεξεργάστηκε κι αφού έβγαλε το δώρο από τη συσκευασία είπε
- - Ωραίο πορτοφόλι. Πολύ ωραίο χρώμα.
- - Πράγματι. Ξέρετε που βρίσκεται αυτό το μαγαζί γιατί θέλω να δωρίσω κι εγώ κάτι στη γυναίκα μου.
- - Είναι πολύ γνωστό. Αν θέλετε μπορούμε να κατευθυνθούμε προς τα κει μαζί, αν και σήμερα θα ναι κλειστά.
- -Ας πάμε, να δω που βρίσκεται.
Στη διαδρομή ο επιθεωρητής θυμήθηκε το συμβάν.
- - Όσον αφορά τον πυροβολισμό. Θα θελα να κάνω κάποιες ερωτήσεις
- - Είμαι όλη αυτιά
- -Τον γνωρίζατε;
- - Πολύ καλά
- - Είναι πιθανόν το πορτοφόλι να το είχε αγοράσει για σας;
- - Τώρα που το λέτε… Ίσως. Εχθές γιόρταζα
- - Χρόνια πολλά
- -Σας ευχαριστώ πολύ
- - Ονομαστική εορτή;
- - Γενέθλια
- - Πόσο αν επιτρέπεται;
- -Δεν με πειράζει να το λέω. Πρέπει να ξεπεράσουμε πια τα ταμπού της πατριαρχίας και να μιλάμε εμείς οι γυναίκες ελεύθερα χωρίς κόμπλεξ ηλικιακά . Ούτε για την εμφάνιση πρέπει να ντρεπόμαστε. Έγινα τριάντα οχτώ.
- -Δε βρίσκετε λίγο οξύμωρη τη διατύπωση αυτή;
- - Ότι δεν πρέπει να ντρεπόμαστε για την εμφάνιση και πρέπει να απελευθερωθούμε από την πατριαρχία;
- - Μάλιστα
- - Γιατί;
- - Γιατί καθορίζεται εν πολλοίς από μεγάλες εταιρείες, ΜΜΕ, influencers και άλλους, καθιστώντας το υποκριτικό.
- - Διαφωνούμε
- - Για ανθρώπους δε μιλάμε;
- - Ακριβώς
- - Όλοι δεν πρέπει να είμαστε ελεύθεροι;
- - Μάλιστα
- - Αυτό λέω κι εγώ. Δεν έχει σχέση με φύλα
- - Έχει
- - Γιατί;
- -Τρεις χιλιάδες χρόνια πατριαρχίας. Αυτή είναι η απάντηση κύριε. Όχι να θυμάστε εσείς οι άντρες το ανθρώπινο γένος με το που αρχίσαμε να ξυπνάμε
- - Μπορεί να ‘χετε και δίκιο
- - Έχω βέβαια
Μετά από δύο λεπτά παύσης, η εικόνα του νεκρού, του χτύπησε την πόρτα της μνήμης κι ο επιθεωρητής επανήλθε στις ερωτήσεις
- - Γιατί πυροβολήσατε;
- - Γιατί τρόμαξα
- -Μα τον γνωρίζατε καλά
- - Ναι αλλά έβαλε το χέρι του στην τσέπη
- - Νομίζατε δηλαδή ότι μπορεί να είχε πιστόλι
- - Είστε πολύ έξυπνος
- - Όντως. Μου το λέγανε από μικρό παιδί. Στο σχολείο, στους προσκόπους, στ’ Αγγλικά, στο καράτε.
- - Κι εγώ πήγαινα καράτε
- - Αλήθεια;
- - Ναι. Έχω κίτρινη ζώνη
- -Ωραία. Εγώ έφτασα μέχρι την πράσινη αλλά τα παράτησα
- - Γιατί;
- -Λόγω του διαβάσματος. Είχα μείνει στη δευτέρα λυκείου
- - Και μετά αποφασίσατε να γίνετε αστυνομικός;
- - Με οδήγησε το ένστικτο
- -Το εμπιστεύεστε;
- - Το ένστικτο;
- - Σ’ αυτό αναφέρομαι
- - Πάντα
- -Χαίρομαι
- - Εξ’ αιτίας του, έφτασα εδώ που είμαι κι έγινα αυτός που είμαι
Ο νεκρός επέμενε να βαράει την πόρτα
- - Αν σας συλλάβουν θα πρέπει να έχετε έναν καλό λόγο για το συμβάν. Έτσι, ίσως να πέσετε στα μαλακά
- - Έχω
- - Ποιόν;
- - Κάποτε μίλησε προσβλητικά για το γατάκι μου
- -Τι είπε;
- - Με ρώτησε με ένα γέλιο αναισθησίας: «τι κάνει εκείνο το μούλικο;»
- -Δεν καταλαβαίνω
- -Μα δεν ακούσατε; Ο άνθρωπος αυτός δεν έδειξε καμία ενσυναίσθηση για μία μορφή ζωής που μάλλον την θεωρεί κατώτερη
- - Τη θεωρούσε
- -Έστω
- - Ο άνθρωπος αυτός κείτεται δύο δρόμους πίσω μας, νεκρός
- - Με τρόμαξε
Τότε η γυναίκα έστριψε σε ένα στενό χωρίς να χαιρετήσει και να πει το οτιδήποτε στον συνοδοιπόρο της, ακολουθώντας μια άσπρη λωρίδα την οποία μέχρι εκείνη την ώρα προσπαθούσε να την πατάει πάντα.
Ο επιθεωρητής, χωρίς να αντιληφθεί καθόλου ότι η γυναίκα απομακρύνθηκε και χωρίς να αντιληφθεί επίσης ότι έκατσε μπροστά από μια διαφημιστική ταμπέλα για πάνω από δέκα λεπτά, έσταζε μέχρι τις κάλτσες του. Ήδη ένα δεκάλεπτο έβρεχε με μεγάλη ένταση.
Ο νεκρός εξαφανίστηκε από τις θύμησες και των δύο κι η βροχή καθάρισε τα αίματα απ’ τον δρόμο. Άλλωστε ήταν ένας ενήλικας λευκός άνδρας που κάποτε είχε μιλήσει υποτιμητικά για ένα γατί. .Διαβιεί αποκλειστικά στα υγρά τροπικά δάση της Δυτικής και Κεντρικής Αφρικής, μεταξύ άλλων στην Γκαμπόν, στο Καμερούν και στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Διακρίνονται δύο είδη, ανάλογα με την περιοχή εξάπλωσης, ο Δυτικός ραχμάνινοφ (Rach gorilla - Ραχ ο γορίλας), και ο Ανατολικός ραχμάνινοφ (Ραχ του Μπέρινγκε - Rach beringei). Σε κάθε είδος διακρίνονται δυο υποείδη, ανάλογα με τον τόπο διαβίωσης, στις δασώδεις πεδιάδες («πεδινοί» ραχμάνινοφ) ή σε μεγαλύτερα υψόμετρα μέχρι και 4.000 μέτρα («ορεινοί» Ραχμάνινοφ).
Κατάσταση διατήρησης
Κινδυνεύει με αφανισμό
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Υπερομοταξία: Τετράποδα (Tetrapoda)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Υφομοταξία: Θηρία (Theria)
Τάξη: Πρωτεύοντα (Primates)
Υπεροικογένεια: Ανθρωποειδή (Hominoidea)
Οικογένεια: Ανθρωπίδαι (Hominidae)
Υποοικογένεια: Ανθρωπίναι (Homininae)
Γένος: Γορίλας (Gorila)I. Geoffroy,
Είδη
Ραχ ο γορίλας (Rach gorilla)
Ραχ του Μπέρινγκε (Rach beringei)
Συνώνυμα
Ψευδοραχμάνινοφ (Pseudorachmaninoff) Elliot, 1913
ΆΛΛΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
"Λάβετε θέσεις! Έτοιμοι; ΜΠΑΜ!" Ο αγώνας των εκατό μέτρων ξεκίνησε, οι αθλητές έφτασαν στον τερματισμό, όμως ο αφέτης μ' ένα απλανές βλέμμα κοιτούσε το κενό. Ο ήχος από τα χειροκροτήματα του κοινού κατέκλυσε το στάδιο αλλά μοναχά ο απόηχος του πιστολιού εκκίνησης πλανιόταν στο μυαλό του. Ταυτόχρονα, σε κάθε ΜΠΑΜ, ξεπεταγόταν σαν σφαίρα μέσα από τις μαύρες τρύπες του ασυνείδητου, κι από ένα υπαρξιακό ερώτημα.
"Ποιός είμαι;"
"Τί θέλω απ' τη ζωή μου;"
"Αυτές τις τρείς λέξεις πόσες χιλιάδες φορές τις έχω πει;"
"Και γιατί μου φαίνονται ξαφνικά τόσο ξένες;"
Στην επιστροφή για το σπίτι του, ένιωθε τα ερωτήματα αυτά, να έχουν διογκωθεί πιέζοντας το κρανίο του από όλες τις πλευρές σαν να 'θελαν να φυτρώσουν πάνω στο κεφάλι του. Να κάνουν έναν αγκαθωτό κήπο αμείλικτων ερωτήματων, όσες κι οι τρίχες της κεφαλής του. Δεν έφτανε μόνο αυτό αλλά ήταν μόνος στη ζωή, ένιωθε μόνος, ανίκανος να εκφραστεί μιας και το λεξιλόγιό του είχε συρρικνωθεί σημαντικά. Βρέθηκε σε μια σκοτεινή ατραπό κι όταν έκλεισε πίσω του την πόρτα, έλαβε τη θέση του στην καρέκλα του τραπεζιού της κουζίνας, πήρε μια βαθιά ανάσα κι ύστερα ακούστηκε το τελευταίο ΜΠΑΜ της ζωής του, αυτή τη φορά όχι από πιστόλι αγώνων.
Ο πυροβολισμός ξεσήκωσε τη γειτονιά κι όταν έφθασε η αστυνομία κατάλαβαν όλοι τί είχε συμβεί. Τα πηγαδάκια έδιναν και έπαιρναν, τα κουτσομπολιά, οι λεπτομέρειες της ζωής του αυτόχειρα, οι φανταστικές λεπτομέρειες των γειτόνων του, όμως κανείς δεν είχε στενή σχέση μαζί του κι έτσι διψούσαν να μάθουν κάτι παραπάνω γι' αυτόν. Έλεγαν ότι ήταν στεναχωρημένοι και όλοι προσπαθούσαν να βρουν έναν καλό λόγο να πουν παρ' όλο που τέλειωναν τις φράσεις τους με την επωδό "... αν και ήταν λίγο μαλάκας". Όταν ο αστυνομικός ρώτησε αν γνωρίζουν το όνομά του, ένα κοριτσάκι είπε: "Μότσαρτ"
Όταν ήταν μικρός ο Μότσαρτ έχαιρε μεγάλης φροντίδας απ' τους γονείς του, οι οποίοι τον θεωρούσαν σπουδαίο ταλέντο σε ότι κι αν προσπαθούσε. Όμως η αλήθεια απείχε παρασάγγας απ' τις πεποιθήσεις τους.
Ο δάσκαλος του Καράτε επειδή είχε καταλάβει ότι δεν θα έβγαζε άκρη μ' αυτούς, ειδικά με τον πατέρα, είχε προσπαθήσει με ευγενικό τρόπο και πλάγια μέσα να τους δείξει ότι πρέπει να σταματήσει την ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες. Όμως ο πατέρας συνέχιζε να πηγαίνει να παρακολουθεί τις προπονήσεις δίνοντας κι αυτός οδηγίες παράλληλα με τον δάσκαλο. Τον χαιρετούσε κάθε φορά με χειραψία και ρωτούσε επανειλλημένως πότε θα 'ναι έτοιμος ο μικρός να λάβει μέρος σε αγώνες.
"Να δέσει το σώμα του λίγο. Είναι μικρούλης ακόμα" έλεγε ο δάσκαλος. Όταν όμως η πίεση είχε γίνει αφόρητη τον συμπεριέλαβε στην αποστολή ενός τοπικού αγώνα με παιδιά της πόλης αλλά η υπερηφάνεια του πατέρα δεν άφησε τον μικρό να λάβει μέρος λέγοντας ότι το επίπεδο στα τοπικά είναι χαμηλό και δεν αντιστοιχεί στις δυνατότητες του παιδιού του. Ο Λεοπόλδος, έτσι λεγόταν ο πατέρας, ίσως μέσα του γνώριζε την πραγματικότητα αλλά δεν ήθελε να την διατυπώσει με μια ευτελή φράση όπως "Ναι, ξέρω, ο μικρός δεν τα καταφέρνει. Ίσως θα πρέπει να σταματήσει τα Καράτε".
Αυτή τη φράση, αλλάζοντας την τελευταία λέξη κατά περίπτωση, περιμένε ν' ακούσει ο δάσκαλος του καράτε, η δασκάλα του πιάνου, το φροντιστήριο των αγγλικών, οι πρόσκοποι και οποιοσδήποτε ερχόταν σ' επαφή μ' αυτήν την οικογένεια. Ο μικρός κρυφογελούσε με την επιμονή και την αυτοπεποίθηση του πατέρα και εκμεταλευόταν κάθε ευκαιρία για να κάνει τα δικά του.
Η σχέση του με τη μουσική ήταν καταστροφική και σημαδιακή για την υπόλοιπη ζωή του. Όποτε έκανε μαθήματα με την πιανίστα, την ωθούσε σε επαναλαμβανόμενα ρεσιτάλ υπομονής. Την ώρα που έπαιζε σταματούσε για να ξύσει τη μύτη του, τοποθετούσε ανάποδα τις παρτιτούρες χωρίς να το καταλαβαίνει, έπαιζε μία νότα το λεπτό κι ύστερα κοιτούσε τα χαρτιά με απορία γιατί στο τρίτο λεπτό είχε χαθεί. Η γυναίκα, πριν κλειστεί στην ψυχιατρική κλινική, είχε περάσει από διαφορετικές φάσεις νευρασθένειας. Αρχικά σηκωνόταν απ' το πιάνο και κάπνιζε στην κουζίνα αρειμανίως κι όταν ο μικρός της φώναζε "Καλά το έπαιξα κυρία;" αυτή ούρλιαζε "Πάρα πολύ καλά". Μετά αποδεχόμενη την μοίρα της, καθόταν όλη την ώρα δίπλα του σκυμμένη. "Καλά το έπαιξα κυρία;" ξαναρωτούσε ο μικρός αλλά δεν λάμβανε καμία απάντηση. Σε κάποιο μάθημα, με το που άνοιγε ο μικρός το καπάκι, η δασκάλα με μια απότομη κίνηση το έκλεινε κι ύστερα χωρίς να τον κοιτάζει γελούσε με μια τρομακτική απάθεια βλέπωντας τον εαυτό της στο μαύρο ξύλο του οργάνου χωρίς το παραμικρό βλεφάρισμα για πολλά λεπτά. Τότε, ο μικρός ένιωσε κάτι, για πρώτη φορά στη ζωή του. Τρόμαζε από τα κτυπήματα του καπακιού και κατουρήθηκε πάνω του παρατηρώντας κάποια στιγμή το χαμένο βλέμμα της δασκάλας του. Μετά, ακούστηκε κάτι σαν γκάρισμα. Ήταν τ' αναφιλητά του. Στο επόμενο, η δασκάλα έλειπε απ' το σπίτι. "Νευρικός κλονισμός" είπε η γειτόνισσα στους δύο Μότσαρτ. Αυτοί γέλασαν μπροστά στο έκπληκτο βλέμμα της. Δεν είχαν ξανακούσει τέτοιες λέξεις. Καθώς επέστρεφαν σπίτι, ο μπαμπάς Μότσαρτ έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε. Το κακό όμως είχε συντελεστεί. Ο μικρός ήταν ήδη μαλάκας.
Μετά από χρόνια, όταν ο Μότσαρτ πήγε στο στάδιο να δει αγώνες στίβου κι άκουσε το πιστόλι εκκίνησης, οι μνήμες του ανακατώθηκαν, με αποτέλεσμα αυτές που ήταν από κάτω να βρεθούν από πάνω. Ο ήχος του
απότομου κλεισίματος του καπακιού είχε εισχωρήσει στο ασυνείδητό του κι η δόνησή του δεν
σταμάτησε ποτέ. Φωτισμένος από την αλήθεια αυτή, άκουγε ξάφνου, κρυφά καπάκια φανταστικών πιάνων που κατασκευάστηκαν αυτόματα εντός του, να χτυπάνε σε άτακτα χρονικά διαστήματα μέχρι που συντονίστηκαν και γέννησαν έναν μεγάλο κρουστό ήχο που σαν θριαμβευτής διέλυσε όλα τα προστατευτικά του ασυνείδητου, και ξεχύθηκε στο συνειδητό καταλαμβάνοντας όλη την επικράτεια. Αυτό ώθησε τον Μότσαρτ να σηκωθεί από την θέση του και να αναφωνήσει θριαμβευτικά προς όλους: "Αυτό είναι. Ακούτε; ΛΑΒΕΤΕ ΘΕΣΕΙΣ! ΕΤΟΙΜΟΙ; ΜΠΑΜ".
Μια φορά κι έναν καιρό, ο Μπετόβεν με τον μπαμπάκα του πήγανε στα πρόβατα. Ο Μπετόβεν με νοήματα, γιατί ήταν μουγγός, έδειξε ότι ήθελε ν' αρμέξει τα ζώα. Όμως ο πατέρας του αρχικά ήταν ανένδοτος επειδή δεν του 'χε εμπιστοσύνη έτσι ατζαμής και καμπούρης που ήταν. Με τα πολλά όμως τον λυπήθηκε και του το επέτρεψε. Ο μικρός το καταχάρηκε, κι αυτό συγκίνησε τον πατέρα που σχεδόν δάκρυσε σκεφτόμενος
"έχει γίνει πλέον άντρας, λεβέντης ολόκληρος κι εγώ του φέρομαι ακόμα σαν μικρό παιδί. Αυτός θα είναι το στήριγμά μου και δείχνει μεγάλη προθυμία για τις δουλειές. Δεν πρέπει να μαι άδικος μαζί του"
Αμέσως ο μικρός έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά αλλά επειδή ήταν άτεχνος και απότομος σε λίγη ώρα άρχισαν οι προβατίνες να διαμαρτύρονται και να προσπαθούν να αποδράσουν απ' τα χέρια του. Ο πατέρας του για μιας ξέχασε ό,τι σκεφτόταν λίγα λεπτά πριν και τρέχοντας προς το μέρος του τού έριξε δυο σφαλιάρες με αποτέλεσμα να προσγειωθεί η κεφάλα του μέσα στον κουβά με το γάλα.
- Δε σου 'χω πει ρε μπετόβλακα πώς πρέπει ν' αρμέγεις; Τα ζώα τώρα πονάνε και δε θα κατεβάζουν άλλο. Φύγε από μπρος μου.
Όταν σηκώθηκε ο μικρός έκανε να τρέξει κι εκεί έφαγε και μια κλωτσιά, η οποία τον εκνεύρισε υπερβολικά. Κατευθύνθηκε τρέχοντας προς το χωριό κι όταν έφτασε στο σπίτι διοχέτευσε όλο τον θυμό του στο να γράψει την ενάτη συμφωνία του. Δεν έφαγε και δεν κατάλαβε πότε γύρισε ο πατέρας του, πότε βράδιασε και πότε ξημέρωσε ο κόσμος. Τελικά τα ξημερώματα, αποκαμωμένος κοιμήθηκε πάνω στις παρτιτούρες του τελευταίου μέρους.
Μόλις που 'χε αποκοιμηθεί, μπούκαρε ο μπαμπάκος του στο δωμάτιο για να τον ξυπνήσει. Ήταν όμως τόσο εξουθενωμένος που δεν κατάλαβε τίποτα απ' τις φωνές του. Ο πατέρας του είδε τις παρτιτούρες και έγινε έξω φρενών. Τις πήρε και τις έδωσε στις αίγες να τις φάνε.
Μετά από τρείς ώρες ξύπνησε ο μουγγός Μπετόβεν και σαν τρελός γύρευε τα χειρόγραφά του. Αμέσως έτρεξε στο χειμαδιό όπου διαμαρτυρήθηκε έντονα στον πατέρα του ο οποίος του ανταπάντησε
- Πρώτα γράφουμε την πρώτη συμφωνία, μετά την δεύτερη, έπειτα την τρίτη, κατόπιν την τέταρτη, ύστερα την πέμπτη, μετά και μετά την έκτη, αν έχει πάει καλά μέχρι εκείνη τη στιγμή συνθέτουμε την έβδομη, σχεδιάζουμε την όγδοη και την καθαρογράφουμε και στο τέλος γράφουμε την ένατη. Δεν ξεκινάμε απ' την ένατη συμφωνία. Γι' αυτό θα κοιμάσαι στο στάβλο για ένα μήνα.
Το επόμενο πρωί όταν έφτασε ο μεγάλος Μπετόβεν στον σταύλο είδε όλα τα ζώα να είναι έξω, άυπνα, με μύξες στο στόμα και σε απόσταση βολής απ' τα ροχαλητά του μικρού Μπετόβεν. Ο μεγάλος Μπετόβεν πήρε την κατσούνα του και μπήκε στον σταύλο έξαλλος για μια ακόμη φορά. Έριξε τρεις κατσουνιές στον μικρό που κοιμόταν στ' άχερα ξυπνώντας τον. Του είπε
- Βρε ανεπρόκοπο ντουγάνι, όλα τα ζώα είναι έξω κρυωμένα κι εσύ ροχαλίζεις σα βόδι. Άμε να τα μαζέψεις και να τα ταΐσεις.
Ο μικρός απ' τον φόβο του κατουρήθηκε πάνω του αλλά κατάφερε μετά από δυο ώρες να μαζέψει όλα τα ζώα μέσα στο μαντρί. Όταν κάτσανε να φάνε, ο μεγάλος που είχε ηρεμήσει τον νουθέτησε
- Από 'δω και πέρα θ' αφήσεις τις μουσικές και τις μαλακίες και θ' ασχολείσαι μόνο με την ποιμενική ζωή. Ακούς; Σ' αγαπώ. Γι' αυτό σε δέρνω. Για να γίνεις άνθρωπος. Μόνο έτσι θα στρώσεις. Και θα βγάλεις απ' το μυαλό σου τη Λεονόρα, αφού βρε κακομοίρη έτσι που είσαι, γυναίκα δεν πρόκειται να βρείς.
Μετά έβαλε στοργικά το χέρι του στο κεφάλι του μικρού και συνέχισε πιο μαλακά
- Θα γίνεις πολύ καλός βοσκός. Άσε τ' άλλα για τους άλλους.
Και μετά του ριξε μια γροθιά στην καμπούρα.
Τότε, άξαφνα, τα μάτια του μικρού έλαμψαν από μια σπίθα που γεννήθηκε εντός του. Είχε φωτιστεί. Αυτή η στιγμή ήταν σαν μια αναγέννηση, κι έτσι έστρωσε, καταλάγιασε, κι εξελίχθηκε σ' έναν ζηλευτό βοσκό.
.......
Θλιβερές μελετώντας σελίδες
όνειρα είπα να γράψω κι εγώ
μα όνειρα τσακισμένες σανίδες
δεν ξανοίγονται σ' ωκεανό
Των καιρών η πηχτή παραζάλη
η σπατάλη και το βουητό
δε φωτίσαν ποτέ μια λωρίδα
στον βαρύ μας σταχτί ουρανό
Η ελπίδα μας πάλι στα αστέρια
στο άγνωστο ριζικό που πλανά
λίγη σκόνη χρυσή στην παλάμη
για να αρχίσει η μέρα ξανά
Τα μέσα
χτυπανε με όλα τα μέσα
για την πανάκριβη διδασκαλία του λάθους
αδέλφια τρώνε αδελφούς
για να ψηλώσει το βουνό με χρυσάφιπάντα έτσι θα ΄ναι, πάντα
το ένα τέλος θα φέρνει το άλλο τέλος
η μία πόλη θα γκρεμίζει την άλλη πόλη
και στο βάθος μια κρυφή μουσική
ακατανόητη
θα δονεί τις χορδές της σε σύμπαντα άπιαστα
.......I
Ο Τζένγκις Χαν ήταν περίλυπος
ώσπου αντίκρυσε το Σινικό τείχος
Τότε κατάλαβε τί έπρεπε να πράξει,
τα πόδια του πλέον δεν πατούσαν στη γη
ΙΙ
Το Σινικό τείχος δεν γνώριζε
γιατί είχε υψωθεί
ώσπου αντίκρυσε τον Τζένγκις Χαν
Τότε τα θεμέλια του
μπήξανε πιο βαθιά στη γη
Η κατάντια της ΕΡΤ.
Η κατάντια της κοινωνίας.
Η κατάντια των φίλων μου.
. And here is the rest of it.
.......Σφίγγει τόσο
που φτάνει και στ' όνειρο
η εκτροπή αυτή τη φορά
δε θα αργήσει
Η νύχτα με τα άσπρα της πουλιά
χαράζει δρόμους αληθινότερους απ' τη μέρα
Κανείς δε μιλάει πια γι' αυτά,
τα δικά μας
Το γαλάζιο φως μας τύφλωσε
Το φως της νύχτας στις γωνίες
άχρηστο περιττό
Φαύλες γενεές
αφήσατε το φεγγάρι
και ξέπεσε στην τύχη
Θορυβημένοι απ' την οχλοβοή
βγήκαν απ' τις βίλες τους
κομψοί και ευπρεπώς ενδεδυμένοι
υποδεικνύοντας στα εκτελεστικά όργανα τους διαδηλωτές
Είπαν (σε άπταιστα Αγγλικά με Βρετανική προφορά) :
"Release the hounds"
Έπειτα κλείστηκαν στα ιδιαίτερα δωμάτιά τους
ρουφώντας την κοκαΐνη τους
ενώ οι θρασύδειλοι υποτακτικοί τους
στα υπόγεια
με το χαμόγελο στα χείλη
βίαζαν ανήλικα απ' την Νοτιοανατολική Ασία
καθώς οι Ταλιμπάν απαγόρευαν την μουσική στο Αφγανιστάν
...
Όχι δεν μιλάω για την Ελλάδα
The pillars of society, 1926 by George Grosz (1893-1959)
Στο Νεφέλωμα του Αετού
οι Πυλώνες της Δημιουργίας
κατέρρευσαν
Στης ψυχής μου
γεννιούνται άστρα μαύρα
ξανά και ξανά
Τα μάτια σου με κατακλύζουν
Αν είχα μια βαλλίστρα,
θα έριχνα τα βέλη μου στον Παρθενώνα
να τον γκρεμίσω συθέμελα
Μια προσδοκία προφανώς γελοία
"Δεν πέφτουν με τα βέλη Παρθενώνες"
θα πουν ανάμεσα στα χάχανα
Θα γελούσα με τ' αστεία τους
ανακοινώνοντας:
"Άδειασε η φαρέτρα μου"
Τότε,
θα έτρεχα απρόσκοπτα
με ζέση και μανία
να τα μαζέψω μέχρι ενούς
ανάμεσα σε πέτρες και Κινέζους
τρώγοντας καρπαζιές απ' τις φυλές του κόσμου
Δε θα 'δινα σημασία
κι αγνοώντας τους θα επέστρεφα
να συνεχίσω το θεάρεστο έργο μου
απ' το σημείο της βολής
(Όχι της βολής μου. Αυτό ποτέ!! )
Οι φύλακες κι οι αστυνόμοι
πίνοντας τον Φρέντο τον εσπρέσο
θα με κοιτούσαν ατάραχα
πίσω απ' του ηλίου τα γυαλιά
τα μπεγλέρια τους χτυπώντας
περιμένοντας να αστοχήσω
διεμβολίζοντας τουρίστα
Αμ δε!!
τα βέλη μου ανθρώπους δεν χτυπάνε
(Ηλίθιοι!)
μόνο μνημεία
Τι κι αν δε θα τα γκρεμίσω ποτέ
αυτή η συνθήκη δε με πτοεί
Είναι ήδη μάζες άμορφες στο μυαλό μου
και δηλώνω ρητά
πως δε βρίσκεται ούτε μία πέτρα πάνω σε άλλη
Εγώ βγήκα απλώς,
να πάρω λίγο αέρα
και να λιαστώ
(οι στίχοι αυτοί γράφτηκαν πάνω στη μελωδία του παραδοσιακού Κασσιώτικου κομματιού "Αφούσης").
✺
Μια ιστορία θα σας πω που την έμαθα κι εγώ
μια ιστορία θα σας πω για τον παππού μου τον Μαθιό
και για ένα κοριτσάκι που 'ταν απ’ το Αμπελάκι
Ερασμία και Μαθιό την ιστορία ξεκινώ
◈
η Ερασμία τέσσερα να χαρώ να το χαρώ (2)
κι ο Μαθιός ήταν εφτά από μάνα ορφανά
να φύγουνε απ' του κυρού του το 'χε βάλει με το νου του
◈
την επάει στου Μαριού να χαρώ να το χαρώ (2)
πέρασε τον Κουρταλιώτη μες στη νύχτα μες στα σκότη
βρε Μαθιό μικρέ αντρά συλλογιέσαι που την πας
◈
είχε κει μια συγγενή να το πω να μην το πω (2)
και το είχε για καλλιά του να τη μεγαλώσει η θειά του
βρε Μαθιό μου βρε μικιό πρόσεχε στο γυρισμό
◈
αυτή ‘χε στόματα να θρέψει να το πω να μην το πω (2)
και πως να τη μεγαλώσει τι φαϊ για να της δώσει
βρε Μαθιό μου έφυγες και μονάχη μ’ άφησες
◈
απ’ την πείνα έτρωγε να το πω πώς να το πω (2)
και του τοίχου τον ασβέστη και του τοίχου τον ασβέστη
και τη στάχτη απ’ το τζάκι πέθανε το κοριτσάκι
◈
.......
η ιστορία που σας είπα απ το μυαλό μου δεν τη βρήκα (2)
στο Ρέθυμνο στα χίλια ε- ννιακόσα δέκα έγινε
η Ερασμία η μικρή του Μαθιού η αδελφή
Τα αστεία σου κομπιάσανε
όπως κατάπινες
και το τελευταίο χαλίκι.
Δεν έπρεπε όμως.
Έπρεπε απ’ την αρχή
να το ‘χεις πάρει αλλιώς.
Πληροφορίες – όμως.
Μηνύματα – όμως.
Τραπέζια – γέλια – όμως.
Τα ξέρεις όλα πια, με το σκοτεινό μάτι
εκείνου που έζεψαν στο κάρο.
Κι άν όχι όλα,
όσα απλά χρειάζονται.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Η ιστορία κάνει κύκλο.
Γράφει κύκλους αυλακιές,
χαρακώνει κύκλους
πάνω στο πετσί σου.
.......