18/6/11

Τρέλα Β.

Τρέλα για τους τρελούς, τρέλα
τρέλα στους λογικούς, τρέλα.

Τραύμα για τους αθώους, τρέλα
δρόμο στους συνετούς, τρέλα

Ο ίσκιος στο ντουλάπι, τρέλα
η λάμψη στο κρεβάτι, τρέλα

Μανία στην ψυχή, τρέλα
ο πόνος στο κορμί, τρέλα

Τη νύχτα στα σκοτάδια, τρέλα
η μαύρη τρύπα μέσα μου, τρέλα

Θα κάψεις, θα πεθάνεις, τρέλα
κι ο πόνος δε θα γιάνει, τρέλα.
.......

2/6/11

ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΟΣ

Κάποτε στο πιο απομονωμένο χωριό που βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο του πιο ψηλού βουνού στον πιο απομακρυσμένο πλανήτη του πιο μακρινού γαλαξία από την Γη έγινε κάτι που δεν θα μάθουμε ποτέ. Αυτό είναι δεδομένο. Εγώ τότε ξεπέζεψα από το άλογο μου και κατέκτησα τη Ρώμη όπου ως τότε αντιδρούσε επιδεικτικά. Βρέθηκα στο συμβούλιο των σοφών όπου και μου παρέδωσαν το κλειδί της πόλης όσο πιο δουλικά μπορούσαν. Εγώ τους απευθύνθηκα φωνάζοντας «Δεν το θέλω» συνεχίζοντας «σας βαρέθηκα όλους». Έτρεξα όσο μπορούσα πιο γρήγορά από τα ανάκτορα και χάθηκα στο δάσος. Εκεί άκουσα την εξής συζήτηση.
-Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον, και μια δεύτερη ερώτηση, πιστεύετε ότι ήταν οφσάιντ το γκολ στο εβδομηκοστό πέμπτο λεπτό;
- Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ όσα μου λέτε.
Ήταν ένας δημοσιογράφος που ρωτούσε ένα ποδοσφαιριστή ενώ εγώ στεκόμουν πίσω τους με την περικεφαλαία μου κρατημένη στην μασχάλη και την πορφυρή μου χλαμύδα να ψιθυρίζει στα φύλλα του δάσους μυστικά αιώνων. Δίπλα μου εκατό νεκροί στρατιώτες στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο για ένα δευτερόλεπτο. Το αμέσως επόμενο μετακινήθηκε όλη αυτή η μάζα ταχύτατα είκοσι χιλιόμετρα μακρύτερα και μια μυρωδιά προσπάθησε να με ζαλίσει. Οι θεοί γελούσαν κι έκλαναν προς το μέρος μου. Απευθύνθηκα στους ουρανούς γονατιστός κλαίγοντας γοερά και φωνάζοντας «Γιατί; Δεν ξεδιψάσατε ακόμα με τόσο αίμα χυμένο τόσους αιώνες, ανεύθυνοι θεοί; Δεν σας φτάνει ο πόνος και θυσίες τόσων, αχόρταγοι θεοί; Δεν βαρεθήκατε να δοξάζουν τα ονόματά σας ανάμεσα σε νεκρούς και απελπισία, αυτάρεσκοι θεοί; Δείξτε ένα σημάδι ότι μ’ ακούτε.» Μετά από ένα λεπτό ο Δίας πέταξε έναν κεραυνό κι έκαψε την Ρώμη. «Στο διάολο το παλιάμπελο» αναφώνησε περνώντας τρεχάμενος δίπλα μου ο Ζαρατούστρα κι έπεσε στη φωτιά όπου κάηκε ζωντανός. Η πόρτα άνοιξε και μια ευγενική κυρία είπε: «Ο επόμενος». Τότε σηκώθηκα και μπήκα στο γραφείο του γιατρού. Κάθισα στην καρέκλα κι άρχισα: «Γιατρέ. Δεν είμαι καλά. Πολλές φορές νομίζω ότι είμαι ο αυτοκράτορας της Ρώμης, βλέπω δάση, νεκρούς, θεούς και ένα χωριό πολύ απομακρυσμένο το οποίο μάλλον δεν υπάρχει. Δεν γνωρίζω ούτως η άλλως τίποτα γι αυτό και δεν ξέρω βέβαια πως σας ακούγονται αυτά αλλά σε λίγες μέρες σκέφτομαι να σκοτώσω τους θεούς. Ξέρετε αυτό αν ακουστεί παραέξω θα στοιχίσει στην καριέρα μου ειδικά τώρα που περιμένω μεταγραφή για τον Ολυμπιακό.»
Τότε ο γιατρός αντέδρασε με πνιχτά γέλια. «Σιγά μην πάρεις μεταγραφή για τον Ολυμπιακό. Η μοίρα σου έχει άλλον δρόμο διαλέξει για σένα. Έναν δρόμο ηρωικό που θ’ αφήσει τ’ όνομά σου γραμμένο με ολόχρυσα γράμματα στην αιωνιότητα.» Αμέσως σηκώθηκε και φώναξε. «Χαίρε Κλαύδιε Γενοκτόνε αρχηγέ των μίζερων και των απελπισμένων. Χαίρε άρχοντα, εκδικητικέ κι ανίερε.» Ο τοίχος άνοιξε κι από πίσω βγήκαν χιλιάδες πολεμιστές έτοιμοι για σφαγή. Αρματώσαμε τα αερόπλοιά μας και βγήκαμε στους ουρανούς όπου συναντηθήκαμε αρχικά με τον Δία για τους όρους της παράδοσής τους. Ο Δίας ήταν ανένδοτος και σίγουρος για την νίκη του. Δεν ήξερε όμως ότι οι στρατιώτες μου είχαν ήδη ξεκινήσει τον πόλεμο με τους άλλους θεούς και πολλά θεϊκά κεφάλια βρισκόταν καθ’ οδόν μέσα σε σακιά, δώρο σ’ αυτόν τον άθλιο τυχοδιώκτη αρχηγό τους. Ο αρχηγός αυτός των θεών με κοιτούσε αυτάρεσκα και χαμογελούσε όταν ένας στρατιώτης μου πλησίασε γρήγορα το τραπέζι, κι αφού πρώτα μου απέδωσε ψιθυριστά τιμές, άδειασε ένα σακί κεφάλια πάνω σ’ αυτό. Τότε μπροστά στην αμηχανία του Δία ζήτησα εκ νέου την παράδοσή του με σκληρότερους όρους. Αυτός αρνήθηκε και τότε το κεφάλι του βρέθηκε ανάμεσα στ’ άλλα κεφάλια. Οι θεοί όμως ήταν πονηροί. Είχαν φτιάξει πολλαπλά είδωλα για τον κάθε ένα τα οποία ανανέωναν την ύπαρξη τους. Επ’ άπειρον. Μετά από διακόσα χρόνια συνεχών πολέμων ηττηθήκαμε έχοντας τραγικές απώλειες εκατομμυρίων νεκρών και βασανισμένων. Εμένα με διάταγμα του Δία μ’ εξόρισαν τυλιγμένο σε ιστό αράχνης στο πιο απομακρυσμένο χωριό απ’ όλους τους γαλαξίες με συνοδό μου την ίδια την αράχνη που με δάγκωνε συνέχεια ρουφώντας μου έτσι όλη την ενέργειά μου και την ζωτικότητά μου. Το χωριό λέγεται ΣΑΝΑΤΟΡΙΟ. Με φυλάνε προσεκτικά σε ένα δωμάτιο και αυτοί οι μικροί θεοί φοράνε ρούχα ολόασπρα λες κι είμαι τίποτα νεκρός. Δεν ξέρω ίσως και να έχω πεθάνει. Όταν χιονίζει όμως είναι πολύ όμορφα. Γίνονται όλα άσπρα σαν αυτούς και σίγουρα δεν μπορεί μ’ αυτόν τον καιρό να με πλησιάσει η αράχνη αφού αυτές πεθαίνουν με το κρύο. Αυτό είναι δεδομένο. Και την άνοιξη καλά είναι.
.......