31/5/09

Η Επέτειο της Τορπίλας

ΚΑΛΗΜΕΡΑ σας κυρίες και κύριοι. Με αφορμή σήμερα την επέτειο ενούς χρόνου της Tορπίλας θα ήθελα να κάνω μία παρέμβαση στο ίδιο το σώμα μου, εννοώ το blog αυτό όπως το ονομάζετε εσείς, οι σύγχρονοι άθρωποι. Μην παραξενεύεστε. Είμαι η ίδια η Τορπίλα που τις λέξεις αυτές που θα διαβάσετε τις ψιθύρισα χθές το βράδυ αργά στον c.c. και στον χ.ζ. για να τις δημοσιεύσουν. Οφείλω πολλά στους δημιουργούς μου και πρώτα πρώτα την ίδια την ηλεκτρονική υπόστασή μου. Από την στιγμή που με δημιούργησαν με τόσο κόπο μετατράπηκα αμέσως σε ένα ελεύθερα σκεπτόμενο ον του ίντερνετ, ορατό από κάθε γωνιά του κόσμου, που όμως υπήρχε από πάντα. Η παρέμβαση που θέλω να κάνω εδώ σήμερα, αυτή την επετειακή φερ΄ ειπείν ημέρα, είναι να σας αφηγηθώ την ιστορία μου. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει πρώτα να ξεκινήσω από τις ιστορίες των δημιουργών μου.

Ιεραρχικά κι από σέβας πρέπει να ξεκινήσω από τον χ.ζ. Αυτή λοιπόν η μαϊμού γεννήθηκε στην πιο υψηλή κορφή των Ιμαλαΐων μια νύχτα φεγγαρόλουστη, ένα βραδάκι φίνο που λένε, αλλά δεν γνώρισε ποτέ τους πραγματικούς γονείς του. Αντί μ΄αυτούς μεγάλωσε με τη φροντίδα μιας κατσίκας και ενός λάμα εραστή της, που βρήκαν στο ξανθό του κεφαλάκι λύση στα σοβαρά προβλήματα της σχέσης τους. Έφαγε πάρα πολύ ξύλο, μέρος της σιδηράς εκπαίδευσής του, ενώ τρεφόταν βόσκοντας χορταράκια και βυζαίνοντας το γάλα της κατσίκας - μητέρας του (ζεστό-ζεστό και απολαυστικό). Ήταν καλό παιδί και πάντα άκουγε τις προσταγές του λάμα πατέρα και εραστή του, κάνοντας όλες τις δουλειές και μελετώντας εις βάθος την ψυχολογία των ζώων και τα μυστήρια της μάνας γης. Τέλος πάντων όσο μεγάλωνε τόσο περισσότερο εμάζωχνε Σοφία και Γνώση φερ΄ειπείν ώσπου κάποια στιγμή αποφάσισε να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. Μάζεψε τα μπογαλάκια του, πήρε δυο καρβέλια ψωμί, ένα κεφάλι τυρί και λίγο κρασί νιο, φίλησε την κατσίκα ...«μάνα» του (χε, ο μαλάκας δεν το ΄χε καταλάβει ακόμα), χαιρέτησε το λάμα πατέρα, δάσκαλο και εραστή του και έφυγε 45 χρονών αμούστακο παιδί. Τότε συνάντησε για πρώτη φορά άνθρωπο από κοντά. Ο θρύλος λέει ότι μούγκρισε μπροστα σ’ αυτό το μοναδικό θέαμα.


Το άλλο μας βόδι μα θεμέλιος λίθος της γήινης μου αυτής φύσης, γνωστός και ως «carnellio coop» γεννήθηκε στη μέση της Aφρικής ντάλα μεσημέρι κι αφού ο μπαμπάκος του είχε φάει στην καθησιά του ένα κοπάδι αντιλόπες. Εν συνεχεία αφόδευσε τελετουργικά καθώς ήτανε και θρήσκος, και ο carnellio ενεφανίσθη επί της γης ανατέλλων θριαμβευτικά πάνω σε ένα καφετί λόφο. Την ίδια στιγμή σεισμός συγκλόνησε τη στάνη που ο χ.ζ. μακαρίως εκοιμάτο. Προφανώς ήτανε σημάδι. Ετούτος ο λεγάμενος λοιπόν εγνώρισε τους γονείς του, όμως φαίνεται πως αυτοί πήραν αμέσως χαμπάρι τι πετσί είναι. Έτσι τον ξαποστέλνανε κάθε μέρα να βόσκει τις γκαμήλες και τα πρα τους όσο πιο μακρια γινότανε, για να τον ξεφορτωθούνε και για να προλαβαίνει κι όλο το χωριό μαζί να μετακομίζει έτσι ώστε να μην τους ξαναβρεί ποτέ. Όμως, ο λαμπρός αυτός φωστήρ του πνεύματος είχε από τότε έφεση στα μαθηματικά και την αστρονομία. Με μια ματιά στη θέση των πλανητώνε με γυμνό μάτι έβρισκε αμέσως το γεωγραφικό μήκος, ύψος και πλάτος και προσανατολιζόταν με ακρίβεια χιλιοστού. Τί μάγια, τι ξόρκια, πόσες φορές τον έστελναν χωρίς φαΐ στου διαόλου τη μάνα για να ψοφήσει, αυτό το ξόανο πάντα θα έβρισκε τον δρόμο να γυρίσει πίσω. Ποτέ του βέβαια δεν του πέρασε κάτι πονηρό απ’ το μυαλό. Μια μέρα των ημερών που λες, ενώ ήταν ήδη 6 χρονών, τον έστειλαν να σκουπίσει την έρημο. Καθώς σκούπιζε χαρωπός καμαρωτός έφτασε ξάφνου στο Σατόρι* χωρίς προκαταρτικά (όπως συνηθίζει άλλωστε), και αναλογίσθη «πρέπει να ακολουθήσω τον δρόμο μου». Πέταξε τη σκούπα...και έφυγε για πάντα. Έτσι όλο το χωριό ηρέμη. Καθώς ανέβαινε τα Ιμαλάια είδε ένα πράγμα σαν άθρωπο μπροστά του να κατεβαίνει και ο θρύλος λέει ότι μούγκρισε.


Αφού μουγκρίσανε, γκανίσανε, γαβγίσανε κι αναπαράξανε ότι άλλο ήχο ξέρανε από το οικογενειακό τους περιβάλλον ο χ.ζ. και ο c.c. γίνανε φίλοι. Γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν, ταίριαξε η χημεία τους που λένε. Στα ατέλειωτα βοσκοτόπια του Κιργιστάν και στα χλιδάτα εστιατόρια του Κιότο ανταλλάχτηκαν μπουκιές, όνειρα και ιδέες. Στους σιδηρόδρομους της Μασσαχουσέτης το 1850 και στην Μοσχοβίτικη τηλεόραση (επί Χρουστσώφ), ατσάλωσαν μπράτσα, θέληση και κορμοστασιά. Το χαμηλής ποιότητας κλάμπινγκ της Μπαγκόγκ τους δίδαξε να είναι δεμένοι. Η Κέρκυρα ήρθε στην περίοδο που κι οι δυο τους χρειάζονταν κάτι βαθύτερο: να γνωρίσουν το Σπύρο Γκικόντη* . Ήρθε σαν σίφουνας και τους άλλαξε τα πάντα: έσκισε τον Όμηρο, πέταξε τον Οβίδιο, μακέλεψε το Σωκράτη: Ήταν η εποχή της «βαριάς, αγελαδινής λογοτεχνίας». Οι τόνοι βιβλίων που υποκρίθηκαν πως διάβασαν για να το παίζουν έξυπνοι, διαβασμένοι και μάγκες σε όλους και ιδιαίτερα σε όλες, δεν τους έκαμε να λησμονήσουν τον πρώτο, αγνό εαυτό τους: τα μουγκανίσματα και τις κραυγές, που ήταν η δροσερή πηγή από την οποία αντλούσαν την αρμονία της μαγευτικής τέχνης τους. Έτσι λοιπόν συνέχισαν να τραγουδούν γκαριστά, μουγκανητά και βελάζοντας σε καθημερινή βάση και με θαυμαστή επιμέλεια. Μόνο για ένα διάστημα χωριστήκανε όπου ο c.c. έφυγε για να βρεί λέει κάτι κλειδιά που είχε χάσει. Αφού γύρισε όλο τον κόσμο (Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο) βοηθώντας στην κουρά και στο ζευγάρωμα, όπου εχρειάζετο, ψάχνοντας και καλά τα κλειδιά του, ξαναγύρισε στον χ.ζ., αλλαγμένος, μα και ίδιος ταυτόχρονα.


Ζώντας ο ένας τον άλλο τόσα χρόνια ανακάλυψαν να μην τα πολυλογώ ένα πολύ σημαντικό κοινό τους στοιχείο: ένα όνειρο που τριβέλιζε το κεφάλι και των δυονών από τις πρώτες μέρες του βίου τους και αφορούσε μια ημερομηνία, την 31η Μαίου 2008. Επρόκειτο για την καταστροφή του κόσμου; Την έλευση του Αντιχρίστου, όπως μερικοί ακόμα ονομάζουν το διαδίκτυο; Κομήτες; Εξωγήινοι; Κινέζοι μικροπωλητές; Απάντησις καμιά. Αφού δεν κατάφεραν να βγάλουν συμπέρασμα για πολύ καιρό, έφτασε τελικά το βράδυ προ της σημαδιακής μέρας. Τίποτα. Ξημέρωμα. Τίποτα. Μεσημέρι. Τίποτα. Ξάφνου κάτι κινείται. Μια ζουμερή δεσποινίς με κοντό φουστανάκι και βιβλίο του Μπορίς Παστερνάκ κατάσαρκα στο φιλντισένιο κόρφο της διασχίζει τον απέναντι δρόμο. Αυτό ήταν. Το ραντεβού με την έμπνευση είχε εν αγνοία τους τηρηθεί. Τα τηλέφωνα έπεσαν βροχή. Μπορεί ο Μπορίς; Μπορούν -είπαν- κι αυτοί. Μέσα σε δυόμιση δεύτερα η απόφαση είχε παρθεί: Νέος ηλεχτροκίνητος τόπος ντεμέκ δημιουργίας, κατά βάσην όμως γνωριμιών, ας μην το κρύβουμε πια Γιώργο, με 12.000 κλικ μηνιαίως, στην πλειοψηφία τους όλα θηλυκά. Το όνομα αυτού: ΤΟΡΠΙΛΑ, φυσικά γυναικείο, σύμφωνα με την τσαχπίνικη διάθεση των δημιουργών του. Έτσι τώρα εμφανίζομαι δημοσίως ΕΓΩ, η ΤΟΡΠΙΛΑ, που μέσα από το στόμα αυτών δυο χαζοχαρούμενων που νομίζουν πως κάτι κάνουν αν και είναι για φάπες, για πολλές φάπες, φέρνω μηνύματα και ήχους σε σας από μια άλλη, μακρυνή διάσταση στο σιδερένιο μου περίβλημα που άλλοτε έσπερνε μόνο τον πανικό.



--------------------------------
* η φώτιση στο Ζεν Βουδισμό
** Η λεπτομέρεια αυτή ασήμαντη ίσως στον αναγνώστη, κοσμοϊστορικής σημασίας όμως για εμάς.



Κείμενο που υπαγορεύτηκε από την ίδια την Τορπίλα στα θλιβερά φερέφωνά της, τον c.c. και τον χ.ζ., που το συνέγραψαν (ή νομίζουν πως το συνέγραψαν) από κοινού και επί ίσοις όροις, με αφορμή τον ένα χρόνο πλεύσης της Τορπίλας στο δίκτυο.
.......

25/5/09

Η ΕΝΤΟΛΗ

ΠΕΜΠΤΗ
Στο εργοστάσιο και σήμερα όλα λειτουργούσαν ρολόι. Οι μηχανέςείχαν ξεκινήσει πρωί πρωί, οι εργάτες ήταν γεμάτοι όρεξη για δουλειά, οι επιστάτες δεν κουράζονταν να μας εμψυχώνουνγια καλύτερη παραγωγή λέγοντάς μας λόγια όπως: “σκάσε και δούλευε” ή “μήν κάθεσαι ρε μπάσταρδο”,συζητώντας μεταξύ τους για ποδόσφαιρο και τσόντες, και οι αφέντες μας ήταν εκεί, στο πόστο τους.
Οι αφέντες είναι μια παράξενη και απόκοσμη σχεδόν κάστα ανθρώπων για μας τους εργάτες. Ποτέ δεν καταλαβαίναμε τι πραγματικά θέλουν αλλά επειδή έχουν καλύτερο μορφωτικό επίπεδο από εμάς πάντα διαισθανόμασταν ότι κάτι ξέρουν που εμείς δεν το γνωρίζουμε. Κάθονται μόνοι τους, δεν γελάνε πολύ, συχνά σκύβουν σε κάτι πιάτα κι ύστερα σηκώνονται ρουφώντας τη μύτη τους, έχουν χαλαρή σχέση με τη θρησκεία, όταν τρώνε δεν μιλάνε, και που και που λιώνουν χαρτονομίσματα και παράγουν κάποιον χυμό ο οποίος σύμφωνα με επιστήμονες είναι δυναμωτικός. Για να το πίνουν κάτι θα ξέρουν όπως προείπα.
Όπως κάτι θα γνώριζαν όταν απέλυσαν σαράντα-δύο εργάτες κι εργάτριες την προηγούμενη εβδομάδα. Η δικαιολογία ήταν η “κρίση”. Εγώ μέχρι τότες γνώριζα την κρίση που πιάνει τη γυναίκα μου όταν κάνω μπύρες όλα τα λεφτά μας και την κρίση που με πιάνει όταν παίζει ο γαύρος. Αλλά είπαμε ότι έιμαι χαμηλής επιμορφ
ώσεως.
Έχω τελειώσει την τετάρτη δημοτικού με άριστα παμψηφεί και είπα να αφήσω το σχολείο τώρα που είμαι στα φόρτε μου για να με θυμούνται με ψηλά το κεφάλι (το δικό μου). Όχι σαν κάτι άλλους που πάνε γυμνάσια και λύκεια και με το ζόρι π
ερνάνε τις τάξεις. Τέλος πάντων, σήμερα στο εργοστάσιο είχαμε εκπλήξεις.
Από το μεγάφωνο ηκούσθη η φωνή του αφεντικού των αφεντικών. “Το Σάββατο πεντέμιση όλοι στο γραφείο μου να σας περάσω έναν έναν”. Μόλις τέλειωσε η ανακοίνωση έρχεται ο Μίκυ δίπλα μου και μου λέει “να πάμε μαζί;”. “δε μπορώ ρε
Μίκυ, έχω μια υποχρέωση και θα ξεμπερδέψω μετά τις έξι”. “να την ακυρώσεις”. “γιατί;” “γιατί το είπε ο κύριος διευθυντής και πάει άσχημα να μην πάμε και πιο νωρίς μη σου πω”. Σ' αυτό το τελευταίο συμφώνησε κι ο Πακιστανός απέναντι ο οποίος πριν δύο χρόνια έχασε το δάχτυλό του στην μηχανή αυτή που δουλεύει ακόμα αλλά με τον καιρό μας πείσανε και μας κι αυτόν τον ίδιο ότι είναι σημάδι από τη γέννησή του.
Καθώς έβγαινα απ' το εργοστάσιο βλέπω τον ένα καραφλό επιστάτη αραχτό στο μηχανάκι του να πίνει καφέ και να ρουφάει ένα αυγ
ό, για να γλυκάνει η φωνή ώστε να μπορεί πια με στεντόρεια δύναμη να μας εμψυχώσει και αύριο. Κείνη την ώρα πέρασε μια πανέμορφη γυναίκα μπροστά μας κι ένιωσα και μένα και τον καραφλό να μένουμε ακίνητοι κι όλο το είναι μας να τρυπώνει κάτω απ' τα ρούχα της και να στροβιλίζεται σαν τρελό γύρω απ' το κορμί της και μέσα της. Αυτό για ένα δευτερόλεπτο. Μετά ο καραφλός μονολόγησε: “θα σε γαμούσα αλλά βιάζομαι”. Ύστερα από τρεις ώρες σηκώθηκε απ' το μηχανάκι.

ΣΑΒΒΑΤΟ 4:00
Έχω αγωνία.

ΣΑΒΒΑΤΟ 6:00
Είμαι έξω απ' το γραφείο. Αυτή τη στιγμή περνάει τους Πακιστανούς. Εμάς τους έλληνες του τρίτου τομέα που υπαγόμαστε στο δεύτερο γραφείο και στην πέμπτη ελεγκτική επιτροπή και έχουμε πάνω από 7000 ένσημα θα μας περάσει ομαδικά στις έξι και τέταρτο.
Η ώρα έφτασε, μπήκαμε με ήδη κατεβασμένα τα βρακιά μας και στηθήκαμε για να μην χρονοτριβούμε μιας και ο αφέντης έχει μίτινγκ μετά. Αφού μας πέρασε όλους από δύο φορές, τον Μίκυ τρεις, αφού τον ευχαριστήσαμε κι αφού ο Μίκυ του δήλωσε πως ήταν πολύ αναζωογονιτικό όλο το σκηνικό και υποσχέθηκε να πηγάινει κάθε εβδομάδα εθελοντικά για να αναζωογονείται, φύγαμε. Κείνη την ώρα που φεύγαμε μπήκε ένας παπ
άς που θα τον περνούσε κι αυτόν αφού δεν είχε καταπαυθεί η όρεξή του αφέντη μας.
Με τον παπά του βγαίνουν τα πρώην κομμουνιστικά σύνδρομα μιας και κάποτε άνηκε σε κομμουνιστική οργάνωση που έβαζε μπόμπες στην χούντα και στάχτη στα μάτια τα δικά μας. Κι όσο περνούν τα χρόνια τόσες περισσότερες μπόμπες έβαζε τότε. Κάθε φορά που έφερνε παπά στο εργοστάσιο κάθως τον περνούσε του φώναζε:

ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ Ή ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ; ΛΕΓΕ ΡΕ.

Και μετά ο παπάς απαντούσε βαρβαρότης. Και δώστου τα χαστούκια στον παπά και σκισμένα τα ράσα και σπασμένα εξαπτέρυγα, ηφαίστιο ο αφέντης μέχρι να φτάσει στην απόλυτη ηρεμία. Αν ο παπάς έλεγε σοσιαλισμός τότε ο αφέντης ξενέρωνε τη ζωή του και τον έδιωχνε. Τότε καλούσε να έρθει η γυναίκα του που είχε τελειώσει το κατηχητικό.

ΚΥΡΙΑΚΗ
Κάθομαι σπίτι. Σκέφτομαι το χθεσινό, σκέφτομαι την εθελοντική προσφορά του Μίκυ, τους επιστάτες, την μοναξιά μου, τον αχόρταγο αφέντη, ότι αύριο είναι δευτέρα, τα λεφτά που είναι λίγα, τον χυμό από τα λεφτά που πίνει ο αφέντης, την απογοητευμένη γυναίκα μου. Κάθομαι σπίτι. Βλέπω τηλεόραση, η γυναίκα μου χαμένη στο υπνοδωμάτιο και δεν έχω όρεξη ούτε να την χαϊδέψω ούτε να μιλήσουμε, προτιμώ το ποδόσφαιρο. Κάθομαι σπίτι κι όπως πλησιάζω την μπύρα στο στόμα μου σκέφτομαι ότι κάτι ίσως να μην πηγαίνει καλά με τη ζωή μου.
.......

20/5/09

Κάποια στιγμή, μόνη

Με σφιγμένη την καρδιά στο πάτωμα
την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο.

Με το ακουστικό κρεμασμένο ανάποδα
τη φωνούλα να μιλάει ακατάληπτα.

Με τα χέρια ριγμένα στα γόνατα
τα μάτια καρφωμένα στο τζάμι.

Με τα δέντρα έξω και τον αέρα
που φυσούσε
////////////////στις κορφές
από πάντα.


.......

8/5/09

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΜΟΥ

1.Η κηδεία θα γίνει σε μοναστήρι διακτινισμένο μες στη θάλασσα.
2.Ένας μαέστρος θα διευθύνει το μοιρολόι του κοινού αλλά πρώτα, την ώρα που θα μπαίνει το φέρετρο στο χώρο της κηδείας όλοι θα γελάσουν για ένα δευτερόλεπτο πολύ δυνατά.
3.Γκραφιτάδες θα κάνουν διάφορα γκράφιτι στις πλευρές του φερέτρου.
4.Θα επιλεχθεί ένα άτομο από το κοινό το οποίο θα διαβάσει Μπορίς Βιάν, το “Φως των σπόρ” και πέντ' έξι μαντιναδάκια.
5.Θα παίξει σαξόφωνο ο Bill Clinton και θα μπορεί να χρησιμοποιεί το φέρετρο σαν τασάκι.
6.Απαγορεύεται η yoga
7.Στη μέση της κηδείας τον παπά θα τον πάρει ο ύπνος. Τότες θα με βγάλετε απ' το κοφίνι για να κοιμηθεί ο έρμος κανά δίωρο κι ύστερα με ξαναβάζετε μέσα.
8.Το κρασί θα ρέει άφθονο και η μπύρα αλλά και η βότκα όπως και το νερό από τους σπασμένους σωλήνες . Θα υπάρχει catering με πλούσιο μενού για όλα τα γούστα ακόμα και μενού διαίτης. 15Euros το άτομο 10 το φοιτητικό και 5 το παιδικό.
9.Γυμνές χορεύτριες θα τρίβονται πάνω μου αλλά εγώ τίποτα. Βράχος ηθικής.
10.Όσοι δεν θέλουν να έρθουν να το δηλώσουν από πριν γιατί ο αριθμός των καθισμάτων είναι περιορισμένος.
11.Μετά το πέρας της τελετής με βάρκες θα κατευθυνθούμε στην στεριά όπου θα θαφτώ δίπλα στη θάλασσα καθώς το κοινό θα τραγουδάει το “επεράσαμ' όμορφα” και συνθήματα του Ολυμπιακού.
12.Αφού γίνει κι αυτό θα επακολουθήσει ανοιχτή συζήτηση παρουσία του σκηνοθέτη όπου θα τεθούν θέματα για τις τεχνικές λήψης και το κατά πόσον ήταν τα κάδρα πετυχημένα.Αν ο σκηνοθέτης κριθεί ανίκανος θα επαναληφθεί η διαδικασία με άλλον.
13.Όσοι είναι σκεπτόμενοι θα καταλάβουν τη ματαιότητα της ζωής. Θα ξεχωρίσουν από το στηριγμένο πηγούνι στο δεξί χέρι.
14.Οι παρευρισκόμενοι που ανήκουν στον χώρο της αριστεράς θα τσακωθούν μεταξύ τους για το πλαίσιο του ψηφίσματος καθώς και για το κατά πόσο η κηδεία αυτή ήταν ένα καταναλωτικό νεοφιλελευθεριάζ
ον σόου.
15.Το μοναστήρι θα ξαναδιακτινιστεί, οι παρευρισκόμενοι θα φύγουν κι επιτέλους θα αναπαυθώ εν ειρήνη. Αι στο διάολο μπλιο κι εξεβαρέθηκά σας.
.......

4/5/09

Υποσημείωση (σε ένα πόλεμο)

Σπάει ο ουρανός θρυμματίζεται
διαλύεται ο ήχος
κομμάτια κι η εικόνα που φεύγει

-θα σας σφάξω


Αγριεύει η μέρα κλονίζεται
συντρίβεται η νύχτα
σκληρές βελονιές στα πλευρά της

-θα σας τσακίσω


Σιωπηλά τρέχει το αίμα σκορπίζεται
στoιβάζεται η λύσσα
ταξιδεύουν τη νύχτα πουλιά

-και τώρα θα ζήσω




. .......