13/1/24

Ο ΜΠΕΤΟΒΕΝ

    Μια φορά κι έναν καιρό, ο Μπετόβεν με τον μπαμπάκα του πήγανε στα πρόβατα. Ο Μπετόβεν με νοήματα, γιατί ήταν μουγγός, έδειξε ότι ήθελε ν' αρμέξει τα ζώα.  Όμως ο πατέρας του αρχικά ήταν ανένδοτος επειδή δεν του 'χε εμπιστοσύνη έτσι ατζαμής και καμπούρης που ήταν. Με τα πολλά όμως τον λυπήθηκε και του το επέτρεψε. Ο μικρός το καταχάρηκε, κι αυτό συγκίνησε τον πατέρα που σχεδόν δάκρυσε σκεφτόμενος 

"έχει γίνει πλέον άντρας, λεβέντης ολόκληρος κι εγώ του φέρομαι ακόμα σαν μικρό παιδί. Αυτός θα είναι το στήριγμά μου και δείχνει μεγάλη προθυμία για τις δουλειές. Δεν πρέπει να μαι άδικος μαζί του"

  Αμέσως ο μικρός έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά αλλά επειδή ήταν άτεχνος και απότομος σε λίγη ώρα άρχισαν οι προβατίνες να διαμαρτύρονται και να προσπαθούν να αποδράσουν απ' τα χέρια του. Ο πατέρας του για μιας ξέχασε ό,τι σκεφτόταν λίγα λεπτά πριν και τρέχοντας προς το μέρος του τού έριξε δυο σφαλιάρες με αποτέλεσμα να προσγειωθεί η κεφάλα του μέσα στον κουβά με το γάλα.

  - Δε σου 'χω πει ρε μπετόβλακα πώς πρέπει ν' αρμέγεις; Τα ζώα τώρα πονάνε και δε θα κατεβάζουν άλλο. Φύγε από μπρος μου.

   Όταν σηκώθηκε ο μικρός έκανε να τρέξει κι εκεί έφαγε και μια κλωτσιά, η οποία τον εκνεύρισε υπερβολικά. Κατευθύνθηκε τρέχοντας προς το χωριό κι όταν έφτασε στο σπίτι διοχέτευσε όλο τον θυμό του στο να γράψει την ενάτη συμφωνία του. Δεν έφαγε και δεν κατάλαβε πότε γύρισε ο πατέρας του, πότε βράδιασε και πότε ξημέρωσε ο κόσμος. Τελικά τα ξημερώματα, αποκαμωμένος κοιμήθηκε πάνω στις παρτιτούρες του τελευταίου μέρους.

   Μόλις που 'χε αποκοιμηθεί, μπούκαρε ο μπαμπάκος του στο δωμάτιο για να τον ξυπνήσει. Ήταν όμως τόσο εξουθενωμένος που δεν κατάλαβε τίποτα απ' τις φωνές του. Ο πατέρας του είδε τις παρτιτούρες και έγινε έξω φρενών. Τις πήρε και τις έδωσε στις αίγες να τις φάνε.

   Μετά από τρείς ώρες ξύπνησε ο μουγγός Μπετόβεν και σαν τρελός γύρευε τα χειρόγραφά του. Αμέσως έτρεξε στο χειμαδιό όπου διαμαρτυρήθηκε έντονα στον πατέρα του ο οποίος του ανταπάντησε

 - Πρώτα γράφουμε την πρώτη συμφωνία, μετά την δεύτερη, έπειτα την τρίτη, κατόπιν την τέταρτη, ύστερα την πέμπτη, μετά και μετά την έκτη, αν έχει πάει καλά μέχρι εκείνη τη στιγμή συνθέτουμε την έβδομη, σχεδιάζουμε την όγδοη και την καθαρογράφουμε και στο τέλος γράφουμε την ένατη. Δεν ξεκινάμε απ' την ένατη συμφωνία. Γι' αυτό θα κοιμάσαι στο στάβλο για ένα μήνα.

    Το επόμενο πρωί όταν έφτασε ο μεγάλος Μπετόβεν στον σταύλο είδε όλα τα ζώα να είναι έξω, άυπνα, με μύξες στο στόμα και σε απόσταση βολής απ' τα ροχαλητά του μικρού Μπετόβεν. Ο μεγάλος Μπετόβεν πήρε την κατσούνα του και μπήκε στον σταύλο έξαλλος για μια ακόμη φορά. Έριξε τρεις κατσουνιές στον μικρό που κοιμόταν στ' άχερα ξυπνώντας τον. Του είπε

  - Βρε ανεπρόκοπο ντουγάνι, όλα τα ζώα είναι έξω κρυωμένα κι εσύ ροχαλίζεις σα βόδι. Άμε να τα μαζέψεις και να τα ταΐσεις. 

   Ο μικρός απ' τον φόβο του κατουρήθηκε πάνω του αλλά κατάφερε μετά από δυο ώρες να μαζέψει όλα τα ζώα μέσα στο μαντρί. Όταν κάτσανε να φάνε, ο μεγάλος που είχε ηρεμήσει τον νουθέτησε

  - Από 'δω και πέρα θ' αφήσεις τις μουσικές και τις μαλακίες και θ' ασχολείσαι μόνο με την ποιμενική ζωή. Ακούς; Σ' αγαπώ. Γι' αυτό σε δέρνω. Για να γίνεις άνθρωπος. Μόνο έτσι θα στρώσεις. Και θα βγάλεις απ' το μυαλό σου τη Λεονόρα, αφού βρε κακομοίρη έτσι που είσαι, γυναίκα δεν πρόκειται να βρείς. 

  Μετά έβαλε στοργικά το χέρι του στο κεφάλι του μικρού και συνέχισε πιο μαλακά

 - Θα γίνεις πολύ καλός βοσκός. Άσε τ' άλλα για τους άλλους.

   Και μετά του ριξε μια γροθιά στην καμπούρα.

 Τότε,  άξαφνα, τα μάτια του μικρού έλαμψαν από μια σπίθα που γεννήθηκε εντός του. Είχε φωτιστεί. Αυτή η στιγμή ήταν σαν μια αναγέννηση, κι έτσι έστρωσε, καταλάγιασε, κι εξελίχθηκε σ' έναν ζηλευτό βοσκό.

 

.......