26/11/10

Χανιά - Πρέβεζα 1 - 0

Θάνατος
δεν είναι οι κάργιες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια.

Θάνατος
δεν είναι οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος
είναι το λεωφορείο για Κίσσαμο απ΄το ΚΤΕΛ Χανίων
Αύγουστο μήνα στους 39 βαθμούς το θερμόμετρο
και γύρω σου καθυστερημένοι τουρίστες να βαστάνε
χάρτες και ψηφιακές μηχανές
πανέτοιμοι για Φαλάσσαρνα και Πλατανιά.

Αυτό είναι θάνατος, Κώστα μου.

Αυτό.
.......

19/11/10

ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ

Όταν επισκέφθηκα πρώτη φορά το σπίτι που βρισκόταν μόνο του στο δάσος είδα τον γέρο να στέκεται μπροστά στην αμυγδαλιά που το λευκό της ράγιζε το άγριο πράσινο των κυπαρισσιών . Η κόρη ξοπίσω του σκούπιζε το κεφαλόσκαλο ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον πατέρα της. Είχε τον φόβο να μην πάθει τίποτα σοβαρό μιας και βρισκόταν σε πολύ προχωρημένη ηλικία και έπασχε από αμνησία. Δεν την αναγνώριζε σχεδόν ποτέ και αυτός ο καημός βάραινε σαν άγκυρα πλοίου την νεαρή η οποία παρά την ηλικία της φαινόταν πολύ μεγαλύτερη. Αυτή η άγκυρα ίσως ήταν η αιτία που ένιωθε ανίκανη να φύγει απ’ το σπίτι.
Έκατσα πάνω στην κεραμιδένια ταράτσα του σπιτιού ξέροντας ότι δεν θα με δουν. Παρατηρούσα τον γέρο ακίνητο να ψιθυρίζει στην αμυγδαλιά, το μόνο υπαρκτό αντικείμενο με το οποίο είχε πια επικοινωνία αφότου πέθανε η μητέρα του. Αφού μίλησε στο δέντρο έσκυψε το κεφάλι του, το πλησίασε κι έβαλε το αυτί του στον κορμό του ακούγοντας μάλλον την απάντηση. Ύστερα σαν χαμένος γύρισε πολύ αργά το κορμί του έτσι ώστε να κοιτάζει το σπίτι και σιγα-σιγά πλησίασε την πόρτα παρατηρώντας σαν να ήταν πρώτη φορά σ’ αυτόν τον χώρο, τις λεπτομέρειες της. Την ξυλόγλυπτη γραφή και τα παράθυρα τα σαπισμένα. Ήθελα να του φωνάξω να προσέχει μην παραπατήσει και πέσει αλλά δεν θα άκουγε κι έτσι δεν προσπάθησα. Η κόρη τον έμπασε μέσα κρυφοκλαίγοντας κι αυτός άθελά του σκληρός την κοίταζε σαν να ήταν κάποιος άγνωστος. Αυτή έκατσε να φτιάξει το μεσημεριανό σιγοβρίζοντας την τύχη της. Αργότερα, την βαθιά νύχτα σκυμμένη μπρος σε κάποια εικόνα ενός θεού εκλιπαρούσε συγχώρεση για την μεσημεριανή της αδυναμία.
Την άλλη μέρα το πρωί πήγε να κόψει ξύλα και την ακολούθησα κρυφά. Όταν μπήκε μέσα στο δάσος άρχισε να κλαίει πάλι κι έπεσε στο χώμα αδύναμη για κάθε εργασία. Ήθελα να την πλησιάσω και να της χαϊδέψω τα μαλλιά αλλά εκείνη την ώρα που σκεφτόμουν αυτό ένας λύκος την πλησίασε και της μίλησε με ανθρώπινη φωνή.
« Είσαι πολύ όμορφη αλλά εγώ πεινάω. Λυπάμαι το δάσος που θα ξεστολιστεί απ’ τα κάλλη σου, αλλά…» και έκανε κίνηση προς αυτήν.
- Μη σε παρακαλώ. Έχω πατέρα γέρο και πρέπει να τον προστατεύω.
- Δε θα σε λυπηθώ.
- Πρέπει να με καταλάβεις, είπε σηκωμένη για λίγο στα πόδια της. Ύστερα ξαναέπεσε κάτω.
Ύστερα από λίγη σκέψη ο λύκος είπε.
- Ωραία θα κάνουμε μια συμφωνία.
- Τι;
- Θα μου φέρεις τον πατέρα σου εδώ σ’ αυτό το σημείο το απόγευμα να τον φάω.
- Είσαι τρελός;
- Άκου με.
- Όχι, και κίνησε να φύγει.
- Έτσι κι εγώ θα χορτάσω κι αυτός θα ελευθερωθεί από τα γερατιά του κι εσύ απ’ το βάρος του.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια η μικρή σταμάτησε τον βηματισμό της. Γύρισε προς αυτόν και χωρίς δάκρυα στα μάτια πια, στεκόμενη για λίγη ώρα αμίλητη είπε:
- Εντάξει. Το απόγευμα.
Η απάντησή της με ξάφνιασε. Την ακολούθησα μέχρι το σπίτι. Τώρα πια τραγουδούσε σχεδόν χαρούμενη. Μάλλον ανάλαφρη. Αυτό με εκνεύρισε πολύ.
Το απόγευμα πήρε τον πατέρα της και κινήσανε για το μέρος που ήταν ο λύκος, χωρίς ο γέρος να γνωρίζει τίποτα. Όταν έφτασαν εκεί η κόρη πήγαινε πάνω κάτω περιμένοντάς τον ανήσυχη. Ο πατέρας καθισμένος σε μια πέτρα ήταν ήρεμος. Κάποια στιγμή αυτή είδε ότι ο λύκος βρισκόταν ξαπλωμένος ανάμεσα στους θάμνους. Τον κάλεσε ψιθυριστά αλλά αυτός δεν αποκρίθηκε. Τότε τον πλησίασε και είδε πως ήταν νεκρός. Σφαγμένος στον λαιμό. Φοβισμένη πισωγύρισε κλαίγοντας κι αναθεματίζοντας την τύχη της. Πήρε τον πατέρα της και γρήγορα τον οδήγησε στο σπίτι τραβώντας τον σχεδόν. Τότε εγώ βρέθηκα δίπλα στον λύκο κοιτάζοντας τους να απομακρύνονται. Κείνη την ώρα ακόμα το αίμα του έβαφε τα χείλη μου. Όταν έφτασαν σπίτι ο γέρος μπήκε μέσα κι η κόρη σκυμμένη στη μέση της αυλής κοιτούσε με μίσος την αμυγδαλιά. Πήδηξα απ’ την ταράτσα κι ορμώντας πάνω της την τράβηξα με δύναμη στο δέντρο που τόσο μισούσε, χωρίς αυτή να καταλάβει τι την έσπρωξε. Την έβαλα μέσα στην κουφάλα του δέντρου αφού της έσπασα τα χέρια και τα πόδια και έκλεισα την τρύπα με πέτρες και ξύλα.
Ο γέρος δεν κατάλαβε τίποτα. Την είχε ξεχασμένη ούτως ή άλλως. Ύστερα από δύο μέρες ασιτίας μιας και δεν μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό του, πέθανε. Το πνεύμα του βγήκε έξω στην αυλή κι έκατσε στην πέτρινη καρέκλα. Τότε τον πλησίασα αργά χαμογελώντας. Αυτός σηκώθηκε κι έπεσε στην αγκαλιά μου κλαίγοντας σαν μικρό παιδί. Αφού αγκαλιαστήκαμε για πολύ ώρα χαιδεύοντας τα όμορφα μαλλιά του όπως έκανα όταν ήταν μωρό μου είπε: «Μητέρα πάμε να φύγουμε» Συμφώνησα σιωπηλά και τον οδήγησα προστατευτικά στον κόσμο των πνευμάτων.
.......

13/11/10

Καμπιέλο

(Το Καμπιέλο είναι η παλαιότερη συνοικία της πόλης της Κέρκυρας)

Πανύψηλοι τοίχοι, πατζούρια όμορφα σκουριασμενα ήρεμα,
ο σωρός σκουπίδια ένα μπόι,
ένα κάρο κλειδωμένο αιώνες

Ένα παράθυρο χτυπάει ψηλά στο ετοιμόρροπο χτίριο,
κουρέλια κρεμασμένα - κι όμως είναι για στέγνωμα
στην πλατεία παντού αμάξια,
μια εκκλησιά με το φως έξω αναμμένο

Πλατεία Ταξιαρχών και μια κόκκινη κορδελίτσα ν΄ανεμίζει.
2η πάροδος Τιμοξένους (ποιος να ‘ταν άραγε ο Τιμοξένης)
πανέμορφες αυλές, λουλούδια, καρέκλες,
κάγκελα φυλακής στα παράθυρα

Στο καφενείο μέσα κλεισμένοι βλέπουν μπάλα στο «Πλάσμα».
«ΧΡΩΜΑΤΑ, ηλεκτρικά / υδραυλικα» και δίπλα το ακριβό εστιατόριο
με ακόμα πιο ακριβές απόψεις για την ομορφιά
απίστευτο που το μαγαζί με τα υδραυλικά είναι πιο όμορφο

Πλησιάζω σιγά στην πλατεία που πέρσι έμενε ο Θωμάς,
και πρόπερσι, φέτος στο Βερολίνο,
πριν πέντε χρόνια εδώ ο Πασχάλης

Σε μια παλιά πόρτα το σκαλιστό πρόσωπο ενός Αιγύπτιου
κοιτάει πέρα, -τι παράξενα χαριτωμένη ιδέα
από το στενό τοίχο ακούγονται αλβανικά,
η γειτονιά άλλαξε στάτους
η βυζαντινή εικόνα ενός αγίου δε με κάνει να νιώσω καλύτερα

Σε μια μικρή πλατεία ένα στρογγυλό τραπεζάκι,
θες δε θες θα σου αρέσει ο απογευματινός καφές
θα ξεχάσεις για λίγο τα πάντα στην παλιοκαρέκλα σου

Περνάω τώρα κοντά από το σπίτι που μένει φέτος η Ιωάννα,

τι σπάνια κοπελιά
όμορφο κτίριο με παλιές ξύλινες πόρτες,
κοιμήθηκα ένα βράδυ πριν καιρό εδώ

Σ’ ένα στενό δίπλα ένας γέρος κοιτάζει όρθιος κι ακίνητος
τις πλάκες του δρόμου, το τίποτα,
τον ξαφνιάζω και βιαστικά φεύγει

Ένα κορίτσι με ασπροκόκκινη στολή
μαζεύει έξω από το σούπερ μάρκετ τη συγκομιδή της ημέρας,
έναν ατέλειωτο σωρό από σκουπίδια και χαρτόκουτα,
δίπλα της τύποι φωνάζουν.

Παιδιά που παίζουν μπάλα
ένα μικρό παντοπωλείο, μανταρίνια στα καφάσια,
κι άλλα σκουπίδια παραδίπλα

Σε αρχαίο μπαρ του λιμανιού, κλειστό τώρα σφαλιχτά,
η σκουριασμένη ταμπέλα καλεί:
«ΟΙΝΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ ΙΘΑΚΗΣ ΚΑΙ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΙΔΩΝ»
και χαμηλά τα τουριστικά, η αισθητική του εμπορίου
μαζική παραγωγή πραγμάτων μοναδικών

Παιδάκια παίζουν κρυφτό στην πλατεία Λεμονιάς
τα άσπρα μάρμαρα πριν δυο χρόνια σαν να την ξεψύχησαν
οι μικρές λεμονιές μεγαλώνουν κι αυτές αργά
η μπογιά η δική μου στα σκαλιά πριν από τέσσερα χρόνια
ακόμα αντέχει

Κι άλλα βήματα προς την πλατεία, έξω από τα στενά,
ακολουθώντας κάποιο τυχαίο νήμα

Κι όλες τούτες οι λέξεις σκόρπιες και κομμένες
από ηχογραφήσεις στο κινητό
σε μια βόλτα στο Καμπιέλο της Κέρκυρας
το Πάσχα του 2010.


.......

5/11/10

TO ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Ο Ποπάυς κι ο αγοραφοβικός πατέρας του Φοίβος περπατούσαν στον δρόμο τρώγοντας αμέριμνοι τα καροτάκια τους. Ο Φοίβος, ως συνήθως, κρατούσε μαζί του κι ένα ντουλάπι στο οποίο κρυβόταν όταν έβλεπε πάνω από δύο ανθρώπους μαζί και είχε μια δραστηριότητα που ενοχλούσε τον γιό του. Ο Ποπάυς, του οποίου τη ρώμη ζήλευαν πολλοί αλλά το μυαλό κανείς, προχωρούσε με τον γνωστό του άγαρμπο τρόπο ρίχνοντας οτιδήποτε τύχαινε να βρεθεί κοντά του. Ήταν βλάκας κι όταν προσπαθούσε να σκεφτεί κατουριότανε (περιττό να πω ότι ήταν δυσκοίλιος).
Στο δρόμο συνάντησαν μια γριά φαφούτα και στραβή η οποία δείχνοντας προς το μέρος ενός κοτετσιού φώναξε «Κλεραστρηφςςς». Αμέσως ένα περιπολικό σταμάτησε κι ένας τρίμετρος ντέτεκτιβ που βγήκε απελπιστικά αργά απ’ το παράθυρο σταμάτησε τον πατέρα αλλά και τον γιο και τους πήγε στην γριά.
-Αυτοί είναι;
-Εεεεε;
-Αυτοί σου έκλεψαν το δαχτυλίδι;
-Αυθοιμουκλαπερεσάντρο.
-Ώστε έτσι. Πάρτε τους μέσα.
Τότε ο Ποπάυς διαμαρτυρήθηκε λέγοντας «Μα αυτή είναι φαφούτα και στραβή. Πώς μας είδε;» Κείνη την ώρα κατουρήθηκε πάνω του και δύο θαλάσσιοι ελέφαντες τον οδήγησαν στο τμήμα.
Στο τμήμα βρίσκονταν γύρω στους 10 αστυνομικούς και ο κακόμοιρος ο Φοίβος κλείστηκε μέσα στο ντουλάπι του σκεφτόμενος «εδώ είναι πολύ όμορφα και ζεστά» ενώ ο γιός του που είχε ξεχάσει τι είχε συμβεί έτρωγε ήσυχος όσα καροτάκια είχαν περισσέψει.
Τρείς κρατούμενοι που καθόταν δίπλα του είχαν την εξής κουβέντα:
Α: εγώ 20 χρονών είχα πάρει το πτυχίο της σχολής.
Β: εγώ στα 19 πήρα υποτροφία για το καλύτερο πανεπιστήμιο της Ευρώπης
Γ: εγώ στα 17 μου πήγαινα στρατό και στο καλύτερο πανεπιστήμιο του κόσμου όπου ήμουν ο καλύτερος.
Α: στα 16 μου έκανα διδακτορικό βοηθούσα τον πατέρα μου στο χωράφι και αρίστευα στο ωδείο.
Β: στα 15 μου είχα πτυχίο στην κιθάρα, διδακτορικό και δούλευα πυροσβέστης.
Γ: εγώ δεν πήγα καθόλου γυμνάσιο και λύκειο. κατ’ ευθείαν απ’ το δημοτικό με στείλανε στο Χάρβαρντ και είχα 500 στρέμματα ελιές και 200 πρόβατα.
Α: Τι λέτε τώρα ρε; Σε μένανε; Δεκατριών χρονών έκανα σύνθεση είχα 500 πρόβατα κι έκανα φροντιστήριο στον διευθυντή του σχολείου.
Β: Μόνο μαλακίες ακούω εδώ μέσα. Όταν ήμουν 11 είχα φροντιστήριο, ήμουν επίτιμος δημότης της πόλης είχα βγεί σε πανελλήνιο διαγωνισμό ομορφιάς πρώτος είχα 1000 πρόβατα και μ’ είχαν δεχτεί στο καλύτερο πανεπιστήμιο του γαλαξία.
Γ: Είστε γελοίοι και οι δυο. Στα 9 μου είχα παντρευτεί και είχα δυο παιδιά, πλήρωνα διατροφή στην πρώην γυναίκα μου και είχα πάρει τον μεγαλόσταυρο ανδρείας. Έκλεψα 5000 πρόβατα και παράλληλα ήμουν μπάτσος, μουσικοσυνθέτης και λέκτορας στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Πήγαινα ταυτόχρονα στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στην δουλειά, ετοίμαζα τη διατριβή μου και πρόσεχα το τρίτο μου παιδί. Δεν μου άρεσε η ομελέτα κι όταν έτρωγα συγχρόνως, ετοίμαζα τον προϋπολογισμό του κράτους και…
Τότε κόπηκε η συζήτηση γιατί ένα γλοιώδες υγρό είχε μουσκέψει τα πάντα. Ήταν ο Ποπάυς που έκλαιγε και με ένα τεράστιο παράπονο που είχε σφηνώσει στα χείλη του είπε «Εγώ δεν έχω πάει στο σκολείο».
- Δενεφτρε. Ειντραδιδρυμόκο πουχειχαρετόθει. Επαδαρωτρικασιαχρονιασιάνα.
- Γριά!!! Μιλάς σοβαρά; (είπεν ο αστυνόμος).
Ο Ποπάυς που είχε σταματήσει να κλαίει τον ρώτησε τι είπε η γριά. Ο αστυνόμος δεν κατάλαβε την ερώτηση. Μετά την δέκατηπέμπτη διευκρίνιση κι αφου του την εξήγησε η γριά, του είπε:
- Η κυρία Αγάπη λέει ότι αυτό το δαχτυλίδι δεν είναι αυτό που γυρεύουμε αλλά το δίδυμο του που έχει χαθεί εδώ και 800 χρόνια. Όποιος έχει και τα δύο είναι παντοδύναμος.
Τότε όλοι πάγωσαν. Γίνανε αγάλματα και η γριά αμέτρητες εικόνες διασπαρμένες και διαμελισμένες από μαγνητικά πεδία Γρηγοριανών ύμνων. Ο Ποπάυς σηκώθηκε ρίχνοντας από πάνω του τα γαρύφαλα που του πέταξαν οι άνθρωποι της προηγούμενης στιγμής. Ο Φοίβος βγήκε απ’ το ντουλάπι του συνεχίζοντας την δραστηριότητα που ενοχλούσε αφάνταστα τον γιο του.
Αμέσως κατευθύνθηκαν στην γέφυρα. Εκεί ο Φοίβος είπε το ανέκδοτο με τον Σταύρο τον ρινόκερο που την πάτησε από τον σκορπιό Αγησίλαο. Αφού γέλασαν ασταμάτητα ήρθε ο Κόναν. Αυτός φορούσε το άλλο δαχτυλίδι. Ο Φοίβος συνωμοτικά είπε στον Ποπάυ «πάρ’ του το ρε. Μην είσαι μαλάκας. Παρ’ το ρε να γίνουμε κατακτητές του κόσμου.» Και κλείστηκε στο ντουλάπι του. Τότε ο Κόναν αστραπιαία άρπαξε το δαχτυλίδι του γιου του Φοίβου. Αφού τα κοίταξε καλά, τα έστρεψε προς την Ανατολή. Όταν βρέθηκαν στις σωστές συντεταγμένες με τον ήλιο το φεγγάρι και την δυσκοιλιότητα του βλάκα τότε έγινε έκρηξη και σκοτώθηκαν όλοι, και η γέφυρα μαζί. Ο Φοίβος, που είχε γλιτώσει από την πανούκλα των βοοειδών, γλύτωσε κι απ’ την έκρηξη και συνέχισε να κλάνει ανενόχλητος. Έζησε για πάντα μόνος και ευτυχισμένος στην ανύπαρκτη πια γέφυρα.
.......