27/12/09

Από την Τορπίλα με αγάπη κι ευκές

Βγάλαμε βιβλιαράκι με τα κείμενά μας στολισμένο και με σκιτσάκια δικά μας. Από τις εκδόσεις Φωτοκόπια, που τις έχουμε και τις διαχειριζόμαστε εμείς. Μπορείτε να το προμηθευτείτε αν στείλετε στοιχεία διεύθυνσης στο tibanator@hotmail.com ή μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ.

Κι αυτό επειδή εμείς στην Τορπίλα πιστεύουμε ότι ο πολιτισμός δε σταματάει όταν κοπεί το Ίντερνετ (άλλωστε πρώτα ήρθαν οι εκδόσεις Φωτοκόπια και μετά το ιστολόγιο). Γιαυτό προτείνουμε να το κατεβάσετε και να το εκτυπώσετε να το έχετε και μελλοντικώς. Η τελευταία σελίδα του έτσι κι αλλιώς, θα σας πείσει.

Ως τώρα από τις εκδόσεις Φωτοκόπια έχουμε βγάλει άλλα δυο βιβλιαράκια, που μπορείτε να τα προμηθευτείτε κι αυτά ταχυδρομικά. Ψηφιακά τα δυο τελευταία, δεν υπάρχουν.
Καλή χρονιά λοιπόν και χρόνια πολλά όπως λένε...

χ.ζ. - c.c.


ΥΓ: Γράφτε σχόλια αν δε δουλεύει καλά το λινκ να ξέρουμε.


.......

17/12/09

Σαν σε όνειρο

Σαν σε όνειρο
τη φιλούσα
σαν σε όνειρο
χάιδευα το πρόσωπο
έλεγα λόγια
δάγκωνα τα χείλη
αυτή γέλαγε
μ΄άφηνε
φυσούσε πνοή ζεστή
οσμή βαθιά
μα γλιστρούσε
κι έφευγε
εγώ
έσφιγγα το στήθος
άγγιζα τον ώμο
κάποτε
κρατιόταν από πάνω μου
να στηριχτεί
-μα έφευγε έφευγε έφευγε
πόναγα απ΄αυτήν
λυπόμουν
την έσφιγγα
σαν σε όνειρο
με τα δυο μου χέρια
την έβλεπα να λάμπει
την έβλεπα να ανατέλλει
ήμουν
ένα μοναχικό
πλάσμα
ένα μικρό φτωχικό σκοτάδι
δίπλα της
ήμουν για λίγο
μέσα της
για λίγο
μέσα σαυτήν
στην καρδιά της.


.......

11/12/09

Πλατεία Βενιζέλου

Σε μια μέθη ανάμεσα
τσικουδιά κρασί και κάτι ανεκπλήρωτο για πάντα
προχωράω στο δρομο
σε κοιτάω δυο ώρες
σφίγγω τις γροθιές
όμως δε θα χαλαρώσουν ποτέ
τρέχω γρήγορα γιατί
γύρω φυσάει νοτιάς
πρόβα λέει σε μιάμιση ώρα
(βαριέμαι λίγο)
στην πλατεία διάφοροι
ξένοι
ένας εδώ άλλος εκεί
στην άκρη οι μαύροι μόνοι τους
τους ντρέπομαι
δεν ξέρω τι να κάνω
ένας με βλέπει κατεβάζω το βλέμμα
με τον άλλο χαμογελάμε μαζί
τα δόντια του τεράστια
πεταγμένα
όπως οι άνθρωποι από τα κακοτράχαλα μέρη
τα ορεινά
έφτασε εδώ στη θάλασσα
θα κατεβώ προς την παραλία τώρα, στο ταβερνάκι
με περιμένουνε κάτι κορίτσια
από τη δουλειά
θα φάω απλά και ζεστά
όπως θα ήθελαν δηλαδή αυτοί στην πλατεία
να νιώσω τύψεις άραγε
σκέφτομαι τη μοίρα μου
μια ανατολίτικη σαφώς σκέψη
σκέφτομαι τη μοίρα αυτών
-έλα τώρα σοβαρέψου-
βαδίζω γρήγορα
γιατί ψηλά άρχισε να αστράφτει
δυστυχώς δε μπορώ να κάνω πολλά
αλληλεγγύη
βέβαια, ναι,
αλλά κι η πείνα πείνα
-να δώσεις λεφτά!-
καλά ηλίθιος είσαι;
να μιλήσω σε κάποιον
τουλάχιστον
ευγενικά, όχι σαν την κοπελιά
στην κούριερ:
«ΟΧΙ»
ανάγωγη και αυτόχθονη
δε γύρισε καν να τον κοιτάξει
ντράπηκα σαν
ας πούμε Έλληνας
που μιλάει τη γλώσσα αυτή
μετέφρασα ήρεμα
του είπα
κι έφυγα μετά
με το φουσκωμένο δέμα μου
να το ανοίξω σπίτι
να πάρω τα βιβλία και τα γλυκά
που μουστειλε από το σπίτι
η μάνα μου
γιατί φοβάται πάντοτε
ότι αλήθεια
περνάω πολύ δύσκολα

.......

28/11/09

Πάτρα - Κέρκυρα, με το πλοίο (2/8/08)

Όταν το βράδυ ξύπνησα στο κατάστρωμα μετά από δυο ώρες ύπνο, σε είδα να κοιμάσαι ήρεμα στο απέναντι παγκάκι χωμένη σ΄ένα σκούρο μπλε σλίπινγκ μπαγκ. Είχες έντονα βαμμένα μάτια και μπόλικα σκουλαρίκια, ενώ οι βυσσινί σου κάλτσες ξεχώριζαν κρεμασμένες έξω, προς το διάδρομο. Ήρθες και ξάπλωσες δίπλα μου την ώρα που εγώ κοιμόμουν, και για κάποιο λόγο σκέφτηκες πως η άδεια αυτή θέση πλάι μου σου έκανε, ανάμεσα σε πάρα πολλές άλλες. Άνοιξα τα μάτια και είδα κατευθείαν το πρόσωπό σου. Προσπάθησα να ξανακοιμηθώ, αλλά είχες τα χαρακτηριστικά όλα των κοριτσιών που με αγγίζουν αμέσως, οπότε ο νυσταγμένος μου ενθουσιασμός δε θα μπορούσε να μ΄αφήσει έτσι εύκολα αν δεν έκανα κάτι. Πήρα λοιπόν το τετράδιο κι άρχισα να γράφω.
Φορούσες ένα μαύρο μπλουζάκι κι ένα στενό σκούρο παντελόνι και τα μαλλιά σου μπερδεύονταν στο πρόσωπό σου χαρίζοντάς σου μια ομορφιά αθώα κι ανεπιτήδευτη. Είχες βάλει κι εσύ για προσκεφάλι μια τσάντα ακριβώς ίδια με τη δικιά μου, μόνο σε διαφορετικό χρώμα (ξεβαμμένο κόκκινο εγώ, χακί εσύ), παραγεμισμένη όπως κι η δικιά μου με λιγοστά ρούχα, που κοίταζε σαν τη δικιά μου ακριβώς προς την ίδια κατεύθυνση. Είχαμε επίσης το ίδιο ύψος.
Αυτή η σιωπηλή, σχεδόν στρατιωτική μας συμμετρία θα με έκανε αυθόρμητα πριν από 100 χρόνια να σε φωνάξω «συντρόφισσα», με όλη τη ζεστασιά που η λέξη αυτή μπορεί κάποτε να κουβαλούσε και να σε κοιτάξω κατευθείαν στα μάτια (χε! σου άρεσε μάλλον το τελευταίο γιατί μόλις το έγραψα άλλαξες πλευρό δείχνοντάς μου το λαιμό σου). Σήμερα όμως θα σε αποκαλούσα απλώς με το όνομά σου, προσπαθώντας να μη βάλω στο βλέμμα μου τίποτα από τον ενθουσιασμό που ίσως ένιωθα για να κερδίσω πιο απλά και άμεσα την εμπιστοσύνη σου.
Κρίμα όμως που μια τέτοια στιγμή μεταξύ μας δεν πρόκειται να έρθει ποτέ. Δε μου αρέσει να κάνω πίσω, αλλά να, η μόνιμή μου η συντρόφισσα δε θα χαιρόταν και πολύ για μια τέτοια προοπτική, οπότε λέω τώρα μάλλον να ξανακοιμηθώ -και πού ξέρεις! ίσως σε λίγο να ξυπνήσεις εσύ, και να γράψεις λέει κι εσύ ένα παρόμοιο κείμενο πάνω απ΄ το δικό μου σώμα που θα ανασαίνει ρυθμικά δίπλα σου.
.......

21/11/09

ΓΟΛΓΟΘΑΣ

Η τεράστια χελώνα ανέβαινε τον λόφο με πολύ αργό βηματισμό. Ο λόφος ήταν περίφημος για το χαμηλό, ξερό αλλά και συνάμα επιβλητικό δέντρο που στεκόταν μόνο του στην κορφή. Το δέντρο ήθελε να φτάσει η χελώνα, κάτι που την είχε κάνει να περπατάει ασταμάτητα εδώ και βδομάδες ερχόμενη από τα συμπιεσμένα σύμπαντα και τις διαστρεβλωμένες ημέρες του μακρινού τόπου της. Το βάδισμά της τράνταζε την πλαγιά και ξύπνησε τα δαιμόνια που κοιμόντουσαν για αιώνες μέσα στο χώμα. Αιώνες είχε να πλησιάσει ζωντανό πλάσμα την περιοχή και κάποιοι περιπατητές του Μεσαίωνα όπως ο πατήρ Καντρόλιρχος κι ο Νεφομίρ Εσφάν, από μακριά μόνο, αντίκρυσαν τον λόφο. Δεν τόλμησαν ούτε να προσπαθήσουν να τον διασχίσουν ξέροντας τις ιστορίες για τα δαιμόνια. Μονάχα ο αέρας τον χαϊδεύει κι όταν πλησιάζει την κορφή προσέχει και σβήνει. Κι ο Θεός όταν το βλέμμα του σμίγει της γης, στο σημείο εκείνο χαμηλώνει τα μάθια του από ντροπή για τα έργα του.
Σιγά σιγά η χελώνα έφτασε στη μέση της διαδρομής κι εκεί σταμάτησε λίγο για να ξαποστάσει. Τα δαιμόνια την παρακολουθούσαν ανελλιπώς ανέκφραστα κι ακίνητα. Τίποτα δεν ακουγόταν παρ’ εκτός το λαχάνιασμά της. Σε λίγο σταμάτησε κι αυτό. Από καιρό σε καιρό κοιτούσε το δέντρο και σαν να έπαιρνε κουράγιο συνέχιζε την πορεία της με λιγότερες κάθε φορά δυνάμεις. Η συνεχής εναλλαγή κρύου και ζέστης, προνόμιο κι αυτό του λόφου, εξαθλίωνε τον τεράστιο αυτό περιπατητή. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να κατέβει, άλλωστε η κατάβαση είναι πάντα πιο εύκολη. Σε κάποιον ετοιμοθάνατο ήλιο όταν συνάντησα τον Θεό κατατρεγμένος από τα άστρα,μου ψιθύρισε ότι κάποιο έγκλημα είχε κάνει κι ήθελε να αυτοτιμωρηθεί. Γι’ αυτό μάλλον δεν έφευγε σκέφτηκα, στον τελευταίο ρόγχο του νεκρού πια ήλιου. Συνέχισε λοιπόν το βάδισμά της με περισσότερα αυτή τη φορά διαλείμματα. Κοίταξε προς τα κάτω με κάποια περιφρόνηση σαν να είχε φτάσει σε κάποιο ανώτερο επίπεδο ύπαρξης, ύστερα έσκυψε το βλέμμα της προς τα πόδια της. Πληγωμένα τα βρήκε και ξεθεωμένα κάτι το οποίο μέχρι τώρα δεν το είχε ξανασκεφτεί. Όση ώρα έμεινε ακίνητη τα πλάσματα του λόφου είχαν βγει από τις τρύπες τους κι από μακριά παρακολουθούσαν. Καθόταν και συζητούσαν χλευάζοντάς την κι όταν αυτή προχωρούσε από μακριά, κι αυτά ακολουθούσαν, πολλές φορές χειροκροτώντας ειρωνικά. Αυτή δεν έδινε σημασία σερνόμενη στην κορφή. Ο ήλιος από καυτός που ήταν το ένα δευτερόλεπτο έδινε τη θέση του στο ψύχος που μπορούσε να νεκρώσει τα πάντα. Η λάσπη και η βρώμα όσο πλησίαζε την κορφή γινόταν αφόρητες, κι εγώ γελούσα γιατί τα γουρούνια με δίδαξαν να καθαρίζομαι στις λάσπες.
Η χελώνα έφτασε στην κορφή κι ήθελε τρία βήματα για να φτάσει το δέντρο. Όμως ανήμπορη όπως ήταν έπεσε κάτω χωρίς να μπορέσει να ξαναπερπατήσει. Το κεφάλι της στην αρχή το έτριβε γρήγορα στο χώμα μπας και καταφέρει να ξυπνήσει τα ακίνητά της μέλη. Γρήγορα κι αυτό έμεινε ακίνητο. Ένας κόμπος στον λαιμό, δάκρυα στα μάθια στη θέα του ξερού μα επιβλητικού χαμηλού δέντρου, γέννημα λανθασμένων αστρικών υπολογισμών και μνησικακίας. Τα δαιμόνια στάθηκαν πάνω απ’ το κορμί που θα ικανοποιούσε την πείνα τους, χειροκροτώντας την, ξανά, ειρωνικά.
.......

19/11/09

Κάποτε στη Γη

Και ξαφνικά,

σαν ανέκφραστος οπλισμένος άγγελος απ΄το μέλλον

έφτασε στη Γη

η Εποχή της Πληροφορίας.



.......

8/11/09

Εις Επαρχία

Aνηφορικός δρόμος
εις επαρχία.
Σπίτια κολλητά - διαστάσεις των ίσες -
πατζούρια καλουπωμένα.
Εις καθένα το χρώμα καφέ δεσπόζει ίσως κίτρινο
αυτό της ώχρας ή το χρώμα εδάφους εκείνου.

Λεν σε κάποιο ή σε μερικά κατοικούσαν αγνώστοι
μυστήριοι εργένηδες ιατροί ή άλλοι χρόνια διάφορα
χωρίς μη ένα επισκέπτην
- καιροί παρελθόντες. Μετά ανεχώρησαν -
πήραν ελάχιστα - δε θυμάμαι προς πούθε
μπορεί να τραβήξαν.

Εις προαύλια -αν δύνανται τέτοια- αγκάθια δεσπόζουν
πλατύ το σκαλί
περβάζι με άχυρα η πλάκα αποπάνω - ώρα να μπαίνουμε.

Σανίδες με μούχλα - διάδρομοι σκιεροί -
βελόνες μαγνητισμένες σκουριασμένα εξαρτήματα.
Βαλίτσα στο πάτωμα λιγοστά ποτήρια να μας σκοπεύουν,
οι ένοικοι ζούσαν λατρεύοντας ρέμβη ποθώντας ίσως τη μέθη.
Μετά έφυγαν -η ζωή των θα ήτο άλλη.
Μετά εταξίδεψαν -άνευ ανθρώπων, μα και σιμά τους.

Εις ύψος τρανόν όρος τέλεια δένει με τας ερήμους οικίας.
Οι οροφές των από εδώ φαντάζουνε κήποι φαντάζουν τοπία
αλλόκοτης φύσης - μα ώστε έτσι να είναι;

Ο ουρανός τριανταφυλλής με νέφη χορού το ζεστό
ετούτο απόγευμα
οι μύγες πετούν τα σπουργίτια γυρίζουν
οι σαύρες αργήσανε

και ο Χρόνος, ο Ίδιος,

εργάζεται εμπρός μας
για όλους

και για τον καθένα μας.
.......

30/10/09

Το μήνυμα δεν εστάλη

Είμαι στον καναπέ
εδώ και μιάμιση ώρα
έξω αρμενίζουν συννεφάκια
έχω να σου στείλω μήνυμα
από χτες
το πρωί
θα γκρινιάζεις πάλι
αργώ βλέπεις να κλείσω και τα εισιτήρια
για Χριστούγεννα
όμως βαριέμαι πολύ τα ψαξίματα
στις αεροπορικές, τι να κάνω
οπότε φυσικά δικαιολογείσαι
όχι μόνο να γκρινιάξεις
αλλά να μου κλείσεις
ακόμα
και το τηλέφωνο.




.......

24/10/09

Γάζα

Επικεφαλής της μονάδας εγκαυμάτων του νοσοκομείου
Αλ Σίφα στη Γάζα, τόνισε ότι, αν και δεν έχει εξοικείωση
με το φώσφορο, πολλοί από τους τραυματίες φέρουν
«παράξενα εγκαύματα. Είναι πολύ βαθιά και δεν μοιάζουν
με εγκαύματα που έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε».


Ένας ψεύτικος ήλιος λάμπει σήμερα
ψηλά στον ουρανό.
Τα κομμάτια του πέφτουν
μπαίνουν κάτω από το χώμα και καίνε.
Οι σάρκες των ανθρώπων δεν είναι χώμα,
μαζί καίγονται.

Ένας εχθρικός παλλόμενος ήλιος λάμπει σήμερα
ψηλά πάνω στον ουρανό.
Καίει τα μαλλιά, τα μάτια και το δέρμα.
Φτιάχνει στάχτες.

Ετοιμάζομαι τώρα κι εγώ (όπως κι άλλοι)
για την ευθεία που κόβεται στα δυο
χωρίζεται με το ψαλίδι.

Ανεβαίνω στη διπλανή συνοικία
με τις άδειες γκρεμισμένες οικοδομές.

Βρίσκω το μονοπάτι μου - στο χέρι μου κοιμάται
μια παγωμένη πικρή ανατολή.
Βλέπω στο βάθος την καινούρια μέρα
που δε θα ΄ρθει, δεν ήρθε ποτέ.

Εντοπίζω από ψηλά δυο μαύρες κουκκίδες
να ψάχνουν τα σπίτια -
έχουν ασύρματο -
χαράζει.


Θα ξημερώσει γι΄ αυτούς

θα σκοτεινιάσει για μένα.

.......

17/10/09

ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Επιτρέψτε σήμερα να ξεφύγω από τις καθιερωμένες ιστορίες και τα χαϊκού και να γράψω την άποψή μου γι' αυτό το θέμα που παρουσιάζεται στον τίτλο. Γιατί άραγε η χώρα αυτή έχει παράδοση στους ποιητές;
Γιατί όχι τόσο στους λογοτέχνες και στους επιστήμονες; γιατί όχι τέτοια παράδοση στη ζωγραφική και στην γλυπτική; στα δοκίμια, στη φιλοσοφία (αναφέρομαι στους νεοέλληνες) και στον κινηματογράφο; γιατί δεν έχουμε βαριά βιομηχανία, καλό εκπαιδευτικό σύστημα, καλό ποδόσφαιρο, κράτος πρόνοιας; γιατί προσπαθούμε πάντα με κουτοπονηριά και λαμογιές να τη βγάλουμε καθαρή χωρίς να ιδρώσουμε καθόλου; γιατί όποιος είναι λίγο διαφορετικός και θέλει να κάνει σοβαρή δουλειά οι άλλοι τον σαμποτάρουν και για να βρεί την υγειά του αναγκάζεται να βγεί στο εξωτερικό; γιατί παρ' όλο που συμβαίνει αυτό έχουμε γεμίσει ψωνάρες που το μόνο στο οποίο βρίσκουν αξία είναι οι δημόσιες σχέσεις και τα κονέ; γιατί (ξαναγυρνώ στον τίτλο) οι μόνοι που τη γλυτώνουν είναι οι ποιητές;
Γιατί στην Ελλάδα έχει ΖΕΣΤΗ (ναι αυτό που ακούτε)
Η απάντηση ίσως σε σας να φαίνεται γελοία αλλά αφήστε με να σας εξηγήσω.
Το να θές να γράψεις ένα λογοτεχνικό έργο θέλει μεγάλη υπευθυνότητα και σοβαρή δουλειά για να κρατήσεις το νόημα του κειμένου συμπαγές, χωρίς κοιλιές και ακούσιες αλλαγές στην πορεία της ιστορίας. Οι χαρακτήρες πρέπει να παρουσιάζουν μια σταθερή προσωπικότητα όλες τις στιγμές που παρουσιάζονται στο έργο. Χρειάζεται στην αρχή ένα καλό σχεδιάγραμμα για να έχεις γερές βάσεις για την δομή του έργου που σημαίνει ότι δεν ακολουθάς τα δικά σου καθημερινά κέφια.
Αυτά που προανέφερα για την λογοτεχνία ισχύουν με αναγωγές και στις άλλες μορφές τέχνης. Δηλ. π.χ. Ο πιανίστας που μελετά ένα έργο απαιτητικό ή ο συνθέτης που θέλει να φτιάξει μια πρωτότυπη μουσική, δεν έχουν την πολυτέλεια να αφήσουνε για μεγάλο διάστημα την εργασία τους γιατί απλά “δεν αισθάνομαι καλά σήμερα μωρέ” και μετά να πλακώνονται στους φραπέδες.
Ο γλύπτης για την επαφή του με το έργο του παρατηρεί και διορθώνει συνεχώς τη μορφή και τις λεπτομέρειες της κατασκευής του. Ο φιλόσοφος πρέπει πρώτα να διαβάσει πολύ για να έχει σιγουριά για το περιεχόμενο αυτού που έχει να προτείνει, για το αν δηλ. είναι πρωτότυπο ή αν βοηθάει στην εμβάθυνση ή εκλαϊκεύση κάποιας έννοιας και δεν έχει ξαναειπωθεί.
Ποιός είναι ο μόνος που μπορεί να τελειώσει το έργο του σε μια ώρα; (άντε αν έχει οίστρο μπορεί να του φάει δύο μέρες σε χαλαρή κατάσταση). Μόνον ο ποιητής. Και ειδικά στην Ελλάδα βολεύει η ποίηση λόγω ζέστης.


ΕΙΔΗ ΠΟΙΗΤΩΝ

1) Ο Χαλαρός

Καλοκαίρι. Είσαι σε κάποιο νησί και αερίζεσαι δυο μήνες γιατί καταπιέστηκες στο σπίτι σου λες και δούλευες σε οικοδομή. Δεν έχεις τι να κάνεις αφού από το πολύ ξύσιμο έχουνε ματώσει και πιάνεις ένα απλό φύλλο χαρτί Α4 να γράψεις ένα ποίημα (και καλά). Γράφεις μια λέξη στην πρώτη γραμμή και μετά πας από κάτω (εσύ το πληρώνεις το χαρτί; ο Αμαζόνιος την πληρώνει που έχει ξεπατωθεί για σένα.) Χωρίς άγχος. Γράφεις μια λέξη στη δεύτερη γραμμή και ξαναπάς από κάτω κι αν σκεφτείς ότι το ηλεκτρονικό Α4 έχει 24 γραμμές άρα με 24 λέξεις έχεις το ποιηματάκι σου.
Μετά πας στο καφενείο στρίβεις το τσιγάρο σου (μιας κι έχεις ελεύθερο χρονο να σκεφτείς και τα κοάλα στην Αυστραλία) και ρουφάς τον καφέ σου κανα τρίωρο μέχρι να κολλήσει το καλαμάκι στο ποτήρι. Άνετος. Αν ξέρεις και κιθάρα τραβάς δυο συγχορδίες λές κι ένα τραγούδι βγάζεις και γκόμενα (όχι σαν τους άλλους τους αγροίκους που για να ρίξουνε γυναίκα βάζουνε τα σκυλάδικα στο τέρμα). Μετά την επόμενη μέρα κάτω από κανα δέντρο με κιθάρες μπάφους και ένα Α4 γράφεις κι άλλο ποίημα άμα λάχει. Γιατί να κουραστείς με τόση ζέστη;

2) Ο Κουλτουριάρης

Αν δεν είσαι αυτού του στυλ και μένεις Αθήνα Αύγουστο μήνα αλλά από την άλλη δεν την “παλεύεις”, τί πιο εύκολο από την ποίηση. Ασχολείσαι και με κάτι δημιουργικό. Περνά η ώρα βρε παιδάκι μου. Δεν καταλαβαίνεις τι γράφεις και ξέρεις ότι όσο περισσότερο δεν καταλαβαίνεις τόσο πιο κοντά στον στόχο είσαι. Γράφεις το μισό ποίημα κι ύστερα πας σε καμιά παρουσίαση βιβλίου για να βρεθείς με ομοίους σου. Το βραδάκι που έχει λιγότερη ζέστη γράφεις το υπόλοιπο μισό και ξεκινάς και δεύτερο (σαν ένα φίλο που μπορούσε να γράψει δυο όπερες κι ένα διπλό κοντσέρτο μέσα σ' ένα πρωϊνό) το οποίο το τελειώνεις όταν σου ξανάρθει η όρεξη.

3) Ο Δημοσιοσχεσίτης κι ο χάι κλάς κόσμος

Αν έχεις σχέση με τον καλό κόσμο τότε το 'βγαλες το ψωμάκι σου. Θα πουλιέσαι αφειδώς αφού η καλή κοινωνία προτιμά στα ράφια της να έχει ποιητές από λογοτέχνες για να αποφεύγει ενοχλητικές ερωτήσεις του τύπου “με τι θέμα πραγματεύεται αυτό το βιβλίο;” αν είναι δοκίμιο θ' αναγκαστείς ν' απαντήσεις ότι π.χ είναι ένα δοκίμιο για το τάδε θέμα. Ενώ αν είναι συλλογή ποιημάτων λες απλά “είναι μια συλλογή ποιημάτων του τάδε”. Και η απάντηση είναι η εξής “Α”. Κανείς δε θα ρωτήσει παραπάνω. Αν είναι δε κανείς που τον ξέρει, τον αφήνεις να μιλήσει μόνος του για τον ποιητή και προσπαθείς να κρατήσεις κάποιες πληροφορίες για να τις επαναλαμβάνεις.

4) Στιχουργοί

Πολλοί στιχουργοί τραγουδιών ως πονηροί δημοσιοσχεσίτες και αυτόκλητοι θεματοφύλακες της ποιότητος χρησιμοποιούνε την ίδια μέθοδο και ψαρώνει ο κόσμος. Στίχοι που σε πιο κρύες περιοχές της υφηλίου ούτε που θα εμφανίζονταν ποτέ, π.χ.

“ψυχή ψαριού
κορμί γατίσιο”

“είναι δειλός του σαββάτου ο πηλός”

Και άλλα εμετικά.
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
(μπορεί και όχι)

Υ.Γ Άσχετο:
Είχανε πει κάποτε σ' ένα Νορβηγικό συγκρότημα Black metal μουσικής ότι υπάρχει ανάλογη σκηνή και στην Ελλάδα και η απάντησή τους ήταν η εξής «Μα εκεί έχει ζέστη.»
.......

6/10/09

ΒΡΟΧΗ

Κεραυνοί και βροντές χείμαρροι
πάνω σε τοίχους αυτοκίνητα χώματα.
Σημειώνω σκυφτός μαξιλάρι στο πάτωμα
με τριγύρω μου ντάνες χαρτόνια καλώδια
όργανα σπίτια ξεχασμένα αγροκτήματα.
Προσκυνώ κυνικά το μηδέν
με στραβό μου το βλέμμα στο ένα
καθώς πέφτω σε ρεύμα σε βάραθρo
σε βυθούς στροβιλίζομαι-
επιστρέφω ξανά στα χαρτιά.
Υγρασίες σπασίματα πρόσωπα
η ζωή έτσι περνάει έτσι έρχεται
χρόνια τώρα πολλά ξεχασμένη σαν ψάρι
που κοιμάται που ψοφάει σκοτεινά μες στη γυάλα του.
Στο μονότονο κρυφό εργαστήρι
λησμονάει να βρέξει λησμονεί να αγκαλιάσει
προτιμάει να σβήσει και σήμερα πάλι μού ήρθε
πάλι μου έφυγε
καθώς μου ΄πε προτιμάω τη νύχτα προτιμάω το θάνατο.
Προσκυνάμε το θάνατο
αγαπάμε το θάνατο
αγκαλιάζουμε θάνατο
όπως όλοι οι νεκροί που βαδίζουν
στο δρόμο που τρώνε που πίνουν νερό.
Η βροχή σταματάει εγώ συνεχίζω
σαν αυτή να ποτίζω να σκάβω το χώμα
να στοιβάζω τις λέξεις το στήθος να σκίζομαι
αιωνίως στο τίποτα να δίνω αράδες
να δίνω τα κύματα
να προσφέρω φτιαχτό μου το ψεύτικο πρόσωπο.
.......

28/9/09

ΣΤΟ ΧΩΜΑ

Σκάβω σκυφτός αυτό το χώμα
καθώς τα πουλιά αργοπετούν πάνω από το κεφάλι μου αμέριμνα
και τα χόρτα ορχιούνται στη συριστική μουσική του ανέμου

Ιδρώνω γυρισμένος προς τον εαυτό μου
καθώς αυτός, ο αέρας, μου χαϊδεύει αλαφριά την πλάτη και με προσπερνά
και ο σπόρος αναθρέφεται μες στη γης


Καρφώνομαι στο χώμα
καθώς ο χρόνος περνά, κουρασμένος πια κι αυτός,
ξαποστένοντας όλο και περισσότερο πάνω στο κορμί μου

Γυρνώ και επανέρχομαι στο έργο μου
συμπιέζοντας όλες τις άλλες ανάγκες μου καθώς το συνηθίζω
ενώ το κουρελιασμένο σκιάχτρο έχει γίνει ο περίγελος των κοτσυφών

Γίνομαι ένα με το χώμα
καθώς τα ρούχα μου ολοκληρωτικά έχει καλύψει
σφιχταγκαλιάζοντας με

Να ανασσάνω προσπαθώ
σαν να 'ταν η αναπνοή πανάκεια στην ανυπομονησία
της αμφισβητούμενης σοδειάς

Βουλιάζω στο χώμα
ενώ συνεχίζω απερίσπαστος με σφιγμένα χείλη
και πεισματώδη αισιοδοξία την προσπάθεια
ν' ανθίσω τα πάντα γύρω μου

.......

19/9/09

X

Φτύνω κατάμουτρα τον κόσμο που φτιάξαμε.
Έρχομαι εγώ, σήμερα, και του βάζω Χ φτύνοντάς τον στα μούτρα, κρατώντας απ’ το σβέρκο τη φίλη μου H.

Όλο έγραφαν κι έσβηναν οι προηγούμενοι κοιτάζοντας με δέος τους επόμενους.
Όλο έγραφαν κι έσβηναν και τώρα δε θα πίστευαν στα μάτια τους.
Δε θα τολμούσαν να πιστέψουν το μέγεθος του λάκκου που έχουμε πάλι ανοίξει.
Δε χρειάζεται να πω, ξέρουμε όλοι περί τίνος πρόκειται.
Περί ποιου λάκκου ανοιχτού που δεν κλείνει μιλάω.
Προσπάθησε να ελπίσεις. Κι εσύ!
Άδικος κόπος.

Όταν ακόμα και φωτεινοί άνθρωποι ενθουσιάζονται.
Όταν ριγούν με τα μεγάλα καταπληκτικά επιτεύγματά μας,
και με ανοιχτό το στόμα συνεχίζουν να θαυμάζουν.
Όταν ο πρώτος άνθρωπος με εμφυτευμένο τσιπάκι είναι πια γεγονός και κόβει βόλτες ανάμεσά μας.
Και λέει, κανένας χαλασμός κόσμου, όλα καλά,
μπορεί να συνδέεται με το Ίντερνετ κατευθείαν από τον εγκέφαλό του!
Μπορεί να κάνει υπολογισμούς με φοβερή ταχύτητα και να θυμάται ασύλληπτο όγκο πληροφοριών!
Μπορεί να κάνει και delete σε ότι δε θέλει να θυμάται.

Κι ο κόσμος;
Τα ίδια ο κόσμος. Και χειρότερα.
Καπνοί πάντα στο Αφγανιστάν - εκεί φυσάν ηρωίνη στα πρόσωπα
των παιδιών τους.
Για να ξεχαστούν ομαδικά, λογικό.
Μάλλον θα πέθαναν χτες καμιά χιλιάδα στην Αφρική, γενικώς.
Στην Ασία, δεξιά πάνω-πάνω, ζουν, πεθαίνουν, κανείς δεν ξέρει.
Βέβαια δεν υπάρχει και χρόνος.
Δεν υπάρχει χρόνος για τέτοιες λεπτότητες.
Στη Δύση ελευθερία-ευημερία και βέβαια ισονομία.
Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι μπροστά στους νόμους.
Των εταιρειών.

Γι’ αυτό χόρεψε απόψε με το έξυπνο μπιτάκι πολλές φορές,
πάνω κάτω, πέρα δώθε, δεν είναι κι άσχημα.
Χόρεψε, αν δεν το κάνεις μπορεί και να σου στρίψει.
Πιες – μάλωσε - ρίξε ξύλο - φάε ξύλο πολλές φορές.
Τι να κάνεις-τι μπορείς να κάνεις!
Γαντζώσου σε ξένα μέλη πολλές φορές, ναι, σίγουρα, εκεί
είναι η σωτηρία σου.
Γεύσου λίγο σάλιο που ίσως αξίζεις, ίσως όχι,
όσο περισσότερο τόσο το καλύτερο, όσο πιο γλυκό.....και μην σκέφτεσαι τα σύννεφα.
Τα γκρίζα σύννεφα, που θα τα σκοτώσουμε κι αυτά μαζί μας.

Αύριο άλλωστε χαράζει μια νέα μέρα.
Θα ξεκινήσουν όλα κανονικά.
Θα ξεχαστούν πάλι όλα, σαν μια ήρεμη βόλτα στην πλατεία, σαν μια όμορφη φωτογραφία υπολογιστή.

Σαν το τελευταίο κάδρο με όλους μας - κύριος, μη φεύγεις,
η φωτογραφία είναι για όλους εδώ.
Η χαρά είναι μεγαλύτερη όταν τη μοιράζονται όλοι.


.......

10/9/09

ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ(5η ΑΝΑΦΟΡΑ)

Αφού έφυγε και χάθηκε στη στροφή του δρόμου ο νους μου έκανε την αντίθετη διαδρομή και γύρισε πίσω στη λέξη «τρελός». Εγώ τρελός; Αν είναι δυνατόν. Μα αυτή είναι η τρελή της γειτονιάς, αυτή κάθεται μόνη της όλη μέρα στο σπίτι, αυτή ζωγραφίζει ηφαίστεια μέσα στο πράσινο, αυτή κινείται σαν το αερικό και εν τέλει αυτήν αποκαλούν τρελή οι γείτονες.
Εγώ απ' την άλλη, δουλεύω, έχω κοινωνική ζωή, κύρος μεταξύ των συναδέλφων μου και είμαι και αγαπητός στη γειτονιά μου. Άσε που πληρώνω τους φόρους μου και προσπαθώ να 'μαι τυπικός πάντα με όλους. Πώς ένα τετράγωνο μυαλό μπορεί να βρίσκεται εκτός πραγματικότητας. Πώς μπορεί να συγκριθεί αυτή μαζί μου. Μετά από πολύ διεργασία κατέληξα στο συμπέρασμα ότι κανείς τρελός δεν παραδέχεται την παθολογική του κατάσταση συνεπώς μπορεί να λέει ότι θέλει όπως θέλει. Αυτή η σκέψη με συνέφερε* κι έτσι αμέριμνος πήρα τον δρόμο για την κατοικία μου.
Καθώς προχωρούσα προβληματισμένος για το πώς θα καταφέρω να κάνω μια κανονική συνάντηση μαζί της αλλά και χαρούμενος που μου μίλησε μ' αυτόν τον τρόπο, έστω κι αν ήταν κάπως ειρωνική μαζί μου, περπατώντας εντελώς μηχανικά χωρίς να έχω προσέξει καν αν ήταν μέρα ή είχε νυχτώσει ένιωσα μια βαριά απωθητική μυρωδιά να με πλησιάζει.
Σήκωσε το κεφάλι κι έιδα έναν μεσήλικα να μ΄ έχει φτάσει σχεδόν. Ήταν καραφλός, απ' αυτούς που νομίζεις ότι η καράφλα τους είναι αποτέλεσμα αρρώστιας, μιας και ελάχιστα ταλαιπωρημένα μαλλιά βρίσκονταν ανάκατα στο κεφάλι του. Είχε μεγάλη μύτη, ήταν αλλοίθωρος, στραβοπόδης, φορούσε παντόφλες ώστε να φαίνονται τα παραμορφωμένα λιγδιασμένα δάχτυλά του, τα οποία ήταν αναγκασμένος να κοιτάζει συνέχεια λόγω της καμπούρας του κι έβηχε σαν βαριά άρρωστος σκύλος. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος αφού έφτασε το γεμάτο αμηχανία κορμί μου, το οποίο διαπερνούταν κι από ελαφρές διαθέσεις φόβου, μ' ακούμπησε στον ώμο, γέλασε πνιχτά βγάζωντας έναν υψίσυχνο ήχο λέγοντάς μου:
«Ξέρω τί κάνεις, κι αν δεν κάνεις το ξέρω κι αυτό».
Εγώ ξεπερνώντας την αμηχανία και τον φόβο και διασκεδάζοντας με την κακομοίρικη και μίζερη εμφάνισή του τον ρώτησα.
«Τί κάνω δηλαδή;»
«Άμα σε διατάξουνε να κάνεις κάτι που δε θέλεις, νευριάζεις, κοκκινίζεις,σφίγγεις τις γροθιές σου, σκύβεις το κεφάλι και τελικά κάνεις αυτό που σου λένε.»
Μετά άρχισε να γελάει εκνευριστικά κι ασταμάτητα ταρακουνώντας ταυτόχρονα τον ώμο μου. Στην αρχή ήμουν ήρεμος. Σχεδόν αμέσως όμως νευρίασα τόσο πολύ που βγήκα εκτός εαυτού. Τότε, χίμηξα στον λαιμό του, τον άρπαξα βίαια, τον έβαλα σ' ένα στενάκι (ενώ αυτός δεν αντέδρασε καθόλου) και τον πέταξα πάνω σε κάτι σκουπίδια που ήταν σωρός στην γωνία. Κοίταξα γύρω μου αν είναι κανείς κι αφού βεβαιώθηκα πως όχι, έπιασα ένα δισκοπότηρο που βρήκα πεταμένο στα σκουπίδια, κι όπως ήμουν αναψοκοκκινισμένος από την μανία μου άρχισα να του το κοπανάω αλύπητα στο κεφάλι του. Έβαλα τόση πίεση στα χέρια, πονούσα για πολύ καιρό από τότε, με αποτέλεσμα να του το σπάσω εντελώς. Στο τέλος τα κόκκαλα, το αίμα, τα σκουπίδια και το μίσος μου είχαν γίνει όλα μια άμορφη μάζα χωρίς να ξεχωρίζει το κάθε συστατικό. Έστεκα ακίνητος παρακολουθώντας για ένα δεκάλεπτο περίπου το έργο μου. Στην αρχή, σαν μαστουρωμένος που απολαμβάνει την επήρεια του ναρκωτικού, έτσι κι εγώ απολάμβανα την καταστροφή. Όσο όμως περνουσαν τα λεπτα και το μίσος έδινε τη θέση του στις τύψεις άρχισα να αντιλαμβάνομαι την πράξη μου και φοβισμένος έφυγα τρέχοντας από το σημείο του φόνου.Το μόνο που με παρηγορούσε ήταν ότι ο άνθρωπος αυτός φαινόταν πως ζούσε στον δρόμο και σίγουρα, έτσι σκέφτηκα, δεν θα τον έψαχνε κανείς. Οι τύψεις όμως ήταν πιο ανθεκτικες από το μίσος κι έτσι πολλά βράδυα έμενα άυπνος χωρίς να μπορώ να ηρεμήσω.
Το όγδοο βράδυ τελικά κατάφερα ν' αποκοιμηθώ κι ονειρεύτηκα ότι ο Δήμαρχος μου απέμεινε τον Μεγαλόσταυρο του τάγματος των Ιπποτών, παρουσία της μασονικής κοινότητας της πόλης.Αφού φάγαμε με τον δήμαρχο τους υπαλλήλους του δήμου, μου πρόσφερε ένα δισκοπότηρο γεμάτο με αίμα γουρουνιού.
Το πρωί όταν ξύπνησα νέες τύψεις με κυνηγούσαν. Έπρεπε να βρω το εργαλείο του φόνου στο οποίο σίγουρα είχα αφήσει τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα. Ξεκίνησα λοιπόν την προσπάθειά μου προς αναζήτηση του δισκοπότηρου.

*(συνήλθε και σύμφερε. Και οι δύο έννοιες εννοούνται με το συνέφερε)

συνεχίζεται
.......

29/8/09

Τρία μικρά πικρά ποιήματα

Στη Σ.

α.
Στρωτή γροθιά στο στομάχι
όταν δεν υπάρχει στομάχι
ήχος ξερός ανώδυνος
όταν δεν υπάρχει πια μουσική
κύπελλο σπασμένο χρυσάφι
όταν δεν υπάρχουν πια τρόπαια
ποίημα σκισμένο τετράδιο
όταν δεν βρίσκεται πια χαρτί.


β.
Η ώρα θα έρθει και θα είσαι μόνος σου.
Θα κοιτάς τη συννεφιά απ΄ το παράθυρο ενώ
μάτια που ξέχασες
θα βλέπουν σύννεφα αλλαγμένα
από πολύ πιο μακρυά σου.
Θα σκεφτείς τα λεπτά τα πουλιά και κάποιο
γκριζωπό αιωνόβιο δέντρο.
Και θα ΄σαι μόνος.

γ.
Η πόρτα άνοιξε.
Στάλες ειπώθηκαν.
Βροχές εννοήθηκαν.
Ο δρόμος για το φεγγάρι αυτή τη φορά
φάνηκε πολύ μακρύς.
Τα μάτια σφίχτηκαν
σε μια προσπάθεια να αρπάξουν
την ανεμόσκαλα
ενώ αυτή σιγά σιγά
εξαφανιζόταν.


.......

16/8/09

Περί ψυχολογίας

Όταν μια ομορφούλα που μου μιλάει δουλεύει ψυχολόγα,
εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τη γουστάρω.
Κρυφά βέβαια. Kι ανομολόγητα.
Δε θα της το έλεγα ποτέ, δεν είμαι τόσο βλάκας.
Αντίθετα, θα έκανα το παν για να τη γοητεύσω πλαγίως.
Γιουγκ, Λακάν, Άντλερ, όλους θα τους ξεφούρνιζα επίτηδες
για να πετύχω το σκοτεινό όσο και βρώμικο στόχο μου
(να ενώσουμε τις αρρωστημένες ψυχές μας κάτω από το σεντόνι).

Όταν μια ομορφούλα που παίρνει μαζί μου το απεριτίφ της
σε πανάκριβο εστιατόριο δουλεύει ψυχολόγα, είναι ψηλή
και ντύνεται επιτέλους με στυλ, εγώ το μόνο που μπορώ
είναι να της κάνω φιγούρα.
Πολύ έξυπνη βέβαια και λεπτή. Καλοστημένη.
Τόσο ώστε κι αυτή, που είναι μια Επιστήμων,
να μην καταλάβει την ψευτιά.

Και την κατάλληλη στιγμή ΤΣΑΚ! θα τη μαγκώσω.
(Βέβαια κι αυτή άλλο που δε θα θέλει. Θα γίνει ηθελημένα
πιο εύπιστη κι από πρωτοετίνα του παιδαγωγικού.)
Και την κατάλληλη στιγμή ΤΣΑΚ! Θα τις μαγκώσω όλες.
Θα πέσουν όλες, μία προς μία, σαν πρόβατα στο χωριό μου το Πάσχα.

Πού αλλού.

Στο φτωχό πλην παμπόνηρο ντιβάνι μου.


(σύνδεσμοι σε αυτό το κείμενο: «Στο ντιβάνι» του Irvin Yalom)
.......

7/8/09

ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ(4η ΑΝΑΦΟΡΑ)

Την επομένη σηκώθηκα απ' το κρεβάτι πάλι προς το μεσημέρι και πάλι μπερδεμένος. Φαίνεται η επίδραση της ταινίας είχε αρχίσει να μειώνεται και η σχέση λόγου και πράξης ξεθώριαζε απ' την θέλησή μου. Όμως επειδή είμαι αρκετά πεισματάρης και με τον εαυτό μου θυμήθηκα την υπόσχεση που έδωσα λίγο πριν κοιμηθώ και παρ' όλη την αναλγησία μου αποφάσισα να την πραγματοποιήσω.
Το ερώτημα όμως είναι πως θα βρω την κατάλληλη ευκαιρία να την ξαναπλησιάσω, αφού ο βλάκας την προηγούμενη είχα φτάσει κοντά όσο ποτέ και δείλιασα. Αποφάσισα να πάρω πάλι τους δρόμους μήπως και την ξαναπετύχω να ζωγραφίζει το ηφαίστειο.
Ξεκίνησα λοιπόν την περιήγηση στην πόλη, αυτή τη φορά πιο αργά και προσεχτικά .Ίσως η χαμηλή ταχύτητα και η προσοχή να ήταν αιτία που παρατηρούσα σαν να έβλεπα για πρώτη φορά τα πρόσωπα και τα κτίρια που προσπερνούσα σε καθημερινή βάση. Πρόσεξα την αχιτεκτονική σε ορισμένα ενδιαφέροντα κτίρια, κάποια εμβλήματα κατάλοιπα της αναγέννησης, τα παιχνίδια κάποιων παιδιών και την μεγάλη ταχύτητα στο περπάτημα ανθρώπων που βιάζονταν να πάνε στη δουλειά τους. Έτσι είμαι κι εγώ, σκέφτηκα, κάθε μέρα. Γρήγορος, βιαστικός και απρόσεκτος. Πως και δεν τα 'χα δει ξανά όλα αυτά. Συνήθως χάνομαι στις σκέψεις μου και χάνω αυτές τις εικόνες. Όμως, σαν να ξύπνησα απότομα, να, και πάλι τα τελευταία λεπτά κάνω ακριβώς το ίδιο πράγμα που κατηγορώ. Πάλι ξαναχάθηκα και έχασα τον στόχο. Τον στόχο.Τον στόχο πρέπει να έχω συνεχώς στο κεφάλι μου και αν είναι δυνατόν να ταυτιστώ μαζί του.Ξανά επανήλθα, ξανά έψαχνα την Μαρία.
Ένα χέρι νιώθω στην πλάτη μου να μ' ακουμπά τόσο όσο χρειάζεται να νιώσει κανείς το βάρος του ίσα ίσα. Γύρισα να κοιτάξω και ξάφνου βλέπω μπροστά μου την Μαρία. Έγιναν όλα τόσο απρόσμενα απότομα με αποτέλεσμα,σαν μηχανική κίνηση, το σώμα μου να ξεκινήσει να φεύγει, μέχρι που σταμάτησε όσο απότομα ξεκίνησε εξ αιτίας της φωνής της Μαρίας.
-Μ' έψαχνες;
“Μ' έψαχνες;” Αυτή πού το ξέρει; πώς το δειξα; άρα ισχύει το ότι με παρακολουθεί και το ότι το ηφαίστειο είναι τα εσώψυχά μου.
-Γιατί δεν μιλάς; σου 'φαγε η γάτα την γλώσσα;
Εγώ άθελά μου από αμηχανία έκανα κάποια κίνηση κι έβγαλα μια ελαφριά κραυγή από το στόμα μου κάτι το οποίο πρέπει να της φάνηκε ιδιαίτερα αστείο αφού ξεκαρδίστηκε να γελάει.
-Πού το ξέρεις ότι σε έψαχνα; (τελικά εξ αιτίας της αμηχανίας ήμουν απόλυτα ειλικρινής).
-Φαίνεται από το πώς με κοιτάς και με παρατηρείς.
-Συγγνώμη αν γίνομαι αδιάκριτος.
-Δεν γίνεσαι.Απλά μερικές φορές νομίζω ότι είμαι κάποιο έκθεμα σε μουσείο ή κάποιο ανεξήγητο φαινόμενο που προσπαθείς να βρείς το μυστικό της ύπαρξής του. Είσαι κάποιος τρελοεπιστήμονας;
-Όχι.
-Ασχολείσαι με τη μεταφυσική;
-Όχι.
-Με τα ζώδια;
-Αν είναι δυνατόν. Όχι βέβαια.
-Τότε γιατί είσαι τόσο χαμένος; Α... είσαι καλλιτέχνης.
-Ούτε αυτό.
-Ε, με τί ασχολείσαι;
-Ε... βασικά με τίποτα τόσο καλλιτεχνικό ή δημιουργικό. Σε τράπεζα δουλεύω.
-Δε σ' έχω δει με χαρτοφύλακα και γραβάτα ποτέ.
-Μ' έχεις παρατηρήσει πολλές φορές;
-Ναι. Και τί... θες να σου πώ;
-Πώς σου φαίνομαι; εννοώ όχι εμφανισιακά αλλά σαν άνθρωπος. Δηλ...πώς...
Αυτή, από την συνεχόμενη αμηχανία μου ξέσπασε σε γέλια και καθώς απομακρυνόταν από το ακίνητο σώμα μου μου φώναξε.
-Καλά λοιπόν σε λένε τρελό.
“Τρελό;” Έμεινα άναυδος.Εγώ; Εγώ τρελός; Όμως τώρα άμεσα με ένοιαζε να μάθω το όνομά της.
-Πώς σε λένε, φώναξα.
-Δε σου λέω.
-Γιατί;
-Για να ξανασυναντηθούμε. Κοντοστάθηκε για λίγο με κοίταξε κι εξαφανίστηκε απ' τη γωνία του δρόμου.


συνεχίζεται
.......

29/7/09

20

Είκοσι χρόνια κούρασης
συμμάχησαν / γκρεμίστηκαν όλα πάνω απ΄ την μικρή τρύπα που
κοιμάμαι / κατοικώ / διαβιώ / μένω.

Κατεβαίνω περίπατο να με χάσουν / να μείνω εκτός / μόνος ίσως
απόψε να κερδίσω πιθανόν κάποιο χρόνο.

Δρόμοι / πλάκες / φανάρια σήμερα όλοι κάτω γιορτή τραπεζάκια έξω.

Ξύλινο παγκάκι σε πλατεία αργά
μοναξιά / ησυχία άρα / άρα ξεκούραση.

Ξαπλώνω πάνω σε ξύλινο παγκάκι
με δέος / θράσος άστεγος στη θέση του Αστέγου.
Πάνω δέντρο ψηλό κοιτάει με βλέμμα υπομονετικό / αμίλητο / στωικό
θορύβους / ήχους / φωνές που έρχονται / έφτασαν / θα φτάσουν.
Στην πλάτη βρεγμένο ξερό ξύλο στηρίζει στεγνό ξερό σώμα
τρίζοντας
θέλω / πρέπει σίγουρα να γίνουμε τελικά απόψε ένα.

Αδερφέ νεκρέ ξύλο
πιες κατράμι από τη σπονδυλική στήλη που σε ακουμπάει
μαύρο κατακάθι / άχρηστο υγρό χρόνιας / χθόνιας υπερλειτουργίας
στις στεγνές σου ίνες
κάντο χυμό κρύο / γεμάτο παλλόμενη ζωή νερό μετέτρεψέ το.

Πάρε / δημιούργησε σκληρό κρύσταλλο / καθαρό μέταλλο / αγνό σώμα
δώρο στοργικό δικό μου προς τους πριν από μένα / μετά από μένα
νέους / γέρους / αγνώστους / ευγενείς / άρπαγες
ανθρώπους εποχών άλλων / εποχών ίδιων
από κάποιον που ποτέ δεν υπήρξε /
ποτέ δεν ήρθε /
δεν πέρασε στα σίγουρα ποτέ από δω.-

.......

20/7/09

ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ(3η ΑΝΑΦΟΡΑ)

Προς το παρόν όμως την τρέλα φαίνεται πως την γλιτώνω. Την μοναξιά μου όμως όχι. Γι' αυτό λοιπόν είπα να δω τηλεόραση.Θα 'χει άλλους να μιλάνε και δε θα χρειαστεί να συμμετάσχω, κάτι το οποίο με κουράζει αφάνταστα. Μια Ιαπωνική ταινία διάλεξα να δω, που λέγεται “Χαρακίρι”. Χαρακίρι που σημαίνει αυτοκτονία. Η ταινία παρουσίαζε έναν πατέρα ο οποίος για να εκδικηθεί την ατιμωτική αυτοκτονία που επέβαλαν στον γιό του σε κάποιο ανάκτορο παρουσιάστηκε ο ίδιος ως κάποιος που ήθελε να αυτοκτονήσει, και κατά τη διάρκεια του δράματος απεκάλυψε την πραγματικότητα κι εκδικήθηκε μέχρι που σκοτώθηκε ο ίδιος.Τι αυτοθυσία, τι πάθος και πίστη. Τι έλλειψη πολυλογίας κι ανάληψη γενναίων αποφάσεων με καθαρό παρ' όλ' αυτά μυαλό. Είχα κατενθουσιαστεί. Το βασικότερο όμως στην ταινία ήταν η συγκάλυψη της όλης σφαγής από τον ίδιο τον άρχοντα. Οι νεκροί πέθαναν από αρρώστια είπε κι όχι από σπαθί. Κι έτσι όλα ξανατοποθετήθηκαν στην θέση τους, από τα πράγματα του παλατιού μέχρι την μνήμη και την συνείδηση.Κι όμως μέσα σ' αυτό το μεγαλείο και την συγκινητική ατμόσφαιρα μια μικρή λεπτομέρεια μου έκανε πολύ εντύπωση. Ο πατέρας αναφέρθηκε στο προμύνημα που ένιωσε για τον θάνατο του γιού του και το τοποθέτησε χρονικά στην ώρα του σκύλου. Δεν γνωρίζω ποιά είναι αυτή η ώρα ακριβώς αλλά με την όλη ατμόσφαιρα του έργου, έμεινε στο μυαλό μου σαν κάποια νυχτερινή ώρα με εφιαλτικά σημάδια. Εκτός αυτού σαν έκφραση από μόνη της λειτούργησε σαν εικόνα μέσα μου και μού δινε την άισθηση της απειλής, της ανασφάλειας, της αγωνίας και της φυγής. Αμέσως σηκώθηκα από τον καναπέ και βρέθηκα αμέσως έξω από το σπίτι.
Στο δρόμο θυμήθηκα πως είχα διαβάσει ότι ο Τσώρτσιλ φοβόταν τα μαύρα σκυλιά και τα θεωρούσε κακούς οιωνούς, το ανέκδοτο του Χίτλερ για τον μαύρο σκύλο του, “Τα μαύρα σκυλιά” ένα βιβλίο κάποιου Άγγλου συγγραφέα που τα παρουσιάζει κι αυτός με την σειρά του ως κακούς οιωνούς. Μαύρα σκυλιά, νύχτα, μαύρη μαυρίλα.Κι εκεί που γρήγορα δρασκέλιζα τον δρόμο με την άκρη του ματιού μου είδα μια γυναίκα να κάθεται σε μια γωνιά. Σταμάτησα. Ήταν η Μαρία, καθόταν σ' ένα παγκάκι στον δημοτικό κήπο και ζωγράφιζε. Λέω, να αυτή είναι η ευκαιρία, πράξεις κι όχι πολλές ανούσιες σκέψεις, όπως στην ταινία. Την πλησίασα δειλά κάνοντας τον άνετο περιπατητή, τον φυσιολάτρη αλλά φαίνεται πως δεν μπορούσα να υποδυθώ εντελώς και σκόνταψα δυο τρείς φορές. Παράξενο, όταν προχωράω γρήγορα δεν σκοντάφτω ποτέ. Τελικά κατάφερα να ισσοροπήσω και την πλησίασα αθόρυβα από πίσω να δω τί ζωγραφίζει. Φαντάστηκα ότι αφού κάθεται σ' ένα παγκάκι στον κήπο παρακολουθώντας τα αμέτρητα δέντρα που την πλαισιώνουν, θα είχε διαλέξει ένα μικρό μέρος του περιβάλλοντος αυτού για να αποθανατίσει. Αντ' αυτού όμως δεν ζωγράφιζε τίποτα τέτοιο παρ' εκτός ένα τεράστιο ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Ε, είναι εντελώς τρελή, σκέφτηκα, και μου έφυγαν όλες οι τύψεις που είχα μέχρι εκείνη τη στιγμή για την χρήση της λέξης αυτής. Γέλασα πνιχτα και διασκέδαζα με το άσχετο της παλλέτας. Καλά γιατί δεν έκατσε σπίτι της να κάνει τον πίνακα αυτόν παρά ήρθε στον κήπο; Ξαναγέλασα. Μετά όμως νευρίασα με τον εαυτό μου γιατί σκέφτηκα ότι με την ζέστη που έχει σήμερα μόνο ο κήπος σου προσφέρει δροσεράδα για να κάνεις μια καθιστική και πνευματική εργασία με την ησυχία σου. Εκτός αυτού το πώς είχε αποδώσει το ηφαίστειο και το πώς σου μετέδιδε την αγωνία της έκρηξης(πολύ πιο εύκολο θα ήταν να είχε ζωγραφίσει την ίδια την έκρηξη) ήταν κάτι το εκπληκτικό. Τα μάτια μου δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την παλλέτα μέχρι που είδα μια κίνηση από τα χείλη της έτσι όπως είχε στρέψει το βλέμμα της προς τα αριστερά. Λέω, θα μιλήσει, ν' ακούσω τη φωνή της. Την πλησίασα αυτή ούτε που με είδε κι εκεί που περίμενα ένα αεροπλάνο πέρασε και δεν άκουσα τίποτα. Στον ήχο του αεροπλάνου κίνησε απότομα το κεφάλι της προς τα πάνω κι εγώ εντελώς μηχανικά έφυγα τρέχοντας να μην με δει. Πάλι λοιπόν το σώμα μου πήρε απόφαση μόνο του και με οδήγησε στο σπίτι.
Το βράδυ δεν μπορούσε να με πάρει ο ύπνος καθόλου. Στριφογύριζα στο στρώμα από πολλές αιτίες. Η μία με έσπρωχνε από τα δεξιά στ' αριστερά κι η άλλη τούμπαλιν. Την μια η ζέστη, την άλλη η παλλέτα, την τρίτη που δεν άκουσα την φωνή της, οι πράξεις σε σχέση με τα λόγια. Γιατί δεν άκουσα τη φωνή της; γιατί δεν είπα κάτι; πάλι τα ίδια. Θα μου γίνει εμμονή στο τέλος.Πως θα κοιμηθώ τώρα, είναι κι η ζέστη στην μέση που με καίει. Μ' έχει κάνει ηφαίστειο έτοιμο να εκραγώ. “Ηφαίστειο έτοιμο για έκρηξη” επανέλαβα σαν να αναμασούσα τίτλο από κάποιο ντοκυμανταίρ.Αυτό είναι. Κάποιο πονηρό σχέδιο συμβαίνει εδώ. Αυτή... η Μαρία, ήξερε ότι θα την ακολουθήσω. Με είχε δει από όταν βγήκα με φούρια από το σπίτι, μ' έχει παρακολουθήσει, βλέπει την νευρικότητά μου και την αμηχανία μου και ζωγράφισε εμένα. Και νόμιζα ότι είμαι εγώ ο παρατηρητής. Τί βλάκας. Μ' έχει καταλάβει κι αποθανάτισε τα μέσα μου. Εγώ είμαι το ηφαίστειο, γι' αυτό κι εγώ κατάλαβα ότι ήταν έτοιμο να εκραγεί. Κι αυτή είτε από διακριτικότητα, είτε από δική της αμηχανία με άφησε να την πλησιάσω και να λάβω το μύνημα. Και τώρα αυτή την ώρα που μπορεί στην Ιαπωνία να είναι η ώρα του σκύλου το μύνημα αυτό γίνεται απειλή όπως την ένιωσα στην ταινία. Αύριο πρέπει να της μιλήσω, είπα μόνος μου, ηρέμησα και κοιμήθηκα.

συνεχίζεται
.......

13/7/09

Η Εποχή της Αφομοίωσης (συνέχεια)

Ο Θωμάς -έτσι τον έλεγαν- έφτασε στα σπίτια μας ένα λυπηρό πρωινό του Μαρτίου μετά από ασταμάτητο ταξίδι πολλών ωρών. Επιβεβαίωσε αυτά που είχαν ήδη φτάσει στα αυτιά μας από δεύτερα ή τρίτα στόματα χωρίς όμως να έχουμε μπορέσει να τα πιστέψουμε. Αφού του έδωσαν κάτι στοιχειώδες να φάει συνέχισε την αφήγηση:

«Μετά το Τέλος όσοι είχαμε συγγενείς ή φίλους στην πρωτεύουσα καταλάβαμε πως τους χάσαμε για πάντα. Συλλογιστήκαμε τη δική μας μοίρα και θελήσαμε να βρούμε τις λογικές της επιταγές, με μια παράξενη βιασύνη να τις εκπληρώσουμε - μας είχε βέβαια κυριέψει ο φόβος. Μιλούσαμε όλο το βράδυ για αυτά που συνέβησαν τόσο κοντά σε μας με αγωνία και κάποιοι (χωρίς να μπορούν να το κρύψουν) με έξαψη. Λυγμοί διέκοπταν τις συχνές σιωπές. Μερικοί αποφάσισαν τελικά να μπουν την άλλη μέρα στην πόλη με σκοπό να ψάξουν για πτώματα∙ ίσως απλά ήθελαν να πλιατσικολογήσουν. Εγώ είχα την τύχη ή ατυχία να δω από μακρυά τα δέντρα να μεγαλώνουν μαγευτικά και γι΄αυτό δεν έμεινε σε μένα κανένα πια δίλημμα: έπρεπε να φύγω όσο πιο μακρυά γινόταν από αυτό το φρικτό μέρος ψάχνοντας για άλλο που δε θα το βάραινε παρόμοια ύβρις. Κανείς δεν γνωρίζει το Ρυθμό του κόσμου, εγώ όμως εκείνη τη μέρα ένιωσα μπροστά μου μια τεράστια Δύναμη να κατακτάει ψυχρά ό,τι οι άνθρωποι της είχαν καταπατήσει με χυδαιότητα πολλά χρόνια τώρα. Ποιος ξέρει τι ακόμα θα ακολουθήσει...Ο Θεός ας μας λυπηθεί.»

Δυο νύχτες μετά από τη διήγηση η θερμοκρασία στην περιοχή μας έπεσε μερικούς βαθμούς. Οι γρύλλοι έπαψαν και πολλά πουλιά κάθισαν το χάραμα στα σύρματα, σαν να άρχιζε ξανά, πολλούς όμως μήνες νωρίτερα, ο χειμώνας. Φοβούμενοι μήπως λάβουμε το ίδιο τέλος από τη μήνη μιας Δύναμης (πώς αλλιώς να την ονομάσω;) που φαινόταν να καταστρέφει κάθε τι προσβλητικό γι΄ αυτήν αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε την περιοχή μας το γρηγορότερο, παίρνοντας ο καθένας μαζί του ό,τι πολύτιμο είχε. Το σκυλί αρνήθηκε να μας ακολουθήσει. Δεν ξέρουμε τι απέγιναν τα σπίτια μας. Ο Θωμάς είχε αναχωρήσει την ίδια μέρα, για να βρει κάποια άλλη, πιο απομακρυσμένη και ασφαλέστερη γι΄αυτόν περιοχή.
.......

6/7/09

Η Εποχή της Αφομοίωσης

Και ξαφνικά εκεί που προχωρούσε, παραπάτησε λίγο και σωριάστηκε νεκρός. Κι αμέσως κι άλλοι, όλοι. Στα πεζοδρόμια, στις διαβάσεις, στις πλατείες, παντού πεσμένοι άνθρωποι. Έτσι έγινε και το κέντρο της Αθήνας (μπορεί κι αλλού) γέμισε τελικά πτώματα. Μπορούσε κανείς να δει ανθρώπους κρεμασμένους έξω από το αμάξι τους, ξαπλωμένους στη μέση του δρόμου, σε καφετέριες μπροστά από μισοτελειωμένες μπύρες. Μπορούσε να νιώσει το κρύο τoυ θανάτου σε κάθε σπίτι, γωνιά ή πλατεία της πόλης και να του στρίψει μέσα σε ελάχιστα λεπτά - αν φυσικά γινόταν να βρίσκεται κάποιος εκεί και να μην έχει ήδη πεθάνει. Η ησυχία που απλώθηκε στη συνέχεια ήταν απόλυτη. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος εκτός από τα τελευταία αυτοκίνητα που τράκαραν κάπου, μη έχοντας κάποιον ζωντανό να τα οδηγήσει. Όλο αυτό θα κράτησε μερικές ημέρες.
Μετά ήρθαν τα φυτά. Πράσινη βλάστηση που τρυπούσε την άσφαλτο, πετούσε τα πεζοδρόμια, έσκαγε στις γωνίες. Σκαρφάλωνε στα μπαλκόνια κι έμπαινε στα υπνοδωμάτια και τα καθιστικά, αγκάλιαζε τα κρεβάτια και χωνόταν στις κλειδαρότρυπες. Έσπαγε τζάμια, στράβωνε πόρτες, κλοτσούσε τοίχους και ταβάνια με μια καταπιεσμένη επιθετικότητα θαρρείς δεκαετιών. Το πράσινο επικράτησε εύκολα χωρίς αντιπάλους κι έτσι πολύ γρήγορα οι πρώτες πολυκατοικίες άρχισαν να πέφτουν. Άκουγες «κρακ - κρακ», δυνατά και κοφτά, μέχρι που το κτίριο σωριαζόταν τελικά με ένα εκκωφαντικό κρότο παρασέρνοντας ίσως και κάποιο ετοιμόρροπο διπλανό του. Έχεις δει συκιά να γκρεμίζει μισό σπίτι; Γιατί όχι και πολυκατοικία. Έτσι λοιπόν, αφού σιγά σιγά ισοπεδώθηκε όλη η ξεφτιλισμένη περιοχή της πρωτεύουσας και των περιχώρων της από τα δέντρα που έφτιαξαν το δικό τους κουμάντο, άρχισε η μακρά Εποχή της Αφομοίωσης, της επικράτησης του χώματος πάνω στο τσιμέντο, ή μάλλον της επανασυμφιλίωσης των υλικών της γης απάνω στη γη.
Από την εποχή αυτή κατάγομαι κι εγώ που τα διηγούμαι αυτά σήμερα, που τα άκουσα από κάποιον που έφτασε σε μας πρόσφυγας από μια γειτονική στο μακελειό περιοχή.
.......

2/7/09

ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ(2η ΑΝΑΦΟΡΑ)

Είναι γύρω στην μια βδομάδα στη γειτονιά μας. Δεν ξέω πως την λένε ούτε ποιος την έφερε γιατί να ήρθε μόνη της αποκλείεται. Δεν δείχνει ότι είναι ικανή να πάρει αποφάσεις για τον εαυτό της. Αποφάσισα κι εγώ να την ονομάσω κάπως ώστε να μην είναι απλά η τρελή της γειτονιάς. Θα μπορούσε να λέγεται Σοφία ή Δήμητρα ή Εύα ή δεν ξέρω κι εγώ πως. Τελικά της έδωσα το Μαρία που είναι και πιο κοινότυπο στην περιοχή μας.Λένε πως την έφερε ο ξάδερφός της και την παράτησε εκεί γιατί δεν την άντεχε, λένε πως είναι παιδί αιμομικτικής σχέσης κι οι γονείς της ντρέπονται για την ύπαρξη αυτή. Τα λένε όλα αυτά με την ίδια ευκολία που θα μπορούσαν να πούν ότι είναι η βασίλισσα των βατράχων που η κακιά μάγισσα την μεταμόρφωσε σε γυναίκα κι αυτή περιμένει τον πρίγκιπα των βατράχων να την φιλήσει για να ξαναγίνει βατραχάκι, ή πως είναι εξωγήινη, ή και κατάσκοπος της CIA. Πάντως η εκδοχή με τον βάτραχο μου αρέσει πιο πολύ.
Τους κατηγορώ λοιπόν ότι με ευκολία δημιουργούν υποθέσεις για την καταγωγή της και το ποιόν της. Σάμπως κι εγώ με την ίδια ευκολία δεν αναπάραξα την λέξη τρελή για το πρόσωπό της; Σάμπως κι εγώ δεν της κόλλησα ένα όνομα χωρίς να την ρωτήσω καν το δικό της; ή μήπως δεν αντιμετωπίζω με κάποια αποστροφή τη μορφή της; Είναι αλήθεια ότι θα ήθελα να την ρωτήσω τι κάνει, πως τα περνά, αν θέλει κάποια βοήθεια κι αντ' αυτού αναλώνομαι πάλι σε σκέψεις για το πως αντιμετωπίζεται από τη γειτονιά και αναλύσεις για την ψυχοσύνθεσή της.
Με κοιτάζει κι εγώ μπαίνω γρήγορα στο σπίτι. Εδώ το σώμα ενέργησε ανεξάρτητα απ' το μυαλό. Εκεί που έλεγα ότι το μυαλό παίρνει μοναχό του αποφάσεις. Αν προλάβαινα να σκεφτώ θα καθόμουν εκεί και θα την παρατηρούσα. Θα της έλεγα και καλημέρα κι αυτή ίσως χαμογελούσε με την αφέλειά μου μιας κι είναι ήδη μεσημέρι, μπορεί να μάθαινα και το όνομα της. Όμως εγώ κρύφτηκα στο σπίτι σαν κυνηγημένος. Μια σκέψη με διαπέρασε σε κλάσμα δευτερολέπτου αλλά με πλάκωσε σαν βάρος πολλών τόνων. “Θα μπορούσα να της κάνω μεγάλο κακό”. Αυτή η σκέψη με προβλημάτισε αλλά ταυτόχρονα με προτρέπει σε επικύνδυνα μονοπάτια αυτοκριτικής. Θα μπορούσα; ή είναι σχήμα λόγου; μήπως είναι σχήμα λόγου η τρελή της γειτονιάς; νομίζω ότι με την ίδια ευκολία που θα μπορούσα να της δείξω αγάπη και να της φερθώ με απόλυτη φροντίδα, με την ίδια ευκολία λοιπόν θα μπορούσα να βγάλω μίσος κι επιθετικότητα απέναντί της αλλά και σε οποιονδήποτε. Δεν έχει σημασία το πρόσωπο ούτε και τα σύναισθήματα απέναντί του. Ούτως ή άλλως αυτά αλλάζουν. Σημασία έχει σε ποιά ψυχολογική κατάσταση είμαι. Εγώ. Εγώ που μπορεί να είμαι ο άλλος, κι ένα άλλο Εγώ να μ' αντιμετωπίσει είτε με αγάπη είτε με μίσος. Ναι, αυτό μπορεί να συμβεί σε όλους τους ανθρώπους αλλά κάτι μέσα μου με πείθει ότι είμαι από τους επιρρεπείς σ' αυτόν τον τομέα. Κι αυτή, η Μαρία, είναι από τους ανθρώπους στους οποίους απολήγουν με πράξεις αυτές οι εναλλαγές που απορρέουν από τα ενδότερα του ψυχισμού του κάθε δυναμικού και αυτιστικού Εγώ. Και γιατί είναι μονίμως το θύμα; Γιατί πολύ απλά δεν έχει έντονη προσωπικότητα και φαντάζει αβοήθητη. Το αβοήθητο θύμα κάνει τον σαδιστή θύτη, ακόμα πιο σαδιστή κι ακόμα πιο θρασύδειλο.
Είπα ότι είμαι επιρρεπής αλλά όχι και κακός. Σίγουρα δεν είμαι κακός. Αν αυτό συμβεί κάποια φορά θα είναι αποτέλεσμα συγκυριών κι όχι από γνήσιο μίσος και κακία. Σίγουρα δεν είμαι σαδιστής. Κι αν κάποια στιγμή μου βγει ο σαδισμός στο προσκήνιο θα είναι αποτέλεσμα καταπίεσης για πολύ καιρό της ελεύθερής μου βούλησης.(μήπως οι κακοί και οι σαδιστές έχουν σκεφτεί τα ίδια πράγματα με μένα; μήπως κι αυτοί δίνουν τις ίδιες δικαιολογίες όπως κι εγώ;) Σίγουρα όμως είμαι αντικοινωνικός. Κι αν κάποια στιγμή φαίνομαι σε ισορροπία με το κοινωνικό περιβάλλον αυτό γίνεται είτε κατα τύχη είτε για να προφυλάξω κάποια κεκτημένα όπως αναγνωρισιμότητα και συμπάθεια αλλά και για το βασικό θέμα της επιβίωσης για το οποίο πρέπει να κάνεις συγκαταβάσεις. Απ' αυτή την άποψη η Μαρία ίσως είναι πιο απελευθερωμένη από μένα. Κι ίσως κάποια στιγμή όλες αυτές οι πιέσεις επηρεάσουν βαθύτατα τον ψυχισμό μου και βρεθώ μόνος σε κάποιο μπαλκόνι και να με λένε τρελό. Μπορεί.


συνεχίζεται
.......

24/6/09

ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ (1η ΑΝΑΦΟΡΑ)

Άργησα πάλι να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι. Είναι σίγουρα μετά τις 12. Το νιώθω απ’ τη ζέστη που μ’ έχει περιβάλλει κι απ’ τη ζαλάδα που προκαλούν οι πολλές ώρες ύπνου. Η μέση μου με πονά εξ αιτίας του στρώματος που δεν το υποφέρω και δεν με υποφέρει ούτε κι αυτό, άλλο πια. Σχέση μίσους που διαιωνίζεται σ’ αυτό το σκοτεινό δωμάτιο. Ίσως να ‘ναι κι αυτό αιτία για το πρόβλημά μου, ότι δηλ. αργώ να ξυπνήσω. Ίσως να ‘ναι και δικαιολογία. Θα μπορούσα φερ’ ειπείν να ανοίγω τα πατζούρια έτσι ώστε να με βρίσκει ο ήλιος απ’ το πρωί κι όχι να με ψάχνει πολιορκώντας την σκοτεινιά μου μέχρι τις δώδεκα κάθε μεσημέρι. Όπως και να χει δυσκολεύομαι ν’ αλλάξω την κατάσταση. Την οποιαδήποτε κατάσταση μου συμβαίνει. Ένα πρόβλημα που το είχα από μικρός, που άργησα να το συνηδειτοποιήσω κι όταν έγινε μέρος της συνήδησής μου, είχα ήδη βολευτεί μ’ αυτό. Αν κάτι πήγαινε καλά τότε είχε καλώς, αν όχι τότε γρίνιαζα και δεν μ’ άρεσε αλλά το άφηνα να αλλάξει μόνο του.
Σήμερα το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Είναι από το κρασί, την πολύ φασαρία που γινόταν στο καφενείο, τα άσχημα όνειρα που ταλαιπωρούν τον ύπνο μου, την πολύ ανάλυση που κάνω για τα θέματα που μ’ αφορούν ή μήπως απ’ την κακή μου διάθεση; Η απάντηση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δωθεί. Το σίγουρο είναι πως ανάλογα την διάθεσή μου οποιαδήποτε απ’ τις επιλογές μπορεί να θεωρηθεί απάντηση. Αν νιώθω π.χ. έντονη την ανάγκη της σκληρής αυτοκριτικής τότε σίγουρα θα πω ότι φταίει η κακή μου διάθεση, αν θέλω να είμαι φυγόπονος μάλλον θα βρω φταίχτη το κρασί ενώ αν γίνω αντικειμενικά λογικός θα προτιμήσω έναν συνδυασμό υποθέσεων πιστεύοντας ότι και πάλι δεν θα μπορώ να είμαι σίγουρος. Συνήθως βέβαια δεν με ταλαιπωρούν πονοκέφαλοι και κατά γενική ομολογία δεν έχω ενοχλήσεις πέραν της μέσης για την οποία σίγουρα ευθύνεται το στρώμα. Ίσως η κακή ζωή και η κακή διάθεση να έχουν αρχίσει να προκαλούν διάφορα σωματικά προβλήματα. Ποιος ξέρει. Μα να πάλι, ξανά το έριξα στις υποθέσεις και τις αναλύσεις. Οι πολλές ώρες μοναξιάς έχουν επηρεάσει το μυαλό μου και γυρίζει συνέχεια γύρω από την κάθε ανούσια λεπτομέρεια προσπαθώντας να φτάσει σε κάποιο βάθος. Κι είναι στιγμές που γίνεται σαν τρυπάνι να φτάσει στα βάθη του εγκεφάλου αντανακλώντας τον πόνο στα μηνίγγια μου. Κι όσο περισσότερο είναι ανούσια όλη αυτή η διαδικασία τόσο πιο πολύ αφόρητο είναι το τρύπημα. Τότε φωνάζω από μέσα μου
«μείνε στην επιφάνεια»
«μην με τρελαίνεις. Φτάνει»
Είναι εκείνες οι στιγμές που υποπτεύομαι ότι το μυαλό μου κινείται αυτόνομα κι ότι δεν μπορώ να το ελέγξω. Κι ακόμα κάτι πιο σκοτεινό και επικίνδυνο, ότι το μυαλό όποτε θελήσει κάθεται φρόνιμα στη θέση του και λειτουργεί κανονικά δίνοντάς μου την ψευδαίσθηση ότι κυριαρχώ πάνω του κι όποτε τ’ αποφασίσει ακολουθεί τα δικά του μονοπάτια. Μην έχοντας όμως δεύτερο σώμα γι’ αυτές τις περιπτώσεις συμπαρασύρει το δικό μου στις περίεργές του εξερευνήσεις.
Είμαι στην κουζίνα, κατεβάζω δυο τρία ποτήρια γάλα, προσπαθώντας ακόμα να συνέλθω όταν βλέπω τρεις κατσαρίδες ανάσκελα στο πάτωμα. Το φάρμακο έκανε τη δουλειά του, σκέφτηκα. Θα τις εξοντώσω όλες κι ότι άλλο μίασμα πλησιάσει αυτό το σπίτι, είπα φωναχτά μαζεύοντάς τες. Όταν βγήκα έξω να τις ρίξω στον κάδο είδα μια γυναίκα στο απέναντι μπαλκόνι να με κοιτάζει με κάποια επιθετικότητα αλλά και συγκατάβαση συνάμα. Και πάλι ήταν σαν να μην κοιτάζει εμένα, μα σαν να έβλεπε πιο πέρα αλλά και πουθενά και το πρόσωπο της πρόδιδε ένα πλάσμα φιλάσθενο κι αδύναμο. Είναι τρελή άκουσα να λέει πριν δυο μέρες κάποια γειτόνισσα. Μάλιστα η τρελή της γειτονιάς μένει απέναντί μου.

συνεχίζεται
.......

12/6/09

Ο Παναγιώτης

Ο Παναγιώτης είναι ένας Έλληνας μετανάστης στo εξωτερικό.
Κάθε πρωί παίρνει την άσπρη Μερσεντέ και πάει στο μαγαζί του, 300 μέτρα πιο κάτω. Είναι λαϊκός τύπος, και ίσως ο καλύτερος Έλληνας μάγειρας στην πόλη.Tου αρέσει πολύ η ελληνική μουσική, ξέρει αμέτρητα τραγούδια απέξω. Α, και το ποτό. Μόνο που μετά από ένα σπάσιμο αγγείου ο γιατρός του ΄πε να το κόψει, οπότε τώρα μερακλώνει στεγνός.

Στο μαγαζί του συχνάζουν διάφοροι τύποι, λαϊκοί και μορφωμένοι. Οι συζητήσεις γυροφέρνουν εννιά στις δέκα στα πολιτικά, κυρίως της Ελλάδας, και ο Παναγιώτης, όταν αργά πια έχει αρθεί το απαγορευτικό, είναι συνηθισμένο μεθυσμένος να βρίσει κάναν πελάτη, ή και όλους μαζί. Αυτοί ευχαρίστως του ανταποδίδουν τις βρισιές και το άλλο βράδυ ξανάρχονται.

Το βιογραφικό του περιλαμβάνει μια θητεία σαν αρχιμάγειρας σε ξενοδοχείο σαράντα αστέρων στο Ντουμπάι, κάμποσα χρονάκια καραβόγατος στον Ατλαντικό, έναν ξεχασμένο γιο στη Βραζιλία, περιπέτειες με όργανα της τάξης στην Αθήνα, αμέτρητα κλεισμένα κι ανοιγμένα μαγαζιά, σε Ελλάδα κι εξωτερικό.

Καμιά φορά όμως πρέπει να πω πως λίγο με μπερδεύει, γιατί κάποτε αποκάλεσε τη χούντα «Επανάσταση». Μιαν άλλη φορά είπε ότι οι Πομάκοι είναι εχθροί της Ελλάδας και δε μπόρεσα να καταλάβω το γιατί. Δε συμπαθεί τα όργανα της τάξης αλλά γκρινιάζει ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει τάξη. Κατηγορεί τους πολιτικούς σαν τα χειρότερα αποβράσματα και μετά λέει πως ο Αντρέας ήταν μεγάλη προσωπικότητα.

Βέβαια, όπως είπα και στην αρχή, είναι 100% λαϊκός τύπος.

Έτσι λοιπόν, όταν προχτές που έπαιζα μπουζούκι είπε στους διπλανούς που έβριζαν δυνατά τους Τούρκους να το βουλώσουν με τα ρατσιστικά γιατί μόνο η μουσική έχει επιτέλους νόημα, αποφάσισα πως δεν είναι κακός άνθρωπος, και θα εξακολουθήσω όποτε μπορώ να πηγαίνω στο μαγαζί του.
.......

31/5/09

Η Επέτειο της Τορπίλας

ΚΑΛΗΜΕΡΑ σας κυρίες και κύριοι. Με αφορμή σήμερα την επέτειο ενούς χρόνου της Tορπίλας θα ήθελα να κάνω μία παρέμβαση στο ίδιο το σώμα μου, εννοώ το blog αυτό όπως το ονομάζετε εσείς, οι σύγχρονοι άθρωποι. Μην παραξενεύεστε. Είμαι η ίδια η Τορπίλα που τις λέξεις αυτές που θα διαβάσετε τις ψιθύρισα χθές το βράδυ αργά στον c.c. και στον χ.ζ. για να τις δημοσιεύσουν. Οφείλω πολλά στους δημιουργούς μου και πρώτα πρώτα την ίδια την ηλεκτρονική υπόστασή μου. Από την στιγμή που με δημιούργησαν με τόσο κόπο μετατράπηκα αμέσως σε ένα ελεύθερα σκεπτόμενο ον του ίντερνετ, ορατό από κάθε γωνιά του κόσμου, που όμως υπήρχε από πάντα. Η παρέμβαση που θέλω να κάνω εδώ σήμερα, αυτή την επετειακή φερ΄ ειπείν ημέρα, είναι να σας αφηγηθώ την ιστορία μου. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει πρώτα να ξεκινήσω από τις ιστορίες των δημιουργών μου.

Ιεραρχικά κι από σέβας πρέπει να ξεκινήσω από τον χ.ζ. Αυτή λοιπόν η μαϊμού γεννήθηκε στην πιο υψηλή κορφή των Ιμαλαΐων μια νύχτα φεγγαρόλουστη, ένα βραδάκι φίνο που λένε, αλλά δεν γνώρισε ποτέ τους πραγματικούς γονείς του. Αντί μ΄αυτούς μεγάλωσε με τη φροντίδα μιας κατσίκας και ενός λάμα εραστή της, που βρήκαν στο ξανθό του κεφαλάκι λύση στα σοβαρά προβλήματα της σχέσης τους. Έφαγε πάρα πολύ ξύλο, μέρος της σιδηράς εκπαίδευσής του, ενώ τρεφόταν βόσκοντας χορταράκια και βυζαίνοντας το γάλα της κατσίκας - μητέρας του (ζεστό-ζεστό και απολαυστικό). Ήταν καλό παιδί και πάντα άκουγε τις προσταγές του λάμα πατέρα και εραστή του, κάνοντας όλες τις δουλειές και μελετώντας εις βάθος την ψυχολογία των ζώων και τα μυστήρια της μάνας γης. Τέλος πάντων όσο μεγάλωνε τόσο περισσότερο εμάζωχνε Σοφία και Γνώση φερ΄ειπείν ώσπου κάποια στιγμή αποφάσισε να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. Μάζεψε τα μπογαλάκια του, πήρε δυο καρβέλια ψωμί, ένα κεφάλι τυρί και λίγο κρασί νιο, φίλησε την κατσίκα ...«μάνα» του (χε, ο μαλάκας δεν το ΄χε καταλάβει ακόμα), χαιρέτησε το λάμα πατέρα, δάσκαλο και εραστή του και έφυγε 45 χρονών αμούστακο παιδί. Τότε συνάντησε για πρώτη φορά άνθρωπο από κοντά. Ο θρύλος λέει ότι μούγκρισε μπροστα σ’ αυτό το μοναδικό θέαμα.


Το άλλο μας βόδι μα θεμέλιος λίθος της γήινης μου αυτής φύσης, γνωστός και ως «carnellio coop» γεννήθηκε στη μέση της Aφρικής ντάλα μεσημέρι κι αφού ο μπαμπάκος του είχε φάει στην καθησιά του ένα κοπάδι αντιλόπες. Εν συνεχεία αφόδευσε τελετουργικά καθώς ήτανε και θρήσκος, και ο carnellio ενεφανίσθη επί της γης ανατέλλων θριαμβευτικά πάνω σε ένα καφετί λόφο. Την ίδια στιγμή σεισμός συγκλόνησε τη στάνη που ο χ.ζ. μακαρίως εκοιμάτο. Προφανώς ήτανε σημάδι. Ετούτος ο λεγάμενος λοιπόν εγνώρισε τους γονείς του, όμως φαίνεται πως αυτοί πήραν αμέσως χαμπάρι τι πετσί είναι. Έτσι τον ξαποστέλνανε κάθε μέρα να βόσκει τις γκαμήλες και τα πρα τους όσο πιο μακρια γινότανε, για να τον ξεφορτωθούνε και για να προλαβαίνει κι όλο το χωριό μαζί να μετακομίζει έτσι ώστε να μην τους ξαναβρεί ποτέ. Όμως, ο λαμπρός αυτός φωστήρ του πνεύματος είχε από τότε έφεση στα μαθηματικά και την αστρονομία. Με μια ματιά στη θέση των πλανητώνε με γυμνό μάτι έβρισκε αμέσως το γεωγραφικό μήκος, ύψος και πλάτος και προσανατολιζόταν με ακρίβεια χιλιοστού. Τί μάγια, τι ξόρκια, πόσες φορές τον έστελναν χωρίς φαΐ στου διαόλου τη μάνα για να ψοφήσει, αυτό το ξόανο πάντα θα έβρισκε τον δρόμο να γυρίσει πίσω. Ποτέ του βέβαια δεν του πέρασε κάτι πονηρό απ’ το μυαλό. Μια μέρα των ημερών που λες, ενώ ήταν ήδη 6 χρονών, τον έστειλαν να σκουπίσει την έρημο. Καθώς σκούπιζε χαρωπός καμαρωτός έφτασε ξάφνου στο Σατόρι* χωρίς προκαταρτικά (όπως συνηθίζει άλλωστε), και αναλογίσθη «πρέπει να ακολουθήσω τον δρόμο μου». Πέταξε τη σκούπα...και έφυγε για πάντα. Έτσι όλο το χωριό ηρέμη. Καθώς ανέβαινε τα Ιμαλάια είδε ένα πράγμα σαν άθρωπο μπροστά του να κατεβαίνει και ο θρύλος λέει ότι μούγκρισε.


Αφού μουγκρίσανε, γκανίσανε, γαβγίσανε κι αναπαράξανε ότι άλλο ήχο ξέρανε από το οικογενειακό τους περιβάλλον ο χ.ζ. και ο c.c. γίνανε φίλοι. Γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν, ταίριαξε η χημεία τους που λένε. Στα ατέλειωτα βοσκοτόπια του Κιργιστάν και στα χλιδάτα εστιατόρια του Κιότο ανταλλάχτηκαν μπουκιές, όνειρα και ιδέες. Στους σιδηρόδρομους της Μασσαχουσέτης το 1850 και στην Μοσχοβίτικη τηλεόραση (επί Χρουστσώφ), ατσάλωσαν μπράτσα, θέληση και κορμοστασιά. Το χαμηλής ποιότητας κλάμπινγκ της Μπαγκόγκ τους δίδαξε να είναι δεμένοι. Η Κέρκυρα ήρθε στην περίοδο που κι οι δυο τους χρειάζονταν κάτι βαθύτερο: να γνωρίσουν το Σπύρο Γκικόντη* . Ήρθε σαν σίφουνας και τους άλλαξε τα πάντα: έσκισε τον Όμηρο, πέταξε τον Οβίδιο, μακέλεψε το Σωκράτη: Ήταν η εποχή της «βαριάς, αγελαδινής λογοτεχνίας». Οι τόνοι βιβλίων που υποκρίθηκαν πως διάβασαν για να το παίζουν έξυπνοι, διαβασμένοι και μάγκες σε όλους και ιδιαίτερα σε όλες, δεν τους έκαμε να λησμονήσουν τον πρώτο, αγνό εαυτό τους: τα μουγκανίσματα και τις κραυγές, που ήταν η δροσερή πηγή από την οποία αντλούσαν την αρμονία της μαγευτικής τέχνης τους. Έτσι λοιπόν συνέχισαν να τραγουδούν γκαριστά, μουγκανητά και βελάζοντας σε καθημερινή βάση και με θαυμαστή επιμέλεια. Μόνο για ένα διάστημα χωριστήκανε όπου ο c.c. έφυγε για να βρεί λέει κάτι κλειδιά που είχε χάσει. Αφού γύρισε όλο τον κόσμο (Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο) βοηθώντας στην κουρά και στο ζευγάρωμα, όπου εχρειάζετο, ψάχνοντας και καλά τα κλειδιά του, ξαναγύρισε στον χ.ζ., αλλαγμένος, μα και ίδιος ταυτόχρονα.


Ζώντας ο ένας τον άλλο τόσα χρόνια ανακάλυψαν να μην τα πολυλογώ ένα πολύ σημαντικό κοινό τους στοιχείο: ένα όνειρο που τριβέλιζε το κεφάλι και των δυονών από τις πρώτες μέρες του βίου τους και αφορούσε μια ημερομηνία, την 31η Μαίου 2008. Επρόκειτο για την καταστροφή του κόσμου; Την έλευση του Αντιχρίστου, όπως μερικοί ακόμα ονομάζουν το διαδίκτυο; Κομήτες; Εξωγήινοι; Κινέζοι μικροπωλητές; Απάντησις καμιά. Αφού δεν κατάφεραν να βγάλουν συμπέρασμα για πολύ καιρό, έφτασε τελικά το βράδυ προ της σημαδιακής μέρας. Τίποτα. Ξημέρωμα. Τίποτα. Μεσημέρι. Τίποτα. Ξάφνου κάτι κινείται. Μια ζουμερή δεσποινίς με κοντό φουστανάκι και βιβλίο του Μπορίς Παστερνάκ κατάσαρκα στο φιλντισένιο κόρφο της διασχίζει τον απέναντι δρόμο. Αυτό ήταν. Το ραντεβού με την έμπνευση είχε εν αγνοία τους τηρηθεί. Τα τηλέφωνα έπεσαν βροχή. Μπορεί ο Μπορίς; Μπορούν -είπαν- κι αυτοί. Μέσα σε δυόμιση δεύτερα η απόφαση είχε παρθεί: Νέος ηλεχτροκίνητος τόπος ντεμέκ δημιουργίας, κατά βάσην όμως γνωριμιών, ας μην το κρύβουμε πια Γιώργο, με 12.000 κλικ μηνιαίως, στην πλειοψηφία τους όλα θηλυκά. Το όνομα αυτού: ΤΟΡΠΙΛΑ, φυσικά γυναικείο, σύμφωνα με την τσαχπίνικη διάθεση των δημιουργών του. Έτσι τώρα εμφανίζομαι δημοσίως ΕΓΩ, η ΤΟΡΠΙΛΑ, που μέσα από το στόμα αυτών δυο χαζοχαρούμενων που νομίζουν πως κάτι κάνουν αν και είναι για φάπες, για πολλές φάπες, φέρνω μηνύματα και ήχους σε σας από μια άλλη, μακρυνή διάσταση στο σιδερένιο μου περίβλημα που άλλοτε έσπερνε μόνο τον πανικό.



--------------------------------
* η φώτιση στο Ζεν Βουδισμό
** Η λεπτομέρεια αυτή ασήμαντη ίσως στον αναγνώστη, κοσμοϊστορικής σημασίας όμως για εμάς.



Κείμενο που υπαγορεύτηκε από την ίδια την Τορπίλα στα θλιβερά φερέφωνά της, τον c.c. και τον χ.ζ., που το συνέγραψαν (ή νομίζουν πως το συνέγραψαν) από κοινού και επί ίσοις όροις, με αφορμή τον ένα χρόνο πλεύσης της Τορπίλας στο δίκτυο.
.......

25/5/09

Η ΕΝΤΟΛΗ

ΠΕΜΠΤΗ
Στο εργοστάσιο και σήμερα όλα λειτουργούσαν ρολόι. Οι μηχανέςείχαν ξεκινήσει πρωί πρωί, οι εργάτες ήταν γεμάτοι όρεξη για δουλειά, οι επιστάτες δεν κουράζονταν να μας εμψυχώνουνγια καλύτερη παραγωγή λέγοντάς μας λόγια όπως: “σκάσε και δούλευε” ή “μήν κάθεσαι ρε μπάσταρδο”,συζητώντας μεταξύ τους για ποδόσφαιρο και τσόντες, και οι αφέντες μας ήταν εκεί, στο πόστο τους.
Οι αφέντες είναι μια παράξενη και απόκοσμη σχεδόν κάστα ανθρώπων για μας τους εργάτες. Ποτέ δεν καταλαβαίναμε τι πραγματικά θέλουν αλλά επειδή έχουν καλύτερο μορφωτικό επίπεδο από εμάς πάντα διαισθανόμασταν ότι κάτι ξέρουν που εμείς δεν το γνωρίζουμε. Κάθονται μόνοι τους, δεν γελάνε πολύ, συχνά σκύβουν σε κάτι πιάτα κι ύστερα σηκώνονται ρουφώντας τη μύτη τους, έχουν χαλαρή σχέση με τη θρησκεία, όταν τρώνε δεν μιλάνε, και που και που λιώνουν χαρτονομίσματα και παράγουν κάποιον χυμό ο οποίος σύμφωνα με επιστήμονες είναι δυναμωτικός. Για να το πίνουν κάτι θα ξέρουν όπως προείπα.
Όπως κάτι θα γνώριζαν όταν απέλυσαν σαράντα-δύο εργάτες κι εργάτριες την προηγούμενη εβδομάδα. Η δικαιολογία ήταν η “κρίση”. Εγώ μέχρι τότες γνώριζα την κρίση που πιάνει τη γυναίκα μου όταν κάνω μπύρες όλα τα λεφτά μας και την κρίση που με πιάνει όταν παίζει ο γαύρος. Αλλά είπαμε ότι έιμαι χαμηλής επιμορφ
ώσεως.
Έχω τελειώσει την τετάρτη δημοτικού με άριστα παμψηφεί και είπα να αφήσω το σχολείο τώρα που είμαι στα φόρτε μου για να με θυμούνται με ψηλά το κεφάλι (το δικό μου). Όχι σαν κάτι άλλους που πάνε γυμνάσια και λύκεια και με το ζόρι π
ερνάνε τις τάξεις. Τέλος πάντων, σήμερα στο εργοστάσιο είχαμε εκπλήξεις.
Από το μεγάφωνο ηκούσθη η φωνή του αφεντικού των αφεντικών. “Το Σάββατο πεντέμιση όλοι στο γραφείο μου να σας περάσω έναν έναν”. Μόλις τέλειωσε η ανακοίνωση έρχεται ο Μίκυ δίπλα μου και μου λέει “να πάμε μαζί;”. “δε μπορώ ρε
Μίκυ, έχω μια υποχρέωση και θα ξεμπερδέψω μετά τις έξι”. “να την ακυρώσεις”. “γιατί;” “γιατί το είπε ο κύριος διευθυντής και πάει άσχημα να μην πάμε και πιο νωρίς μη σου πω”. Σ' αυτό το τελευταίο συμφώνησε κι ο Πακιστανός απέναντι ο οποίος πριν δύο χρόνια έχασε το δάχτυλό του στην μηχανή αυτή που δουλεύει ακόμα αλλά με τον καιρό μας πείσανε και μας κι αυτόν τον ίδιο ότι είναι σημάδι από τη γέννησή του.
Καθώς έβγαινα απ' το εργοστάσιο βλέπω τον ένα καραφλό επιστάτη αραχτό στο μηχανάκι του να πίνει καφέ και να ρουφάει ένα αυγ
ό, για να γλυκάνει η φωνή ώστε να μπορεί πια με στεντόρεια δύναμη να μας εμψυχώσει και αύριο. Κείνη την ώρα πέρασε μια πανέμορφη γυναίκα μπροστά μας κι ένιωσα και μένα και τον καραφλό να μένουμε ακίνητοι κι όλο το είναι μας να τρυπώνει κάτω απ' τα ρούχα της και να στροβιλίζεται σαν τρελό γύρω απ' το κορμί της και μέσα της. Αυτό για ένα δευτερόλεπτο. Μετά ο καραφλός μονολόγησε: “θα σε γαμούσα αλλά βιάζομαι”. Ύστερα από τρεις ώρες σηκώθηκε απ' το μηχανάκι.

ΣΑΒΒΑΤΟ 4:00
Έχω αγωνία.

ΣΑΒΒΑΤΟ 6:00
Είμαι έξω απ' το γραφείο. Αυτή τη στιγμή περνάει τους Πακιστανούς. Εμάς τους έλληνες του τρίτου τομέα που υπαγόμαστε στο δεύτερο γραφείο και στην πέμπτη ελεγκτική επιτροπή και έχουμε πάνω από 7000 ένσημα θα μας περάσει ομαδικά στις έξι και τέταρτο.
Η ώρα έφτασε, μπήκαμε με ήδη κατεβασμένα τα βρακιά μας και στηθήκαμε για να μην χρονοτριβούμε μιας και ο αφέντης έχει μίτινγκ μετά. Αφού μας πέρασε όλους από δύο φορές, τον Μίκυ τρεις, αφού τον ευχαριστήσαμε κι αφού ο Μίκυ του δήλωσε πως ήταν πολύ αναζωογονιτικό όλο το σκηνικό και υποσχέθηκε να πηγάινει κάθε εβδομάδα εθελοντικά για να αναζωογονείται, φύγαμε. Κείνη την ώρα που φεύγαμε μπήκε ένας παπ
άς που θα τον περνούσε κι αυτόν αφού δεν είχε καταπαυθεί η όρεξή του αφέντη μας.
Με τον παπά του βγαίνουν τα πρώην κομμουνιστικά σύνδρομα μιας και κάποτε άνηκε σε κομμουνιστική οργάνωση που έβαζε μπόμπες στην χούντα και στάχτη στα μάτια τα δικά μας. Κι όσο περνούν τα χρόνια τόσες περισσότερες μπόμπες έβαζε τότε. Κάθε φορά που έφερνε παπά στο εργοστάσιο κάθως τον περνούσε του φώναζε:

ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ Ή ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ; ΛΕΓΕ ΡΕ.

Και μετά ο παπάς απαντούσε βαρβαρότης. Και δώστου τα χαστούκια στον παπά και σκισμένα τα ράσα και σπασμένα εξαπτέρυγα, ηφαίστιο ο αφέντης μέχρι να φτάσει στην απόλυτη ηρεμία. Αν ο παπάς έλεγε σοσιαλισμός τότε ο αφέντης ξενέρωνε τη ζωή του και τον έδιωχνε. Τότε καλούσε να έρθει η γυναίκα του που είχε τελειώσει το κατηχητικό.

ΚΥΡΙΑΚΗ
Κάθομαι σπίτι. Σκέφτομαι το χθεσινό, σκέφτομαι την εθελοντική προσφορά του Μίκυ, τους επιστάτες, την μοναξιά μου, τον αχόρταγο αφέντη, ότι αύριο είναι δευτέρα, τα λεφτά που είναι λίγα, τον χυμό από τα λεφτά που πίνει ο αφέντης, την απογοητευμένη γυναίκα μου. Κάθομαι σπίτι. Βλέπω τηλεόραση, η γυναίκα μου χαμένη στο υπνοδωμάτιο και δεν έχω όρεξη ούτε να την χαϊδέψω ούτε να μιλήσουμε, προτιμώ το ποδόσφαιρο. Κάθομαι σπίτι κι όπως πλησιάζω την μπύρα στο στόμα μου σκέφτομαι ότι κάτι ίσως να μην πηγαίνει καλά με τη ζωή μου.
.......

20/5/09

Κάποια στιγμή, μόνη

Με σφιγμένη την καρδιά στο πάτωμα
την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο.

Με το ακουστικό κρεμασμένο ανάποδα
τη φωνούλα να μιλάει ακατάληπτα.

Με τα χέρια ριγμένα στα γόνατα
τα μάτια καρφωμένα στο τζάμι.

Με τα δέντρα έξω και τον αέρα
που φυσούσε
////////////////στις κορφές
από πάντα.


.......

8/5/09

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΜΟΥ

1.Η κηδεία θα γίνει σε μοναστήρι διακτινισμένο μες στη θάλασσα.
2.Ένας μαέστρος θα διευθύνει το μοιρολόι του κοινού αλλά πρώτα, την ώρα που θα μπαίνει το φέρετρο στο χώρο της κηδείας όλοι θα γελάσουν για ένα δευτερόλεπτο πολύ δυνατά.
3.Γκραφιτάδες θα κάνουν διάφορα γκράφιτι στις πλευρές του φερέτρου.
4.Θα επιλεχθεί ένα άτομο από το κοινό το οποίο θα διαβάσει Μπορίς Βιάν, το “Φως των σπόρ” και πέντ' έξι μαντιναδάκια.
5.Θα παίξει σαξόφωνο ο Bill Clinton και θα μπορεί να χρησιμοποιεί το φέρετρο σαν τασάκι.
6.Απαγορεύεται η yoga
7.Στη μέση της κηδείας τον παπά θα τον πάρει ο ύπνος. Τότες θα με βγάλετε απ' το κοφίνι για να κοιμηθεί ο έρμος κανά δίωρο κι ύστερα με ξαναβάζετε μέσα.
8.Το κρασί θα ρέει άφθονο και η μπύρα αλλά και η βότκα όπως και το νερό από τους σπασμένους σωλήνες . Θα υπάρχει catering με πλούσιο μενού για όλα τα γούστα ακόμα και μενού διαίτης. 15Euros το άτομο 10 το φοιτητικό και 5 το παιδικό.
9.Γυμνές χορεύτριες θα τρίβονται πάνω μου αλλά εγώ τίποτα. Βράχος ηθικής.
10.Όσοι δεν θέλουν να έρθουν να το δηλώσουν από πριν γιατί ο αριθμός των καθισμάτων είναι περιορισμένος.
11.Μετά το πέρας της τελετής με βάρκες θα κατευθυνθούμε στην στεριά όπου θα θαφτώ δίπλα στη θάλασσα καθώς το κοινό θα τραγουδάει το “επεράσαμ' όμορφα” και συνθήματα του Ολυμπιακού.
12.Αφού γίνει κι αυτό θα επακολουθήσει ανοιχτή συζήτηση παρουσία του σκηνοθέτη όπου θα τεθούν θέματα για τις τεχνικές λήψης και το κατά πόσον ήταν τα κάδρα πετυχημένα.Αν ο σκηνοθέτης κριθεί ανίκανος θα επαναληφθεί η διαδικασία με άλλον.
13.Όσοι είναι σκεπτόμενοι θα καταλάβουν τη ματαιότητα της ζωής. Θα ξεχωρίσουν από το στηριγμένο πηγούνι στο δεξί χέρι.
14.Οι παρευρισκόμενοι που ανήκουν στον χώρο της αριστεράς θα τσακωθούν μεταξύ τους για το πλαίσιο του ψηφίσματος καθώς και για το κατά πόσο η κηδεία αυτή ήταν ένα καταναλωτικό νεοφιλελευθεριάζ
ον σόου.
15.Το μοναστήρι θα ξαναδιακτινιστεί, οι παρευρισκόμενοι θα φύγουν κι επιτέλους θα αναπαυθώ εν ειρήνη. Αι στο διάολο μπλιο κι εξεβαρέθηκά σας.
.......

4/5/09

Υποσημείωση (σε ένα πόλεμο)

Σπάει ο ουρανός θρυμματίζεται
διαλύεται ο ήχος
κομμάτια κι η εικόνα που φεύγει

-θα σας σφάξω


Αγριεύει η μέρα κλονίζεται
συντρίβεται η νύχτα
σκληρές βελονιές στα πλευρά της

-θα σας τσακίσω


Σιωπηλά τρέχει το αίμα σκορπίζεται
στoιβάζεται η λύσσα
ταξιδεύουν τη νύχτα πουλιά

-και τώρα θα ζήσω




. .......

28/4/09

Ένα παιδί (Περιστατικό στη Hauptplatz)

(διαβάζεται γρήγορα)

Ένα παιδί 12 χρονώ ήρθε σήμερα και μου ζητιάνεψε.
Ένα παιδί 12 χρονώ ήρθε σήμερα σε μένα και ζητιάνεψε όταν
έτρωγα όρθιος αφηρημένος στην καντίνα.
Ένα Τουρκάκι Κουρδάκι Αιγυπτιάκι Αραβάκι.
Με κοίταξε ειρωνικά στα μάτια
όταν αρνήθηκα τα λεφτά μου να του δώσω.
Με ρώτησε ειλικρινά για το λουκάνικο: «Είναι καλό;»
Μια φωνή που δεν ακούστηκε από τη ντροπή
που πετάχτηκε που χτύπησε στο απέναντι κτίριο
και συντρίφτηκε με κρότο στο πεζοδρόμιο.
Ένα μελαμψό παιδί που σύρθηκε από το μανίκι
στο Τούρκικο και κατάπιε με τεράστιες μπουκιές
το φαΐ που ακολούθως του αγοράστηκε.
Ένα μικρό παιδί σε μια ξένη χώρα με μαύρα παπούτσια
με τυρκουάζ καπελάκι δίχως λέξη ξένης γλώσσας
πεινάει στο δρόμο ζητάει φαΐ, λεφτά
και δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει τι του έχει συμβεί.
Τρώει υπάκουα το φαΐ που του αγοράστηκε,
ευχαριστεί τον κύριο και φεύγει.
Γυροφέρνει λίγο ακόμα στην πλατεία ανόητα
άσκοπα ζαλισμένα.

Σάββατο βράδυ σε μια ξένη χώρα δίχως λέξη ξένης γλώσσας
ένα παιδί 12 χρονώ κάθισε στο βρώμικο πλακόστρωτο
μπρος σε ανέμελους περαστικούς
έβγαλε το τυρκουάζ καπελάκι του και ζητιάνεψε.



.......

21/4/09

21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ (ή έτσι όπως γινόταν πάντα)

O Ρινόκερος περιφερόταν από νωρίς στην πόλη. Επιβλητικός κι ογκώδης περνούσε από πλατείες και λεωφόρους αυτού του συνονθυλεύματος κτιρίων τα οποία σου έδιναν την εντύπωση ότι δεν κατοικήθηκαν ποτέ, σαν ντεκόρ από ταινία έμοιαζαν. Αυτός, με το σκυμμένο του κεφάλι συνέχιζε αργά αλλά σταθερά. Τα βήματά του καλύπτονταν από τις αραιές καμπανιές και τα βήματα των χιλιάδων αμίλητων που συνόδευαν τη λιτανεία. Εξαπτέρυγα, εικόνες, όπλα, παράσημα, γραβάτες και τσάντες ακολουθούσαν το ζωντανό στην πομπή του. Ο Ρινόκερος μπροστά, με τον αργό του βηματισμό να κατευθύνει τον όχλο και την εικόνα του Αγίου Μαστιγίου στερεωμένη ανάμεσα στα κέρατά του, με κλειστά μάτια σαρώνει την πορεία του. Στο πίσω μέρος της πομπής, δέκα χιλιάδες μασκοφόροι ακολουθούν αργά, σαν το άγριο ζώο που ετοιμάζει επίθεση, με αλαζονικό βάδισμα και περίσσια αυτοπεποίθηση.
Κάποια στιγμή ο Ρινόκερος σταματά τη λιτανεία. Μπροστά του, μια διάφανη σφαίρα, μέσα στην οποία δύο μικροσκοπικά ανθρωπάκια γυμνά, με κακία στο πρόσωπο, χαμογελάνε στον αρχηγό της πομπής. Το ένα τρώει τις σάρκες του άλλου ενώ ένα φίδι ξερνάει αυγά προς όλες τις κατευθύνσεις. Από μια μυστική είσοδο της σφαίρας ένας ιερέας βάζει την εικόνα του Αγίου και την παραδίδει στο ένα ανθρωπάκι. Ξάφνου μες τη γυάλα αρχίζει μια σύγκρουση μεταξύ χρόνου, χώρου κι εννοιών. Τα ανθρωπάκια κρύφτηκαν κάτω από ένα δέντρο κλαίγοντας και παρακαλώντας και τρώγοντας το ένα τ’ άλλο. Οι συμπιέσεις του χώρου και η μη γραμμικότητα του χρόνου τα αποδόμησαν σωματικά και πνευματικά. Το φίδι κατάπιε τον εαυτό του κοροϊδεύοντας την όραση και τη λογική ενώ τ’ αυγά του ήταν τα μόνα που σώθηκαν μετά την έκρηξη της σφαίρας.
Ένας ιερέας μάζεψε τ’ αυγά τα τοποθέτησε με ευλάβεια σε ένα πανέρι και έψαλε το απολυτίκιο του Φιδιού.

Όσοι πέρασαν κείνη την εποχή απ’ τη Μεγάλη Πορεία
Έφεραν μαζί τους μάσκες και μαστίγια στα χέρια τους
Ο όχλος δεν μπορούσε να κρατήσει τη δύναμή τους
Συγχισμένος ασυνεννόητος και φοβικός έχασε τη μάχη
Το φίδι εθριάμβευσε και στον πάντα καινούριο κόσμο
Έφερε τα αυγά του


Την ώρα που τέλειωσε το απολυτίκιο οι μασκοφόροι ξεγύμνωσαν τα σπαθιά τους και ανελέητα καθώς και με απόλυτη πίστη έσφαξαν τον ανίσχυρο όχλο, τους εχθρούς τους αλλά και τους συνεργάτες τους. Τα χτυπήματα ήταν γρήγορα, αδιάκοπα και αλάθητα. Πρώτα έσφαξαν τη λογική, μετά την αλληλεγγύη και τέλος τη βούληση. Αφού τέλειωσαν, την ώρα του σκύλου, έκατσαν πάνω στους σωρούς των πτωμάτων και περίμεναν τον αρχηγό τους να φάει τον Ρινόκερο. Όταν ολόκληρο το ζωντανό κατέληξε στο στομάχι του αρχηγού οι μασκοφόροι εξαφανίσθηκαν. Ο αρχηγός σηκώθηκε όρθιος και ξέρασε απ’ το στόμα του χιλιάδες αυγά κι απ’ τα αυγά βγήκαν φίδια και τα φίδια ξερνοβολούσαν κι άλλα αυγά, κι άλλα φίδια, ώσπου ένα αυγό έσπασε και βγήκε ένας ρινόκερος με την εικόνα του Αγίου Μαστιγίου να περιφέρεται σε κάποια πόλη, μια πομπή, μασκοφόροι…
.......

10/4/09

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ, ΕΝΑ ΧΑΪΚΟΥ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΞΥΠΝΑΔΑ

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ο γέρος ανήμπορος παλεύει με τις μνήμες του...
Πάλι στα κύματά τους παραδέρνει ναυαγός,
Τα χέρια του σαν άγκυρες σφιχταγκαλιάζουν
τα χέρια της καρέκλας,
στρίβει το κεφάλι, κλειστά τα μάτια
Στραμμένος προς τα ‘κει,
στα βάθη της θάλασσας



ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΦΟΒΟΤΑΝ ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ

Αυτός που φοβόταν την νύχτα,
μέρα μεσημέρι
φεγγάρια απλώνονταν στα μάτια του



ΕΞΥΠΝΑΔΑ

ΣΤΟΥΣ ΧΙΛΙΟΥΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ
ΣΤΟΝ ΕΝΑ ΕΙΜΑΙ Ο ΕΝΑΣ
.......

3/4/09

Φρου φρου κι αρώματα

Εγώ δε φοράω άρωμα.

Εσύ φοράς άρωμα;

Όχι γιατί άμα φοράς άστο δε σε θέλω

σήμερα το πρωί στο διάδρομο κάποιος είχε φορέσει άρωμα και μετά που το μύρισα πήγα έξω τρέχοντας έπεσα στα γόνατα κι έκανα εμετό



Οπότε καλύτερα να μη βάζουμε καθόλου αρώματα.





. .......

29/3/09

Στου Ίντερνετ τις σελίδες (Ο Φλοκ)

Στου Ίντερνετ τις φωτεινές σελίδες
βρίσκει ο μικρός ο Φλοκ ό,τι ζητήσει
γνώσεις, παρέες, αιθέριες κορασίδες
κι άλλα, χωρίς ψιλά να ακουμπήσει

Είναι καιρός πια που δεν κόβεται το ρεύμα
κι όλοι κάνουν όμορφα τη δουλειά τους
έτσι κι ο Φλοκ μπροστά στην εικοσιτεσσάρα
ψάχνει τα Σάιτ, μηδενίζεται μπροστά τους

Δεν είν΄μονόχνωτος, μονήρης όμως, όχι
μην τον νομίσετε αναγνώστες μου μυστήριο
κυκλοφορεί, βγαίνει όξω στα Φόρουμ
για ν'αγορεύσει ευφραδώς στ΄ακροατήριο

Φρόντισε μάλιστα κι έφκειαξε και σελίδα
δικό του πράμα, ντόπιο, να μιλάει
τα σώψυχά του να στραγγίζει ως τη ρανίδα
να μπαίνει μέσα ο κάθε άχρηστος να κοιτάει

Ο Φλοκ μας είν΄καλό κοπέλι όμως
τρέχει, βοηθάει όποιονε δεν την παλεύει
ηλεχτρικούς φακέλους γράφει στέλνει μόνος
παγκόσμια ειρήνη, αλληλεγγύη, αγάπη γυρεύει

Εψές ένα του γράμμα εβρήκε μένα
την ώρα που έπινα το Τσάι μπρος στην Oθόνη
Είχα ξεχάσει ο δυστυχής ότι εις το Φόρουμ
είχα υπογράψει σαν «Το Μοναχό Τρυγόνι».
.......

20/3/09

ΡΙΖΙΤΙΚΟ

Σε ψηλό σκαμπό, σε σκοτεινό μπαράκι
κάθεται βοσκός
Κάθεται βοσκός, θλιμμένος λυπημένος ο καημένος
και παρακαλεί
Και παρακαλεί, τον μπάρμαν ν’ ανατείλει
μπάρμαν ανάτειλε
Μπάρμαν ανάτειλε, και δώσε ένα ουίσκι
για να πιω κι εγώ
Για να πιω κι εγώ, ξανά να γίνω φέσι
που μαι μοναχός
Που μαι μοναχός, και βρίσκω τη χαρά μου
στα ηρεμιστικά
Στα ηρεμιστικά, μα και σε άλλα χάπια
γιατ’ αλλιώς μπορεί
Γιατ’ αλλιώς μπορεί, να κάνω φασαρία
να σφάξω και δυο τρείς
Να σφάξω και δυο τρείς, κρατώντας περηφάνια
ζηλιάρης νευρασθενικός
Ζηλιάρης νευρασθενικός, με έχω καταντήσει
γιατί μια ζωή
Γιατί μια ζωή, πρέπει να είμαι βράχος
άντρας δυνατός
Άντρας δυνατός, μα γω σαν στάχυ νιώθω
μες στην ταραχή
Μες στην ταραχή, τ’ ανέμου και του φόβου
μπάρμαν ανάτειλε

Μπάρμαν ανάτειλε, δώσ’ μου κι άλλο ουίσκι .......

5/3/09

Ένας επιτυχημένος τύπος

Ως εδώ δεν τα ΄χω πάει κι άσχημα.

Έχω υψηλή θέση στην εταιρεία και πληρώνομαι
αρκετά καλά, τους είμαι πια απαραίτητος.
Η γυναίκα μου μ΄αγαπάει, μεγαλώνει σωστά τα παιδιά
και μαγειρεύει επίσης ωραία. Φρόντισε κι έχασε πάλι
τα κιλά της εγκυμοσύνης, μόνο για μένα.
Στην πολυκατοικία με χαιρετάν όλοι με χαμόγελο
και για το αμάξι μου κάτω έχει πάντα χώρο.

Παίρνω άδεια δυο τρεις φορές το χρόνο και πηγαίνω στο χωριό,
μ΄αρέσει να κάθομαι στον κήπο και να παίζω χαρτιά
στο καφενείο με τους παππούδες, είναι το χόμπι μου.
Τις Κυριακές συνηθίζω να τρώω στο σπίτι των γονιών μου,
η μητέρα μου μού έχει ακόμα τρομερή αδυναμία.
Τρώμε και μετά πίνουμε μαζί καφέ.

Δε μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται κανείς
να κλέβει, να παίρνει ναρκωτικά, να πίνει ή να καταστρέφει
τη ζωή του και των γύρω του όπως ακούω συχνά να γίνεται στις ειδήσεις.
Η ζωή είναι στο χέρι σου, αρκεί να έχεις όρεξη να δουλέψεις.
Τα πράγματα είναι πραγματικά πολύ απλά:
Με δουλειά, κέφι και όραμα μπορείς να πετύχεις ό,τι θελήσεις.





Ένας πολύ επιτυχημένος τύπος


Καμιά φορά η ζωή είναι ωραία. Και δίκαιη.
Σε λιγότερο από 15 χρόνια έχω σχεδόν ό,τι ονειρεύεται κάθε άνθρωπος.
Λόγω της αποφασιστικότητας και της εξυπνάδας μου βέβαια -
αλλά όπως και να΄χει δεν έκανα ποτέ κάτι το ακραίο.

Πόσοι σαν κι εμένα υπάρχουν στη χώρα;
Σαράντα; πενήντα; δεν το πιστεύω.
Όπου πάω με ξέρουν όλοι. Με χαιρετούν όλοι.
Με γλείφουν και με παρακαλούν όλοι, και το ξέρω και το ξέρουν.
Και μου αρέσει. Γιατί κι αυτοί πολύ θα ήθελαν. Πολύ θα έλπιζαν.
Πολύ θα εύχονταν να είναι σαν κι εμένα.

Κοίτα τους, καμιά φορά τους βλέπω και με πιάνει οίκτος.
Δουλεύουν σαν σκυλιά οι περισσότεροι, για ψίχουλα.
Μου ΄ρχεται να τους δώσω τα ρούχα μου ή το ρολόι μου,
ή να αδειάσω μπροστά τους ότι υπάρχει στο πορτοφόλι μου.
Όμως δε χρειάζεται, τέτοιοι άνθρωποι σε μισούνε.
Θα χαίρονταν πολύ στην καταστροφή σου, θα σε πάταγαν
στο πρώτο σου λάθος. Είναι παλιά αλήθεια:
Ψηλά, είσαι και πρέπει να είσαι μόνος.

Έλα δω, κάθισε λίγο πιο κοντά.
Βλέπεις τα πετραδάκια; Αληθινά διαμάντια είναι.
Τα παράγγειλα κατευθείαν απ΄ το Λονδίνο, μόνο για σένα.
Φόρα τα, είναι δικά σου. Σε ομορφαίνουν πολύ
με το κόκκινο φόρεμα.

Τώρα θέλω να σε δω μόνο με αυτά.





Ένας αποτυχημένος τύπος


Πάλι θα τη βγάλω με ψωμοτύρι, δεν τα γράφουν πια.
Αλλά δεν πάνε όλοι στο διάβολο. Από τη στιγμή που αποφάσισα
να φτάσω ως την άκρη ήταν γνωστά όλα αυτά.

Ίσως να μην έχει πια νόημα, αλλά η γραμμή για μένα
έχει χαραχτεί μια για πάντα και δεν αλλάζω, τέλος.
Είμαι ο μυστήριος, ο παράξενος, ο ναρκομανής
ή ο κλέφτης, ανάλογα με το τι βολεύει κάθε φορά
τον καθένα.

Όμως σημασία έχει μόνο ότι δεν υπέκυψα.
Σε καμία πίεση, που δεν ήταν και λίγες.
«Λυπούμαστε κύριε, είμαστε υποχρεωμένοι από το νόμο να....»
Να πάτε να γαμηθείτε. Αυτό είσαστε πρώτα απ΄όλα υποχρεωμένοι.
«Με συγχωρείς, αλλά εσύ δεν αλλάζεις με τίποτα. Φεύγω.»
Να φύγεις. Κι εσύ.
Κοντά μου δε θέλω άλλα βάρη.

Πού είχα βάλει εκείνα τα κομμάτια με το Μάρκο;
Α, να. Πες τα ρε μάγκα, εσύ είσαι σωστός.

Αύριο θα βρέχει μάλλον, κι άλλη μέρα χωρίς ψάρεμα.
Δε βαριέσαι.
Αύριο ή μεθαύριο.
Για μένα δεν έχει καμιά διαφορά.
.......

22/2/09

Η ΠΟΡΕΙΑ

Πρέπει να βαδίζω γρήγορα δίχως σταματημό
Να αποφασίζω αμέσως την κατεύθυνσή μου
Και να μην διστάζω στο δρόμο
Να βρίσκω σημεία άδεια
Όχι πολυσύχναστα μέρη
Τα πόδια μου ασταμάτητα
Να μην πανικοβληθώ
Αλλιώς η βόμβα θα σκάσει
Ποιος την έβαλε κι εγώ δεν κατάλαβα τίποτα
Την ώρα που κοιμόμουν μάλλον
Ας πάω δεξιά
Να ναι στα πλευρά ή στον θώρακα
Τέλος πάντων δεν πρέπει να σταματήσω
Όχι πολυκοσμίες
Ούτε χαιρετισμούς και συζητήσεις με κανέναν
Ανακόπτουν την πορεία
Αριστερά γρήγορα
Ούτε ωραίες κοπελιές να κοιτάζω
Μπορεί να ξεχαστώ
Πάλι αριστερά
Αρχίζω και κουράζομαι
Πως θα αντέξω
Πως;
Να βρώ ευθεία
Γρήγορα
Μήπως να κάτσω
Όχι ποτέ
Λίγο, ίσως να μην γίνει τίποτα
Τέσσερις ώρες περπατάω
Ας πάω λίγο πιο αργά
Ωραία έχω περισσότερες δυνάμεις έτσι
Μήπως είναι στο μυαλό μου
Μήπως δεν γίνει τίποτα;
«Το καλό»
κρεοπωλείο
ρε που βρίσκουν αυτά τα ονόματα
παραλίγο ν’ αφεθώ
ωραία η παραλία
αλλά να μην πηγαίνω απ την άμμο θα κουραστώ
ας σταματήσω ένα δευτερόλεπτο
έτσι για δοκιμή
κι αν;
κι αν σκάσει;
Μ’ αρέσει η ζωή μου, περπάτα
Δεν ξέρω που βρίσκομαι
Η αναπνοή μου δυσκολεύει σιγά σιγά
Αγχώνομαι, φοβάμαι, ιδρώνω, διψάω, κατουριέμαι, κουράζομαι, πεινάω, νυστάζω, πονάω, κλαίω, φωνάζω, ουρλιάζω, τρέχω, ζαλίζομαι, κρυώνω, φωνάζω, ουρλιάζω, τρελαίνομαι
Σταμάτα
Όχι τρέχα
Θα σταματήσω κι ας σκοτωθώ
Τρέχα
Θα πέσω στην άμμο κι ας σκάσει η κωλοβόμβα
Να σκοτωθώ μόνος μου χωρίς να σκοτώσω κανένα
Τώρα
Όχι τρέχα
Τώρα ρε
Όχι
Δεν μπορώ άλλο το μαρτύριο
Πέφτω
Βρίσκομαι στην άμμο
Ακίνητος
Περνάνε δυό λεπτά
Τίποτα
Ανοίγω τα μάθια μου
Τίποτα
Ευτυχώς παναγία μου
Φώτα αστράφτουν γύρω μου
Θα ονειρεύομαι μάλλον
Ας κοιμηθώ

Τρεις ώρες πριν στο κρεοπωλείο «Το καλό», ο έμπορας συζητά με έναν πελάτη.
-τον είδες αυτόν που πέρασε απ’ έξω;
-ναι τι είναι αυτός;
-ολότρελος. Ξυπνάει το πρωι και τρέχει μέχρι το βράδυ και πάει και κοιμάται στην παραλία.
-πυροβολημένο δηλ.
-ναι το κακόμοιρο το Στελάκι. Κατά τις οχτώ πέρνα απ’ την παραλία να τον δεις. Στέκονται οι τουρίστες και τον παίρνουν φωτογραφία. Αφού εδώ οι αλήτες έχουν βρεί τον τόπο που πάει και πέφτει κι έχουν στήσει ολόκληρη επιχείρηση. Λοιπόν, πόσα κιλά αρνί θες;
-δυό.
-ωραία.
.......

17/2/09

Ένας σχεδόν κανονικός τύπος

Έχω μια βαθιά λύπη.

Κι όμως, ζω μια όμορφη ζωή.
Έχω μια καλή δουλειά, φίλους που αγαπώ και που
χαίρονται κι αυτοί για την συντροφιά μου,
ένα κορίτσι που κάνουμε πάντα όμορφο έρωτα,
είμαι υγιής. Έχω ταξιδέψει και ταξιδεύω ήδη αρκετά,
σε διάφορα μέρη του κόσμου.

Έχω όρεξη να δημιουργήσω, να φανώ
χρήσιμος στους ανθρώπους γύρω μου και στο περιβάλλον
και με εργατικότητα και θετική σκέψη με περιμένει
μια ακόμη πιο όμορφη και στρωτή ζωή.

Κι όμως, πολύ συχνά νιώθω μια ατέλειωτη λύπη.




.......

10/2/09

Ένας κανονικός τύπος

Έπρεπε να το κάνω τελικά, ήταν σωστή σκέψη.
Δεν έπρεπε να έχω τόσον καιρό ενδοιασμούς.
Αλλά κι ο κύριος Β. πολύ καλός άνθρωπος, με έκανε
να νιώσω πολύ άνετα. Με δέχτηκε και με ρώτησε για όλους.

Τα καθήκοντά μου απλά, μου τα εξήγησε όλα.
Κυρίως γραφείο αλλά κι εξωτερικές δουλειές, θα μείνει
εννοείται ευχαριστημένος, όταν χρειάζεται δουλεύω σκληρά.
Μόνο που οι άλλοι με κοίταζαν με μισό μάτι - θα περίμεναν
φαίνεται κανένα δικό τους.
Αλλά δε μου καίγεται καρφί, όλοι έτσι δουλεύουν.
Εγώ θ΄ αλλάξω τον κόσμο;

Οπότε λέω σιγά σιγά να αρχίσω να φτιάχνω τη ζωή μου:
να ψάξω για καλύτερο σπίτι, ν΄ αλλάξω το παλιό μου αμάξι,
να φορέσω κάνα ρούχο της προκοπής...
Ως και διακοπές στο εξωτερικό μη σου πω ότι θα πάω.

Με περιμένει από δω κι εμπρός μια εντελώς καινούρια ζωή.





.......

31/1/09

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΙΣ

Κοιταχτήκαμε κι αμέσως έφυγα καταλήγοντας στους στενούς δρόμους της πόλης. Αυτός ανέβηκε στο αερόστατό του και με προσπέρασε σε ελάχιστο χρόνο.Σε μια στροφή χτύπησε σε ένα μπαλκόνι και τα ρούχα του που είχε για να περάσει ένα μήνα πάνω στο μεγάλο κάστρο έπεσαν στον δρόμο. Μέχρι να στρίψω είχε κατέβει και τα μάζευε, ενώ ταυτόχρονα με πλησίασε ένας τύπος, με ένα καχύποπτο και συνάμα βλακώδες ύφος, λέγοντάς μου ότι ήθελε να δει αν έχει γίνει κάποια ζημιά. Σκέφτηκα ότι θα ‘ταν ο ιδιοκτήτης, αλλά τα κτίσματα ή τέλος πάντων αυτά τα παραμορφωμένα σπίτια στον 3ο τομέα της πόλης δεν ανήκουν σε κανένα. Ήταν κολλητά το ένα με τ’ άλλο με σκέπες μυτερές γερμένα προς την γη, μεγάλα πολύπλευρα παράθυρα και βαριές πόρτες. Πήρα το δρόμο για το ξενοδοχείο όπου έμενα. Ανέβηκα στο δωμάτιο 1407, κι αφήνοντας σε μια άκρη τα πράγματά μου βγήκα στο μπαλκόνι. Ένας νάνος που ήταν στην πόρτα μου είπε να κάτσω. Μ’ έγδυσε κι έφυγε. Απέναντι στις αρχαίες κολώνες με το ελάχιστο αέτωμα που τις ένωνε δύο άνθρωποι προσγειωθήκανε με αλεξίπτωτα. Ο ένας χόρεψε πάνω σ’ αυτές δίχως να πέφτει. Κοιτούσα άναυδος ενώ δίχως να κινήσω τα πόδια μου βρέθηκα μέσα στο δωμάτιο. Σε λίγο κι οι δυο πήδηξαν απ’ τις κολώνες και μαζί μ’ αυτούς μια κοπελιά. Σηκώθηκα και κοίταξα χαμηλά στο δρόμο αλλά κι οι δυο είχαν εξαφανιστεί. Προσπαθώ να κρύψω τη γύμνια μου πίσω από μια κουρτίνα απ’ τον άνθρωπο που μόλις μπήκε. Του ζητάω να μπει στον ξενώνα μέχρι να ντυθώ. Αυτός συμφώνησε και ξάπλωσε στο κρεβάτι σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Αποτράβηξα την κουρτίνα κι άνοιξα τη βαλίτσα μου. Δεν είχα τίποτα μέσα παρ’ όλο που σ’ όλη τη διαδρομή μου φαινόταν ασήκωτη. Αφού ντύθηκα μπήκαν άλλοι τρεις τύποι στο δωμάτιο μαζί με ένα καθυστερημένο. Με χαιρέτησαν θερμά σαν να είμαστε γνωστοί. Το καθυστερημένο μου χάιδευε τ’ αυτί με φιλούσε στο μάγουλο λέγοντάς μου πολλές φορές «Δημοκρατικός είμαι». Καθώς με πλησίαζε πολύ, η εκπνοή του με γαργαλούσε κι εγώ γελούσα.
Ξύπνησα απότομα. Κοίταξα σαν χαμένος τους τοίχους που με περιβάλλανε και καθώς κατάφερα, από τη ζάλη του ύπνου ξεφεύγωντας, να ξεκαθαρίσω την φωτογραφία του Αδόλφου και τη σημαία με τη σβάστικα απέναντί μου, ανάσανα με ανακούφιση.
Την επομένη με κάλεσαν επειγόντως στο γραφείο του διοικητή των S-S. Όταν μπήκα μέσα ο διοικητής με κοίταξε πολύ εκνευρισμένος. Έτρωγε τα μουστάκια του και γυρνούσε πάνω κάτω στο δωμάτιο ανήσυχος. Δεν είπε κουβέντα για 5 λεπτά. Κι ύστερα γυρνώντας προς εμένα απότομα είπε
- Είσαι πιστός στον Αδόλφο;
- Μάλιστα.
- Μάλιστα.(με ειρωνικό ύφος.) Εγώ άλλες πληροφορίες έχω.
- Από ποιόν;
- Απ’ την επιτροπή υπνοπαρακολούθησης.
- Ποιάν;
- Αυτό που άκουσες. Χθες το βράδυ σ’ επισκέφθηκε κατάσκοπος δικός μας κι όταν σου είπε ότι δήθεν είναι δημοκρατικός εσύ γέλασες. Δεν έδειξες την απαιτούμενη εγρήγορση που θα έπρεπε να έχει ένας λοχαγός του Γ΄ Ράιχ. (ουρλιάζοντας).
- Μα πώς επεμβήκατε στο όνειρό μου;
- Σκάσε ρε λες πολλά. Κι επειδή έχει ξανασυμβεί κι άλλες φορές από μέρους σου αυτή η μαλθακή στάση εμείς πήραμε τις αποφάσεις μας. Θεωρείσαι προδότης.
Πάρτε τον, φώναξε προς την πόρτα. Αυτή άνοιξε και τέσσερις στρατιώτες με τράβηξαν με την βία έξω. Με κατέβασαν στην αυλή, μ’ έστησαν στο εκτελεστικό απόσπασμα αποτελούμενο από άλλους τέσσερις στρατιώτες στο ενάμιση μέτρο με τα όπλα να κοιτάν την καρδιά μου. Παρατηρώντας τους κατάλαβα ότι ήταν οι τέσσερις τύποι που βρέθηκαν στο δωμάτιο 1407.
Αρνήθηκα να μου κλείσουν τα μάθια. Τέσσερις ταυτόχρονες ντουφεκιές. Βρέθηκα ξαπλωμένος κάτω. Ένας αξιωματικός με πλησίασε να μου ρίξει τη χαριστική βολή. Γέλασα δυνατά. Ήταν το καθυστερημένο απ’ το όνειρο. Μετά, σκοτάδι, σιωπή κι ακινησία.
.......

21/1/09

Στο σταθμό

Αναρωτιέμαι τι μ΄ έκανε να έρθω να καθίσω στο σταθμό, στη μέση μιας δύσκολης και κουραστικής μέρας. Ίσως είναι αυτή η παράξενη διάθεση που παλιά στο χωριό με οδηγούσε ψηλά στην εκκλησία (όχι λόγω πίστης, μάλλον η μυστηριακή συντροφιά των νεκρών με γοήτευε) ή σε απομακρυσμένα χωράφια γεμάτα πέτρες και ελιές που συνήθως δεν βρισκόταν κανείς. Περπάταγα για ώρες ανάμεσα σε πέτρες, δέντρα και ξερόχορτα καρφώνοντας συχνά στο χώμα ένα ξύλο ή ένα καλάμι που έβρισκα στο δρόμο μου.
Εδώ, στη φιλόξενη αυτή πόλη που ζω, δεν υπάρχει εκκλησία σε ύψωμα ούτε κάποιο μέρος που να μπορείς να είσαι απολύτως μόνος σου. Βρίσκει όμως κανείς σχεδόν ό,τι θελήσει: πιο πολλούς ανθρώπους με ίδια ενδιαφέροντα, πιο πολλά μαγαζιά για βόλτα ή για ψώνια, πιο πολλά θέατρα, βιβλιοπωλεία, πάρκα, μουσική. Ακόμα και πιο πολλά νεκροταφεία έχει. Στο χωριό πηγαίνω ακόμα συχνά, αλλά πια μόνο για μερικές ημέρες.
Καθώς το παρελθόν σκεπάζεται όλο και περισσότερο από τη γνωστή ομίχλη της εξιδανίκευσης και του καθαγιασμού και μετατρέπεται σιγά σιγά σε ανάμνηση, αναρωτιέμαι αν αυτό που ζω το έχω πράγματι επιλέξει, αν μου επιβλήθηκε μέσα από περίπλοκες σχέσεις ανθρώπων και συμφερόντων κι αν ακόμα τα ψιθυρίσματα που ακούω συχνά στον ύπνο μου είναι απ΄ τις νεράιδες που ζουν πάντα στα μακρυνά χωράφια στο χωριό και με καλούν πίσω γιατί έχασαν τη συντροφιά μου.
.......

14/1/09

Η ΦΑΛΑΙΝΑ

Μια τεράστια φάλαινα βγήκε στην ακτή κι αργοπεθαίνει.
Μια τεράστια φάλαινα βρίσκεται νεκρή στην ακτή.
Πλήθος κόσμου φωτογραφίζει την πανέμορφη φάλαινα.
Κι αυτή κείτεται αδιάφορα δίχως να δίνει σημασία, στημένη σαν μοντέλο
για τα ηδονοβλεπτικά διαφράγματα των φωτογραφικών φακών.
Κι ύστερα, διαμελίσανε τη φάλαινα σε μεγάλη αλυσίδα super market

με πολλά υποκαταστήματα σ' όλο το βασίλειο. .......