28/11/09

Πάτρα - Κέρκυρα, με το πλοίο (2/8/08)

Όταν το βράδυ ξύπνησα στο κατάστρωμα μετά από δυο ώρες ύπνο, σε είδα να κοιμάσαι ήρεμα στο απέναντι παγκάκι χωμένη σ΄ένα σκούρο μπλε σλίπινγκ μπαγκ. Είχες έντονα βαμμένα μάτια και μπόλικα σκουλαρίκια, ενώ οι βυσσινί σου κάλτσες ξεχώριζαν κρεμασμένες έξω, προς το διάδρομο. Ήρθες και ξάπλωσες δίπλα μου την ώρα που εγώ κοιμόμουν, και για κάποιο λόγο σκέφτηκες πως η άδεια αυτή θέση πλάι μου σου έκανε, ανάμεσα σε πάρα πολλές άλλες. Άνοιξα τα μάτια και είδα κατευθείαν το πρόσωπό σου. Προσπάθησα να ξανακοιμηθώ, αλλά είχες τα χαρακτηριστικά όλα των κοριτσιών που με αγγίζουν αμέσως, οπότε ο νυσταγμένος μου ενθουσιασμός δε θα μπορούσε να μ΄αφήσει έτσι εύκολα αν δεν έκανα κάτι. Πήρα λοιπόν το τετράδιο κι άρχισα να γράφω.
Φορούσες ένα μαύρο μπλουζάκι κι ένα στενό σκούρο παντελόνι και τα μαλλιά σου μπερδεύονταν στο πρόσωπό σου χαρίζοντάς σου μια ομορφιά αθώα κι ανεπιτήδευτη. Είχες βάλει κι εσύ για προσκεφάλι μια τσάντα ακριβώς ίδια με τη δικιά μου, μόνο σε διαφορετικό χρώμα (ξεβαμμένο κόκκινο εγώ, χακί εσύ), παραγεμισμένη όπως κι η δικιά μου με λιγοστά ρούχα, που κοίταζε σαν τη δικιά μου ακριβώς προς την ίδια κατεύθυνση. Είχαμε επίσης το ίδιο ύψος.
Αυτή η σιωπηλή, σχεδόν στρατιωτική μας συμμετρία θα με έκανε αυθόρμητα πριν από 100 χρόνια να σε φωνάξω «συντρόφισσα», με όλη τη ζεστασιά που η λέξη αυτή μπορεί κάποτε να κουβαλούσε και να σε κοιτάξω κατευθείαν στα μάτια (χε! σου άρεσε μάλλον το τελευταίο γιατί μόλις το έγραψα άλλαξες πλευρό δείχνοντάς μου το λαιμό σου). Σήμερα όμως θα σε αποκαλούσα απλώς με το όνομά σου, προσπαθώντας να μη βάλω στο βλέμμα μου τίποτα από τον ενθουσιασμό που ίσως ένιωθα για να κερδίσω πιο απλά και άμεσα την εμπιστοσύνη σου.
Κρίμα όμως που μια τέτοια στιγμή μεταξύ μας δεν πρόκειται να έρθει ποτέ. Δε μου αρέσει να κάνω πίσω, αλλά να, η μόνιμή μου η συντρόφισσα δε θα χαιρόταν και πολύ για μια τέτοια προοπτική, οπότε λέω τώρα μάλλον να ξανακοιμηθώ -και πού ξέρεις! ίσως σε λίγο να ξυπνήσεις εσύ, και να γράψεις λέει κι εσύ ένα παρόμοιο κείμενο πάνω απ΄ το δικό μου σώμα που θα ανασαίνει ρυθμικά δίπλα σου.
.......

21/11/09

ΓΟΛΓΟΘΑΣ

Η τεράστια χελώνα ανέβαινε τον λόφο με πολύ αργό βηματισμό. Ο λόφος ήταν περίφημος για το χαμηλό, ξερό αλλά και συνάμα επιβλητικό δέντρο που στεκόταν μόνο του στην κορφή. Το δέντρο ήθελε να φτάσει η χελώνα, κάτι που την είχε κάνει να περπατάει ασταμάτητα εδώ και βδομάδες ερχόμενη από τα συμπιεσμένα σύμπαντα και τις διαστρεβλωμένες ημέρες του μακρινού τόπου της. Το βάδισμά της τράνταζε την πλαγιά και ξύπνησε τα δαιμόνια που κοιμόντουσαν για αιώνες μέσα στο χώμα. Αιώνες είχε να πλησιάσει ζωντανό πλάσμα την περιοχή και κάποιοι περιπατητές του Μεσαίωνα όπως ο πατήρ Καντρόλιρχος κι ο Νεφομίρ Εσφάν, από μακριά μόνο, αντίκρυσαν τον λόφο. Δεν τόλμησαν ούτε να προσπαθήσουν να τον διασχίσουν ξέροντας τις ιστορίες για τα δαιμόνια. Μονάχα ο αέρας τον χαϊδεύει κι όταν πλησιάζει την κορφή προσέχει και σβήνει. Κι ο Θεός όταν το βλέμμα του σμίγει της γης, στο σημείο εκείνο χαμηλώνει τα μάθια του από ντροπή για τα έργα του.
Σιγά σιγά η χελώνα έφτασε στη μέση της διαδρομής κι εκεί σταμάτησε λίγο για να ξαποστάσει. Τα δαιμόνια την παρακολουθούσαν ανελλιπώς ανέκφραστα κι ακίνητα. Τίποτα δεν ακουγόταν παρ’ εκτός το λαχάνιασμά της. Σε λίγο σταμάτησε κι αυτό. Από καιρό σε καιρό κοιτούσε το δέντρο και σαν να έπαιρνε κουράγιο συνέχιζε την πορεία της με λιγότερες κάθε φορά δυνάμεις. Η συνεχής εναλλαγή κρύου και ζέστης, προνόμιο κι αυτό του λόφου, εξαθλίωνε τον τεράστιο αυτό περιπατητή. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να κατέβει, άλλωστε η κατάβαση είναι πάντα πιο εύκολη. Σε κάποιον ετοιμοθάνατο ήλιο όταν συνάντησα τον Θεό κατατρεγμένος από τα άστρα,μου ψιθύρισε ότι κάποιο έγκλημα είχε κάνει κι ήθελε να αυτοτιμωρηθεί. Γι’ αυτό μάλλον δεν έφευγε σκέφτηκα, στον τελευταίο ρόγχο του νεκρού πια ήλιου. Συνέχισε λοιπόν το βάδισμά της με περισσότερα αυτή τη φορά διαλείμματα. Κοίταξε προς τα κάτω με κάποια περιφρόνηση σαν να είχε φτάσει σε κάποιο ανώτερο επίπεδο ύπαρξης, ύστερα έσκυψε το βλέμμα της προς τα πόδια της. Πληγωμένα τα βρήκε και ξεθεωμένα κάτι το οποίο μέχρι τώρα δεν το είχε ξανασκεφτεί. Όση ώρα έμεινε ακίνητη τα πλάσματα του λόφου είχαν βγει από τις τρύπες τους κι από μακριά παρακολουθούσαν. Καθόταν και συζητούσαν χλευάζοντάς την κι όταν αυτή προχωρούσε από μακριά, κι αυτά ακολουθούσαν, πολλές φορές χειροκροτώντας ειρωνικά. Αυτή δεν έδινε σημασία σερνόμενη στην κορφή. Ο ήλιος από καυτός που ήταν το ένα δευτερόλεπτο έδινε τη θέση του στο ψύχος που μπορούσε να νεκρώσει τα πάντα. Η λάσπη και η βρώμα όσο πλησίαζε την κορφή γινόταν αφόρητες, κι εγώ γελούσα γιατί τα γουρούνια με δίδαξαν να καθαρίζομαι στις λάσπες.
Η χελώνα έφτασε στην κορφή κι ήθελε τρία βήματα για να φτάσει το δέντρο. Όμως ανήμπορη όπως ήταν έπεσε κάτω χωρίς να μπορέσει να ξαναπερπατήσει. Το κεφάλι της στην αρχή το έτριβε γρήγορα στο χώμα μπας και καταφέρει να ξυπνήσει τα ακίνητά της μέλη. Γρήγορα κι αυτό έμεινε ακίνητο. Ένας κόμπος στον λαιμό, δάκρυα στα μάθια στη θέα του ξερού μα επιβλητικού χαμηλού δέντρου, γέννημα λανθασμένων αστρικών υπολογισμών και μνησικακίας. Τα δαιμόνια στάθηκαν πάνω απ’ το κορμί που θα ικανοποιούσε την πείνα τους, χειροκροτώντας την, ξανά, ειρωνικά.
.......

19/11/09

Κάποτε στη Γη

Και ξαφνικά,

σαν ανέκφραστος οπλισμένος άγγελος απ΄το μέλλον

έφτασε στη Γη

η Εποχή της Πληροφορίας.



.......

8/11/09

Εις Επαρχία

Aνηφορικός δρόμος
εις επαρχία.
Σπίτια κολλητά - διαστάσεις των ίσες -
πατζούρια καλουπωμένα.
Εις καθένα το χρώμα καφέ δεσπόζει ίσως κίτρινο
αυτό της ώχρας ή το χρώμα εδάφους εκείνου.

Λεν σε κάποιο ή σε μερικά κατοικούσαν αγνώστοι
μυστήριοι εργένηδες ιατροί ή άλλοι χρόνια διάφορα
χωρίς μη ένα επισκέπτην
- καιροί παρελθόντες. Μετά ανεχώρησαν -
πήραν ελάχιστα - δε θυμάμαι προς πούθε
μπορεί να τραβήξαν.

Εις προαύλια -αν δύνανται τέτοια- αγκάθια δεσπόζουν
πλατύ το σκαλί
περβάζι με άχυρα η πλάκα αποπάνω - ώρα να μπαίνουμε.

Σανίδες με μούχλα - διάδρομοι σκιεροί -
βελόνες μαγνητισμένες σκουριασμένα εξαρτήματα.
Βαλίτσα στο πάτωμα λιγοστά ποτήρια να μας σκοπεύουν,
οι ένοικοι ζούσαν λατρεύοντας ρέμβη ποθώντας ίσως τη μέθη.
Μετά έφυγαν -η ζωή των θα ήτο άλλη.
Μετά εταξίδεψαν -άνευ ανθρώπων, μα και σιμά τους.

Εις ύψος τρανόν όρος τέλεια δένει με τας ερήμους οικίας.
Οι οροφές των από εδώ φαντάζουνε κήποι φαντάζουν τοπία
αλλόκοτης φύσης - μα ώστε έτσι να είναι;

Ο ουρανός τριανταφυλλής με νέφη χορού το ζεστό
ετούτο απόγευμα
οι μύγες πετούν τα σπουργίτια γυρίζουν
οι σαύρες αργήσανε

και ο Χρόνος, ο Ίδιος,

εργάζεται εμπρός μας
για όλους

και για τον καθένα μας.
.......