22/6/08

Τέλος

Οι άνθρωποι θα μολυνθούν
Τα ζώα θα μολυνθούν
Τα βουνά και οι θάλασσες θα πεθάνουν

Όμως η Γη
θα συνεχίσει ατάραχη την πορεία της στο Σύμπαν
γεννώντας ξανά νέα ζωή
και βλέποντάς την πάντοτε
να τελειώνει.


.......

14/6/08

Πτήση

Καθώς ο Μπετόβεν έχει γίνει πια πολύ ενοχλητικός τραβώντας μου επίμονα το μπατζάκι, αναρωτιέμαι αν πρέπει να τελειώσω πρώτα το κόκκινο Αυστριακό μου κρασί ή με μια κλωτσιά να τον στείλω επιτέλους κάτω, ησυχάζοντας μια για πάντα από την εκνευριστική παρουσία του. Συνειδητοποιώντας όμως πως η πτήση τελειώνει, αρχίζω ν΄ ανησυχώ μήπως σε λίγα λεπτά βρεθούμε εγώ κι αυτός αντιμέτωποι πρόσωπο με πρόσωπο, οπότε κάτι τέτοιο σίγουρα δε θα με συμφέρει. Πατάω το stop. Βγάζω τ΄ ακουστικά απ΄ τ΄ αυτιά μου, κοιτάω γύρω και ήδη το στομάχι μου συμπιέζεται, δυστυχώς όμως όχι μόνο από τη διαφορά ύψους. Το αεροπλάνο αυτό δε θα καταφέρει να προσγειωθεί ποτέ, όλες οι ενδείξεις αυτό δείχνουν. Ο κυβερνήτης δεν είπε τίποτα προφανώς για να μην προκαλέσει κι άλλο πανικό στους επιβάτες του και στο πλήρωμα την ώρα που προφανώς είναι αργά πια για οτιδήποτε, ακόμη και για μια τελευταία κίνηση σωτηρίας. Οι διπλανοί μου φαίνονται να μην το έχουν καταλάβει ακόμα και συνεχίζουν αμέριμνοι να διαβάζουν, να κοιμούνται, να ακούν μουσική. Νομίζουν πως η πτήση αυτή θα εξελιχθεί όπως όλες οι άλλες, με χειροκροτήματα, χαμόγελα και παραλαβή αποσκευών. Νομίζουν...Ένα μωρό δυο θέσεις πιο πέρα κλαίει σπαρακτικά. Είναι τυλιγμένο με μια γαλάζια κουβέρτα για να μην κρυώνει απ΄ το αιρ κοντίσιον. Το βλέπω καθαρά, αυτόν κι εμένα μας απασχολούν τα ίδια πράγματα. Μην κλαις μικρέ, αυτό που θα μας συμβεί ίσως θα ΄πρεπε να το θεωρήσουμε τύχη, τόσοι φιλόσοφοι το είπαν και το σκέφτηκαν. Μην ανησυχείς για το εκκωφαντικό τρίξιμο και τους ξαφνικούς 800 C, δύο δεπτερόλεπτα θα ΄ναι μόνο, ούτε που θα καταλάβουμε τίποτα. Είναι μόνο η στιγμή που αγγίζεις με τα δάχτυλά σου το γυμνό καλώδιο, τίποτα άλλο.
Ενώ όλοι έχουν αρχίσει πια να ουρλιάζουν απ΄τη συντριβή τού δίνω την πεσμένη πιπίλα του σε μια υπερβολική πράξη αλληλεγγύης προς την ανθρώπινη μοίρα. Μια λαμαρίνα σφηνώνεται στο στέρνο μου. Καθώς γλιστράω από τη ζωή σκέφτομαι το στρογγυλό στήθος της παλιάς μου συμαθήτριας Κατερίνας.
.......

10/6/08

Μάθημα Κιθάρας Με Ένα Παρανοϊκό Μυαλό

Πέμπτη, η ώρα 7 και ο δάσκαλος της κιθάρας σε ένα τυχάρπαστο ωδείο, σε μια βαρετή πόλη, μελετάει το όργανο μέχρις ότου εμφανιστεί ο επόμενος μαθητής, ή το θύμα καλύτερα.
Η αλήθεια είναι ότι από το συγκεκριμένο μαθητή κανείς δεν περίμενε πολλά όσον αφορά την απόδοσή του στη μουσική. Όμως το φιλότιμό του και η προσπάθεια, σαν μία γενικότερη έννοια, στην οποία έχει υπομείνει τον εαυτό του, λόγω των οικογενειακών αλλά και κοινωνικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε όντας γόνος μεταναστών, δεν τον άφηνε να τα παρατήσει (δεν το δεχόταν στον εαυτό του ρε παιδί μου). Κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα και κάνει την εμφάνισή του ο εν λόγω μαθητής, ή θύμα που λέγαμε. Την ίδια στιγμή ο δάσκαλος πλημμυρίστηκε από μια αόριστη τσαντίλα, ξέροντας τι θα υπομείνει. Παρ’ όλ’ αυτά συνέχισε να μελετάει περιμένοντας τον άλλο να ετοιμαστεί. Να βγάλει την κιθαρίτσα του, το τετράδιο με τις νότες που δε μπορεί με τίποτα να μάθει, το υποπόδιο και το αναλόγιο. Ο μικρός όμως δε χαμπάριαζε κι έμεινε σαν χάνος να περιμένει (ένας θεός γνωρίζει τι ακριβώς).
- Βγάλε την κιθάρα. Λέει ο μέγας διδάσκαλος και απόλυτος άρχοντας της ώρας 7-8 στη συγκεκριμένη αίθουσα.
Με μια απότομη μα και δουλοπρεπή κίνηση, το θύμα, ετοιμάστηκε σε λιγότερο από ένα λεπτό.
- Τι είχαμε κάνει την προηγούμενη φορά;
- Εεε…(βαριανασαίνει) τις νότες έπρεπε να διαβάσω.
- Μα’στα. Τις διάβασες;(με ύποπτο γλυκό τρόπο).
- Ναι αλλά δυσκολεύομαι λίγο.
- Ωραία. Που βρίσκεται το Λα παιδί μου;
Το παίζει αμέσως.
- Μπράβο. Και το ντό;
Το βρίσκει αμέσως και αυτό.
- Πολύ ωραία, φτηνά θα τη γλιτώσω σκέφτεται ο άρχοντας. Και το ρέ;
Κάπου εκεί η έμπνευση σταμάτησε. Το θύμα κοίταζε δεξιά, ύστερα αριστερά, κατόπιν στο πάτωμα αλλά δεν του ξέφυγε και το φρεσκοβαμμένο ταβάνι. Ο άρχων του τρόμου έδειξε κι αυτός ενδιαφέρον για το ταβάνι και μες στην απόλυτη σιγή φαινόταν ολοκάθαρα η απόλυτη διαφωνία αναμετάξυ των για την επιλογή του χρώματος. Ο μικρός έδειξε να προσπαθεί φιλότιμα να βρει τη διαβολεμένη νότα η οποία επιμελώς του κρυβόταν. Τελικώς δεν κατάφερε τίποτα εξόν να εκνευρίσει τον αθώο καθηγητή.
- To ρε; με εμφανή τα πρώτα σημάδια εκνευρισμού.
Μέγα παύση κατά την οποία ο μαθητής χτυπούσε το κεφάλι του ελαφρά, άρχισε να ιδρώνει και να μην αισθάνεται καθόλου άνετα στο συγκεκριμένο χώρο.
- Το ρε; λίγο πιο ήρεμα αυτή τη φορά αφού έβλεπε την δυσκολία του και την προσπάθειά του.
- Δε θυμάμαι. Εδώ μήπως; (ξαναπαίζοντας το ΛΑ)

Αυτό ήταν. Ο εκνευρισμός υπερχείλισε το φράγμα της υπομονής κι ούτε ο ίδιος ο καθηγητής δε μπορούσε πια να προβλέψει το τι θα συμβεί. Διότι δεν έφτανε που το θύμα δεν εθυμάτο το ρε αλλά έπαιξε νότα, πάνω στην απελπισία του, την οποία είχε προηγουμένως βρει σωστά και σίγουρα δεν ήταν η ρε. Αυτή η παρανοϊκή κατάσταση έβγαλε έξω απ’ τα ρούχα του τον άρχοντα.

-Εκεί; Μήπως; Τι έπαιξες εκεί πριν; Ε; τι πάτησες ρε μαλακιστήρι; Πώς την είπες αυτή τη νότα ρε;
-Ρε την είπα.
-Όχι το ρε τη νότα αλλά τη βρισιά.
-Δε σας έβρισα.
-Εγώ σε βρίζω ρε μπάσταρδο. Κοίτα μούτρα που θέλει να μάθει κιθάρα.(γλυκαίνει με μία τεράστια ειρωνεία στο χαμόγελό του). Παιδί μου για να μάθεις μουσική πρέπει να μπορείς να σκέφτεσαι. Αλλά αυτό εσύ δε μπορείς κατά πως φαίνεται. Σ’ αυτό εδώ το κομμάτι (δείχνοντας του ένα γραμμένο με στυλό κομμάτι που θα έπρεπε να είχε ετοιμάσει κείνη την μέρα) ποια είναι η ρε ΡΕ ΒΛΑΚΑ ΖΩΟ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΕ ΚΩΛΟΠΑΚΙΣΤΑΝΕ. Ποια είναι; ε; τώρα, πες. Πες τώρα. Τώρα ρε μαλακισμένο.
- Εεεε…
- Έξης
-Νομίζω… αυτή εδώ η δεύτερη
-Αυτή την έπαιξες πριν και δεν την λένε ρε. Πως την λένε αυτή;
-Τη δεύτερη;
-Ναι(έτοιμος για φονικό αλλά παράλληλα απελπισμένος).
-(κοιτάζοντας πάνω με φόβο) 2η χορδή 1ο τάστο(αργά σιγά και με φόβο). Η δεύτερη είναι.
-Δεύτερη.
-Ναι
-Έχεις ακούσει εσύ να λέω καμιά νότα δεύτερη. Έχεις ακούσει. Πόσοι μήνες θα περάσουν να…(αναστενάζει). Πόσοι μήνες ρε; ε; πόσο θα βασανιστώ να μάθεις 5 κωλονότες. Γιατί το κάνεις αυτό; Γουστάρεις; Είσαι σαδιστής; Τι είσαι ρε; Θα σου πω εγώ τι είσαι. Ναι ρε εγώ θα σου πω. Χαχα. Ένα καριόλι είσαι. Μια σκατούλα. Δε θα μου σπάσεις εσύ τα νεύρα μαλακισμένο (σηκώνεται πάνω απότομα τον πιάνει και τον χτυπάει με το κεφάλι στο πιάνο λέγοντας ταυτόχρονα) δε θα με τρελάνεις, δε θα με τρελάνεις ρε.
Τα χτυπήματα στο πιάνο τα διαδέχτηκαν οι κλωτσιές στην κοιλιά κι αφού τον ξάπλωσε κάτω άρχισε να τον κλωτσά στα δόντια.
- Να, να μην ξαναμιλήσεις μπάσταρδο. Φτύξε αίμα. Φτύξε μουνί της λάσπης πουτάνας ανάθρεμμα.
Τον πιάνει από τα μαλλιά κι απότομα τον σηκώνει πάνω κάνοντας τον να αιμορραγεί επικίνδυνα. Με μια κλωτσιά στην πλάτη το σώμα κατάφερε ένα χτύπημα στον τοίχο κι ύστερα βρέθηκε αναίσθητο στο πάτωμα. Τον ξαναπιάνει από τα μαλλιά κι αρχίζει να του κουνά το κεφάλι με πολύ δύναμη με αποτέλεσμα να φεύγουν τούφες τούφες τα όμορφά του μαύρα μαλλιά ενώ τα γαλάζια του μάτια είχαν κρυφτεί στο σκοτάδι της ζάλης αποτέλεσμα της βίας του μέγα διδασκάλου. Την ίδια κατάληξη είχαν και οι φωνές του οι οποίες ενώ στην αρχή είχαν φτάσει στα επίπεδα του ουρλιαχτού με την ανείπωτη αυτή βία ζαλίστηκαν κι αυτές με τη σειρά τους και χάθηκαν στην λιποθυμία. Παρ’ όλο που ούρλιαζε δεν έκανε καμία προσπάθεια αντίστασης στις ανομολόγητες πράξεις του δασκάλου.


Εκείνη τη στιγμή ο άρχων που είχε ξεφύγει πια από τα φυσιολογικά όρια της οργής αφού είδε ότι είναι λιποθυμισμένος τον πέταξε κάτω. Τον κοίταξε αφ’ υψηλού με τη σιγουριά του θριαμβευτή, ενώ λίγες στιγμές πιο μετά ένιωσε μια λύπηση η οποία ξεχάστηκε αμέσως μιας και είχε πάρει ήδη τις ανάσες που χρειαζόταν ώστε να συνεχίσει το θεάρεστο έργο του. Ξεκούμπωσε σιγά σιγά τη ζώνη του ανοίγοντας αρχικά το φερμουάρ του και κατουρώντας πάνω στο θύμα ψιθύρισε.
- Μπράβο ρε το ευχαριστήθηκες; Έφτασα στην τρέλα. δε μπορεί να με σταματήσει κανείς. Κι αυτό το οφείλω σε σένα. (με σιγανή φωνή )
Άρχισε τότε να τον μαστιγώνει με όλη του τη δύναμη στην πλάτη φωνάζοντας.
- Σ’ ευχαριστώ πουτάνας γιε έφτασα στον προορισμό μου.
Τα μαστιγώματα κοκκίνισαν την ζώνη και το πρόσωπο του εκπαιδευτικού. Τότε, αποκαμωμένος από το μίσος έκατσε σε μια καρέκλα πατώντας με το πόδι του τον αναίσθητο μαθητή, κουνώντας τον μηχανικά δεξιά κι αριστερά. Τα μαλλιά του παιδιού, όσα είχαν απομείνει είχαν πάρει το πορφυρό το χρώμα, όπως και τα κλειστά του μάτια. Το πρόσωπο του είχε πληγές παντού ενώ τα χέρια δεν μπορούσαν να κουνήσουν για να το κρύψουν ώστε να κάνει με τη σειρά της την εμφάνισή της[ μετά τα αισθήματα οργής, μίσους, οίκτου] και η ντροπή.
Το αναίσθητο σώμα βρισκόταν στο πάτωμα την ίδια ώρα που η μάνα του έφτιαχνε ένα τοστ στη μικρή του αδερφή και της το έδινε χαμογελαστή, την ίδια ώρα που ο πατέρας του απολυόταν απ’ τη δουλειά γιατί έτσι, και η μεγάλη του αδερφή πηδιόταν μ’ ένα γκόμενο που τον θεωρούσε μαλάκα αλλά είχε λεφτά, ενώ εκείνη την ίδια ακριβώς στιγμή οι γονείς του δασκάλου έβλεπαν ανόητα σήριαλ στην τιβι, την ίδια στιγμή που η αδερφή του έβριζε κάποιο αμάξι που πέταξε νερά πάνω στο καινούριο της παλτό κι ο αδερφός του ήταν σχοινάκια με κάποιο στρατόπεδο σε ένα τυχαίο νησί της τυχαίας αυτής χώρας.
Αλλά όλα αυτά δεν είχαν σημασία στη συγκεκριμένη αίθουσα. Σημασία είχε η ηδονή. Η ηδονή που γεννήθηκε απ’ το παρανοϊκό μυαλό του αξιολύπητου δασκάλου και οδήγησε πάλι στον εαυτό της. Το νήμα της λογικής είχε σπάσει, ίσως ανεπανόρθωτα, στο μικρό κεφάλι του, κι ο σχοινοβάτης της βρέθηκε να κείτεται αναίσθητος στην άβυσσο της παράνοιας σε παρόμοια κατάσταση με τον άτυχο μαθητή.
Όμως όλη αυτή η έξαρση, το μίσος και το άχτι δεν ήταν τίποτ’ άλλο από μια νοσηρή φαντασία η οποία περιορίστηκε στα όρια των σφιγμένων χειλιών του μισοεκνευρισμένου διδασκάλου. Κατάφερε να την καταπνίξει, να κρατήσει ανέπαφο το νήμα κι ο αφελής σχοινοβάτης δεν γνώρισε ποτέ την πτώση.
- Αυτό παιδί μου είναι το Λα. Το έπαιξες πριν δε θυμάσαι; Το ρε ψάχνουμε τόση ώρα.



ΤΕΛΟΣ
.......

8/6/08

ΠΟΙΗΜΑ

Ο ΤΡΕΛΟΣ
Ο ΤΡΕΛΟΣ
Παντελώς
.......

6/6/08

Στο καπηλιό

Σάββατο μεσημέρι, με τον υδράργυρο να έχει εκτιναχθεί στους 30 βαθμούς, ανεξήγητο για μήνα Οκτώβρη, ένα αντρόγυνο επέλεξε να καθήσει σε ένα ξεχασμένο καπηλιό με την επονομασία «Τα τρία αδέρφια». Θες η πείνα, θες η αναζήτηση σκιάς, θες το ότι το καπηλιό ήταν κοντά στη θάλασσα, όλες αυτές οι παράμετροι εξηγούν το γιατί το ζεύγος επέλεξε το συγκεκριμένο φαγάδικο. Γιατί υπό άλλες συνθήκες δεν επρόκειτο να καθήσουν. Πρώτα πρώτα το καπηλιό στην είσοδό του είχε σκόρδα και ένα λαγοπόδαρο κρεμιόταν σε περίοπτη θέση στο μέσον του μαγαζιού. Παρ’ όλ’ αυτά η φοβερή σκια σ’ αυτόν τον παράξερο τόπο ήταν πραγματικά μια όαση που δεν συγκρινόταν με καμία παραξενιά. Όμως η περιπέτεια του ζευγαριού άρχισε απ’ όταν κάθησε στο τραπέζι.

Πρώτ’ απ’ όλα δεν ήρθε κανείς από τα τρία αδέρφια, ούτε καν για να τους μιλήσει. Οι δύο από τους τρείς παρακολουθούσαν ατάραχοι έναν αγώνα ποδοσφαίρου στην τελεόραση, με τον πρώτο να τρώει τα νύχια του και τον δεύτερο να λοξοκοιτάζει το κινητό μη χάσει κάνα μύνημα. Ο τρίτος καθισμένος σε μια καρέκλα απέναντι από το τραπέζι που έκατσαν οι ήρωές μας, γιατί για ήρωες πρόκειται, με στραμένο το κεφάλι προς τα πάνω, τα πόδια απιθωμένα σε μια άλλη καρέκλα και τα μαύρα γυαλιά να του κρύβουν τα μάθια, δεν έδειχνε κανένα σημάδι ζωής. Μόνο η περιφερόμενη στο στόμα του οδοντογλυφίδα μαρτυρούσε ότι το υποκείμενο ανέπνεε.
Πέρασαν πέντε λεπτά με το ζεύγος να κοιτάζει αμήχανα πότε τους δύο στην τηλεόραση πότε τον απέναντί τους και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Κάποια στιγμή την πρωτοβουλία πήρε ο άντρας.
- Συγγνώμη, αν δεν σας ενοχλώ βέβαια (απευθυνόμενος στον απέναντι)
Αυτός αργά σηκώνοντας τα γυαλιά είπε:
-Τί θές;
-Θα θέλαμε κάποιον κατάλογο αν γίνεται.
-Γιατί;
-Για να παραγείλουμε, εκτός αν δεν είναι μαγειρίο και κάναμε λάθος.
-Δεν κάνατε λάθος. Κατσε να δω. Μήτσο! (στον ένα αδερφό του). Μήτσο, έχουμε κατάλογο καθόλου;
Περνά ένα λεπτό και ο Μήτσος ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει. Τότε τους λέει.
-Μάλλον δεν έχουμε.
-Μάλλον;
-Ναι ρε φίλε μάλλον ή μάλλον .. σίγουρα. Για να το λέει και ο Μήτσος.
-Μα δεν είπε τίποτα.
-Ωωω κουραστικός έγινες ρε αδερφέ. Τι θες να φάς;
-Τι έχετε;
-Τς αντε πάλι(χαμηλόφωνα). Γιάννη! (στον άλλο αδερφό ο οποίος όμως απάντησε)
-Τι;
-Τι έχουμε από φαϊ;
-Κοτόπουλο.
-Κοτόπουλο(προς τους πελάτες)
-Μόνο;
-Ε, για να το λέει ο Γιάννης.
-Ε αφού το λέει ο Γιαννάκης θα φάμε κοτόπουλο. Κοτόπουλο, κοτόπουλο.Φέρτε μας δυό μερίδες και μία σαλάτα και μισό κιλό κρασί.
-Τώρα τα θες όλα αυτά;
-Ναι τώρα.
-Να μην τον πάρω κανά μισάωρο;
-Όχι κύριε, είμαι πελάτης και οφέιλετε να με εξυπηρετήσετε.
-Ω άγριος είσαι συ. (καθώς σηκώνεται από την καρέκλα και ετοιμάζει τα πράγματα λέει στον άντρα) Πολύ πιεστικός είσαι, δε θα χαρείς στη ζωή σου να το ξέρεις αυτό να πούμε, μην αγχώνεσαι. Όχι τίποτ’ άλλο αλλά αγχώθηκα κι εγώ κι όταν αγχώνομαι τα κάνω σκατά. Τι μου είπατε να φέρω;
-Αστακό σε μένα και χαβιάρι στην κυρία. Πλάκα μας κάνεις ρε, αφού ο Γιαννάκης είπε ότι έχετε μόνο κοτόπουλο. (κείνη τη στιγμή ο Γιάννης γύρισε και τον κοίταξε για κάποια δευτερόλεπτα συνεχίζοντας να λοξοκοιτάζει και το κινητό του).
Τελικά η παραγγελιά έφτασε και το αντρόγυνο άρχισε να τρώει με μεγάλη βουλιμία. Ώσπου επειχηρήσανε να πιούνε κρασί. Τότε αντιλαμβάνονται ότι τα ποτήρια είναι πολύ βρώμικα.
-Συγγνώμη. Τα ποτήρια είναι βρώμικα.
Ο τρίτος αδερφός αφού είχε ξαναράξει στην καρέκλα με τον ίδιο απαράμιλλο τρόπο απαντά κοφτά.
-Ε πλύν’ τα.
-Μα είμαι πελάτης.
-Και;
-Τι και;
-Τι τι και;
Ακολουθούν μερικά δευτερόλεπτα σιγής. Ο άντρας έπειτα προσπαθεί να αρθρώσει μια κουβέντα.
-Αν γ..
-Όχι, τι θες να πεις.(νευριασμένα)
-Με ποιό;
-Με το ότι είσαι πελάτης.
-Άντε πάλι.
-(σαν να μην το άκουσε) Δεν το κατάλαβα δηλ. Ορίστε κύριε, τους ταϊζεις, τους προσφέρεις φιλοξενία, τους κάνεις ανθρώπους και αντιμιλάνε και από πάνω. (μονόλογος σε ένταση).
Άλλα δύο λεπτά σιγής.
- Τέλος πάντων θα μου φέρετε καθαρά ή δεν έχετε καθόλου;
- Βαριέμαι τώρα μωρέ. Κουράστηκα με τις απαιτήσεις σας. Δύο τέτοιες παρέες να χαμε την ημέρα δε θα προλαβαίναμε να ξεκουραστούμε. Περίμενε όμως κάτι μπορεί να γίνει. Μήτσο! Φέρε δύο ποτήρια στους πελάτες. Καθαρά.
Ο μήτσος όμως ατάραχος ξανά έτρωγε τα νύχια του και δεν έδωσε σημασία.
- Μουγγό είναι;
- Λίγα με τον αδερφό μου, ε; Μάλλον δεν έχουμε.
- Που το ξέρεις;
- Για να το λέει ο Μήτσος;
- Μα δε μίλησε.
- Καταλαβαίνω εγώ. Αδερφός μου είναι. Αίμα μου. Συνεννοούμαστε μυστικά.
- Με τι, με υπέρηχους;
- Άρχισες και τις ειρωνίες;
- Μπορείς να δεις αν έχει τίποτα ποτήρια καθαρά;
-Μου τα πρηξες. Ντάξει θα δω.
Πέρασαν πέντε λεπτά και δεν κουνήθηκε φύλλο.
- Εε, μπορείτε μήπως να φέρετε δύο ποτηράκια;
- Πάλι; (νευριασμένα).
- Τι πάλι ρε; Δεν τα φερες.
- Α ναι. Με την κούραση που έχω νόμισα ότι στα φερα.
Κείνη την ώρα γύρισε ένα χαστούκι στον αγκώνα του όπου καθόταν μια μύγα και αυτή νεκρή έπεσε μέσα στο καθαρό ποτήρι. Το αναποδογύρισε και το πήγε στους πελάτες.
-Λυπάμαι που το λέω αλλά η εξυπηρέτηση είναι απαράδεκτη.
-Βάλτο ρε ξεφτίλα.
-Μπετόβεργα.
-Κλασομπανιέρα. (ακούστηκε από την άλλη μεριά του καπηλιού όπου καθόταν τα άλλα δύο αδέρφια).
-Μα καλά δεν ντρέπεστε κύριοι. Είναι και γυναίκα μπροστά.
Οι άλλοι χωρίς να δώσουν σημασία συνεχισαν να παρακολουθούνε το παιχνίδι και σε δύο λεπτά μια ευκαιρία καλή φαίνεται να ξεκινά από το κέντρο του γηπέδου.
Ο Μήτσος που ώς τότε είχε πει μονάχα μια λέξη, τη μπετόβεργα, ξεσάλωσε με την ευκαιρία της ομάδος του. Καθώς η μπάλα προχωρούσε από το κέντρο προς τη μεγάλη περιοχή και καθώς ο παίκτης πλησίαζε τον αντίπαλο τερματοφύλακα έτοιμος για το γκολ, ο Μήτσος φώναζε.
- Άντε, άντε, άντε άντε
Και όταν η μπάλα από το πόδι του παίκτη αντί να καταλήξει στην κενή εστία κατέληξε στις μπεκάτσες, είπε.
-Αντε και γαμήσου
Και
-Μπετόβεργα.
Ταυτόχρονα, ο τρίτος αδερφός συνεπαρμένος από το πάθος του αγώνα είχε πιάσει το τραπεζομάντηλο των πελατών και από τα νεύρα του το πέταξε πέρα εκσφενδονίζοντας το μισοφαγωμένο κοτόπουλο την ατέλειωτη σαλάτα και τα καθαρά ποτήρια με το λίγο κρασί που απέμεινε. Ο απέναντι τοίχος τα υποδέχτηκε με καλοσύνη θρυματίζοντάς τα όλα ώσπου να πεις ωχ.
-Είστε απαράδεκτοι. Με προσβάλλετε και μένα και την κοπελιά μου με τις βωμολοχίες και τα σπασίματα. Μετά από όλα αυτά δεν πιστεύω να έχετε την απάιτηση να σας πληρώσω.
Το ρήμα πληρώσω όταν για τον ένα από τους δύο σημάινει πληρώνομαι, οπως εδώ είναι ο μαγαζάτορας, πάντα ακουμπάει στα πιό λεπτά σημεία του ανθρώπινου μυαλού ακόμα και του πιό ηλίθιου. Η έκφραση αυτή έθιξε τους μαγαζάτορες οι οποίοι για να μην χάσουν χρήματα, ξανάκαναν την φοβερή προσπάθεια να σερβίρουν τους πελάτεςτουλάχιστον για να βγάλουν τα σπασμένα. Ο ένας δηλ. την έκανε αφού οι άλλοι δύο συνέχισαν να βλέπουν τον αγώνα ατάραχοι. Όταν τέλειωσε, κοιμήθηκαν σαν αγγελούδια στις καρέκλες τους ροχαλίζοντας σε ένταση πάνω από το επίπεδο του ενοχλητικού. Το ίδιο έπραξε και ο τρίτος σαν καλός αλληλέγγυος αδερφός. Μετά από ένα μισάωρο, μέσα στην απόλυτη ησυχία, το ζεύγος τέλειωσε το φαϊ του και αφήνοντας τα χρήματα στο τραπέζι, με ελαφρά βήματα, διέσχισε το μαγαζί και έφτασε στην πόρτα την οποία άνοιξε και βγαίνοντας μόλις έξω, ακούστηκαν εν χορώ τα τρία αδέρφια να φωνάζουν
-Πόρτα!
Ο θρύλος μάλιστα λέγει ότι κάποιος από τους τρεις, είπε αηδιασμένος
-Μπετόβεργες.
ΤΕΛΟΣ
.......

4/6/08

Ένα Επεισόδιο

Πριν από μερικά χρόνια που υπηρετούσα στο Στρατό, φορούσα προβλεπέ την παραλλαγή, τις αρβύλες (γυαλισμένες), το τζόκεϋ, κι έπαιρνα και τ΄ όπλο.
Έλεγα μάλιστα, μερικές φορές:
- Μάλιστα κε Λοχαγέ!
- Μάλιστα κε Ανθυπασπιστά!
- Μάλιστα!
Λίγο αργότερα όμως, όταν σε μια αναφορά άκουσα κάτι πιο ηλίθιο απ΄αυτά που ακούγονταν συνήθως, έβαλα τα γέλια, απάνω στη γραμμή. Κεραυνοβολήθηκα βέβαια ακαριαία από φωνές ανακατεμένες με σάλια, ευτυχώς ήμουν άκρη άκρη.
Πληγώθηκα, δε λέω.
Το μεσημέρι όμως ο κος Ανθ/στής στο γραφείο του με ρωτούσε με γλυκεία φωνή για την οικογένειά μου, τις σπουδές μου και τα σχέδιά μου όταν θα απολυόμουνα. Φοβήθηκε μάλλον μην αυτοκτονήσω το βράδυ για μια -όντως, εδώ που τα λέμε- κουταμάρα.
Σε τέτοιο σημείο λοιπόν μας έχουν καταντήσει οι σχέσεις εξουσίας.
Μάλιστα.
Ρωτήστε και το φίλο μου το Γερασιμίδη που ήταν μπροστά αν δε με πιστεύετε.

.......

1/6/08

Επαφή 1η

χαιρετώ τα πλήθη τους οπαδούς μας και τα αιγοπρόβατα όπου γης. θα προσπαθήσουμε με το συνάδελφο χ.ζ. να κρατήσουμε το βλογ αυτό με δημοσιεύσεις και κειμενάκια βγαλμένα απ' τις αστείρευτες εμπνεύσεις μας τα οποία θα προκαλούν με τη σειρά: ενοχλήσεις, ανακατωσούρα, ρίγος, εμετό και μια παράξενη αηδιαστική ηδονή. .......