28/4/09

Ένα παιδί (Περιστατικό στη Hauptplatz)

(διαβάζεται γρήγορα)

Ένα παιδί 12 χρονώ ήρθε σήμερα και μου ζητιάνεψε.
Ένα παιδί 12 χρονώ ήρθε σήμερα σε μένα και ζητιάνεψε όταν
έτρωγα όρθιος αφηρημένος στην καντίνα.
Ένα Τουρκάκι Κουρδάκι Αιγυπτιάκι Αραβάκι.
Με κοίταξε ειρωνικά στα μάτια
όταν αρνήθηκα τα λεφτά μου να του δώσω.
Με ρώτησε ειλικρινά για το λουκάνικο: «Είναι καλό;»
Μια φωνή που δεν ακούστηκε από τη ντροπή
που πετάχτηκε που χτύπησε στο απέναντι κτίριο
και συντρίφτηκε με κρότο στο πεζοδρόμιο.
Ένα μελαμψό παιδί που σύρθηκε από το μανίκι
στο Τούρκικο και κατάπιε με τεράστιες μπουκιές
το φαΐ που ακολούθως του αγοράστηκε.
Ένα μικρό παιδί σε μια ξένη χώρα με μαύρα παπούτσια
με τυρκουάζ καπελάκι δίχως λέξη ξένης γλώσσας
πεινάει στο δρόμο ζητάει φαΐ, λεφτά
και δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει τι του έχει συμβεί.
Τρώει υπάκουα το φαΐ που του αγοράστηκε,
ευχαριστεί τον κύριο και φεύγει.
Γυροφέρνει λίγο ακόμα στην πλατεία ανόητα
άσκοπα ζαλισμένα.

Σάββατο βράδυ σε μια ξένη χώρα δίχως λέξη ξένης γλώσσας
ένα παιδί 12 χρονώ κάθισε στο βρώμικο πλακόστρωτο
μπρος σε ανέμελους περαστικούς
έβγαλε το τυρκουάζ καπελάκι του και ζητιάνεψε.



.......

21/4/09

21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ (ή έτσι όπως γινόταν πάντα)

O Ρινόκερος περιφερόταν από νωρίς στην πόλη. Επιβλητικός κι ογκώδης περνούσε από πλατείες και λεωφόρους αυτού του συνονθυλεύματος κτιρίων τα οποία σου έδιναν την εντύπωση ότι δεν κατοικήθηκαν ποτέ, σαν ντεκόρ από ταινία έμοιαζαν. Αυτός, με το σκυμμένο του κεφάλι συνέχιζε αργά αλλά σταθερά. Τα βήματά του καλύπτονταν από τις αραιές καμπανιές και τα βήματα των χιλιάδων αμίλητων που συνόδευαν τη λιτανεία. Εξαπτέρυγα, εικόνες, όπλα, παράσημα, γραβάτες και τσάντες ακολουθούσαν το ζωντανό στην πομπή του. Ο Ρινόκερος μπροστά, με τον αργό του βηματισμό να κατευθύνει τον όχλο και την εικόνα του Αγίου Μαστιγίου στερεωμένη ανάμεσα στα κέρατά του, με κλειστά μάτια σαρώνει την πορεία του. Στο πίσω μέρος της πομπής, δέκα χιλιάδες μασκοφόροι ακολουθούν αργά, σαν το άγριο ζώο που ετοιμάζει επίθεση, με αλαζονικό βάδισμα και περίσσια αυτοπεποίθηση.
Κάποια στιγμή ο Ρινόκερος σταματά τη λιτανεία. Μπροστά του, μια διάφανη σφαίρα, μέσα στην οποία δύο μικροσκοπικά ανθρωπάκια γυμνά, με κακία στο πρόσωπο, χαμογελάνε στον αρχηγό της πομπής. Το ένα τρώει τις σάρκες του άλλου ενώ ένα φίδι ξερνάει αυγά προς όλες τις κατευθύνσεις. Από μια μυστική είσοδο της σφαίρας ένας ιερέας βάζει την εικόνα του Αγίου και την παραδίδει στο ένα ανθρωπάκι. Ξάφνου μες τη γυάλα αρχίζει μια σύγκρουση μεταξύ χρόνου, χώρου κι εννοιών. Τα ανθρωπάκια κρύφτηκαν κάτω από ένα δέντρο κλαίγοντας και παρακαλώντας και τρώγοντας το ένα τ’ άλλο. Οι συμπιέσεις του χώρου και η μη γραμμικότητα του χρόνου τα αποδόμησαν σωματικά και πνευματικά. Το φίδι κατάπιε τον εαυτό του κοροϊδεύοντας την όραση και τη λογική ενώ τ’ αυγά του ήταν τα μόνα που σώθηκαν μετά την έκρηξη της σφαίρας.
Ένας ιερέας μάζεψε τ’ αυγά τα τοποθέτησε με ευλάβεια σε ένα πανέρι και έψαλε το απολυτίκιο του Φιδιού.

Όσοι πέρασαν κείνη την εποχή απ’ τη Μεγάλη Πορεία
Έφεραν μαζί τους μάσκες και μαστίγια στα χέρια τους
Ο όχλος δεν μπορούσε να κρατήσει τη δύναμή τους
Συγχισμένος ασυνεννόητος και φοβικός έχασε τη μάχη
Το φίδι εθριάμβευσε και στον πάντα καινούριο κόσμο
Έφερε τα αυγά του


Την ώρα που τέλειωσε το απολυτίκιο οι μασκοφόροι ξεγύμνωσαν τα σπαθιά τους και ανελέητα καθώς και με απόλυτη πίστη έσφαξαν τον ανίσχυρο όχλο, τους εχθρούς τους αλλά και τους συνεργάτες τους. Τα χτυπήματα ήταν γρήγορα, αδιάκοπα και αλάθητα. Πρώτα έσφαξαν τη λογική, μετά την αλληλεγγύη και τέλος τη βούληση. Αφού τέλειωσαν, την ώρα του σκύλου, έκατσαν πάνω στους σωρούς των πτωμάτων και περίμεναν τον αρχηγό τους να φάει τον Ρινόκερο. Όταν ολόκληρο το ζωντανό κατέληξε στο στομάχι του αρχηγού οι μασκοφόροι εξαφανίσθηκαν. Ο αρχηγός σηκώθηκε όρθιος και ξέρασε απ’ το στόμα του χιλιάδες αυγά κι απ’ τα αυγά βγήκαν φίδια και τα φίδια ξερνοβολούσαν κι άλλα αυγά, κι άλλα φίδια, ώσπου ένα αυγό έσπασε και βγήκε ένας ρινόκερος με την εικόνα του Αγίου Μαστιγίου να περιφέρεται σε κάποια πόλη, μια πομπή, μασκοφόροι…
.......

10/4/09

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ, ΕΝΑ ΧΑΪΚΟΥ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΞΥΠΝΑΔΑ

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ο γέρος ανήμπορος παλεύει με τις μνήμες του...
Πάλι στα κύματά τους παραδέρνει ναυαγός,
Τα χέρια του σαν άγκυρες σφιχταγκαλιάζουν
τα χέρια της καρέκλας,
στρίβει το κεφάλι, κλειστά τα μάτια
Στραμμένος προς τα ‘κει,
στα βάθη της θάλασσας



ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΦΟΒΟΤΑΝ ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ

Αυτός που φοβόταν την νύχτα,
μέρα μεσημέρι
φεγγάρια απλώνονταν στα μάτια του



ΕΞΥΠΝΑΔΑ

ΣΤΟΥΣ ΧΙΛΙΟΥΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ
ΣΤΟΝ ΕΝΑ ΕΙΜΑΙ Ο ΕΝΑΣ
.......

3/4/09

Φρου φρου κι αρώματα

Εγώ δε φοράω άρωμα.

Εσύ φοράς άρωμα;

Όχι γιατί άμα φοράς άστο δε σε θέλω

σήμερα το πρωί στο διάδρομο κάποιος είχε φορέσει άρωμα και μετά που το μύρισα πήγα έξω τρέχοντας έπεσα στα γόνατα κι έκανα εμετό



Οπότε καλύτερα να μη βάζουμε καθόλου αρώματα.





. .......