25/10/10

Ασιρναμπάλ

Γιατί το ξέρω
δεν υπάρχει διέξοδος
κι όμως εσύ, Ασιρναμπάλ
θα τη βρεις τη δίοδο
θα τη σκάψεις με τα νύχια
ένα απόγευμα σαν και τούτο
μπροστά ο καφές σου
ο ελληνικός με ολίγη
μπροστά ο υπολογιστής
που φωτίζει τα γυαλιά σου
εσένα, Ασιρναμπάλ
και που σου λέει
τρέξε, κάλπασε με τ’ άλογό σου
μη σταματάς
πιο πέρα, ακόμα πιο πέρα
στην αγκαλιά της τη γλυκιά
σε προσμένει, το ξέρεις
σε αγαπάει, το ξερεις
αγάπησέ την κι εσύ, Ασιρναμπάλ
αγάπα τον εαυτό σου
αγάπα το σώμα σου, τ’ άλογό σου
αγάπησέ τα
και πάψε πια να μισείς, επιτέλους,
το τώρα
το χτες
το αύριο
σήκω και ντύσου
βάλε το καρώ σου πουκάμισο
το αγαπημένο σου παντελόνι
βγες έξω
μίλα με τους ανθρώπους
γέλασέ τους
άγγιξέ τους
παίξε τους μουσική
κάνε τους ξένοιαστους
και πάψε να κλαις, Ασιρναμπάλ
σαν κάθε βράδυ,
πάψε να κλαις.
.......

16/10/10

ΓΡΙΑ ΚΑΙ ΣΚΥΛΟΣ

“Όταν πρωτομπήκα σ’ αυτό το σπίτι έκατσα πάνω στην οικογενειακή φωτογραφία της γριάς. Ήταν ασπρόμαυρη και συμπεριελάμβανε αυτήν, τον άντρα της και των μόλις δύο μηνών γιο τους, τον Λευτέρη. Στο σπίτι όμως ήταν μονάχα αυτή και ο γιος της. Άρα εύκολο να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι ο σύζυγος είχε πεθάνει. Άλλωστε τριανταεφτά χρόνια πέρασαν από την φωτογράφηση. Υπήρχε όμως περίεργο κλίμα στο σπίτι. Η γριά απ’ ότι κατάλαβα είχε έναν σκύλο τον οποίο υπεραγαπούσε αλλά αυτός κάποια στιγμή έφυγε και δεν ξαναεμφανίστηκε. Ο γιος δεν είχε καμία επαφή με τον έξω κόσμο και κανοναρχόταν από τα φουστάνια της μάνας του, με την οποία όμως σχεδόν δεν μιλούσε. Μέσα σ’ ένα σπίτι δύο διαφορετικοί αυτιστικοί κόσμοι εντελώς αποκομμένοι από το περιβάλλον. Κι εκεί έγινε κάτι το τελείως νοσηρό. Μια μέρα ο γιος άρχισε να προσποιείται τον σκύλο, πέφτοντας στα τέσσερα και γαβγίζοντας παρακαλετικά στην γριά η οποία ήταν κλειδωμένη στο δωμάτιό της όπως το συνήθιζε. Γάβγισε αυτός πέντ’ έξι φορές κι αυτή έντρομη άνοιξε την πόρτα με λαχτάρα νομίζοντας προφανώς ότι είναι ο σκύλος της. Όμως πιο έντρομη στήθηκε σαν άλατος στήλη μπροστά στο θέαμα αυτό. Κι εκεί έγινε η σιωπηλή συμφωνία. Αυτός πήρε τον ρόλο του σκύλου κι αυτή τον φρόντιζε σαν σκύλο. Σ’ εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή τον πλησίασε και του χάιδεψε τα μαλλιά. Τον κοίταξε συγκινημένη και τον ρώτησε σαν να ρωτούσε το παιδί της «πού ήσουν τόσες μέρες;» Αυτός γάβγισε απολογητικά κι γριά έτρεξε να του βάλει νερό σ’ ένα πήλινο κιούπι. Οι μέρες κυλούσαν ήσυχα. Πότε τον χάιδευε και παίζανε, πότε τον μάλωνε όταν έκανε κάποια αταξία και πότε κοιμότανε στα πόδια της. Αυτός έτρωγε στο κιούπι του την σκυλίσια τροφή αδιαμαρτύρητα κι αυτή στο τραπέζι ρουφούσε τις σούπες της με συχνά βλέμματα στον τριανταεφτάχρονο σκύλο. Κι όμως ούτε μία στιγμή, ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν έσπασε η συμφωνία. Δεν τον είδα ποτέ να σηκώνεται στα δύο πόδια, εκτός ίσως όταν πήγαινε στην τουαλέτα, δεν τον είδα ποτέ να μιλάει ανθρώπινα, δεν την είδα ποτέ να τον μπερδεύει με τον γιό της. Ήταν ο σκύλος που ξαναγύρισε, ήταν αυτός με τον οποίο μπορούσε να επικοινωνήσει, ήταν το πραγματικό της παιδί. Ίσως έτσι να ξαναβρήκε τον γιό της με τα ανταλλάγματα τα αναπόφευκτα αυτής της σιωπηρής κι αυθόρμητης συμφωνίας τους. Κι αυτός ευχαριστιόταν όταν το κιούπι του ήταν γεμάτο από νερό ή φαγητό κι όταν τριβόταν στα πόδια της κι αυτή του χάιδευε το κεφάλι. Δύο φορές που η συμφωνία πήγε να σπάσει από αδυναμία του γιού, όπου έβγαλε ανθρώπινη λαλιά, αυτή έκλεισε τ’ αυτιά της και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Άφησε και τις δύο φορές να περάσουν πέντε λεπτά κι ύστερα ξαναβγήκε όπου ο γιος είχε ξαναγίνει εκατό της εκατό σκύλος. Στο τέλος, σήμερα δηλαδή που σας φώναξα, ο τριανταοχτώ χρονών πια σκύλος σιωπηρά πάλι απεβίωσε. Η γριά το αντιλήφθηκε μετά από τρείς ώρες. Του φώναζε κι αυτός δεν φυσικά δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα. Τον πλησίασε κι αφού τον χτύπησε καμιά δεκαριά φορές στον κώλο με την εφημερίδα που συνήθιζε να τον μαλώνει κατάλαβε τι είχε γίνει, έμεινε ακίνητη για κάποια δευτερόλεπτα κι ύστερα σωριάστηκε στο πάτωμα νεκρή. Αυτά τα δύο πτώματα που πάνω τους καθόμαστε τώρα είναι ο γιος και η γριά μανα. Κι αυτή ήταν η ιστορία τους. Αλλά τώρα ας φάμε.”
Οι υπόλοιπες μύγες συμφώνησαν και με βουλιμία ρίχτηκαν στα δυο πτώματα.
.......

4/10/10

Θολωμένος (16/1/10)

Πρωί θολωμένος,
στο δρόμο προς το βουνό.

Πόνος για χωρίς λόγο βαθιά
πίσω στην πλάτη.
Σκαρφαλώνω σε κατσικόδρομους
τριγύρω αγκάθια - παράξενα φυτά,
λάσπες
απέναντί μου στην κορφή φτάνοντας
χάσκει μια σπηλιά.

Χαμηλά χερσόνησοι κι ένας κόλπος
ανάμεσα
σε μια μικρή πεδιάδα (ο πόνος πέρασε),
ελιές κι άλλα δέντρα.
Μακρυά η φωνή ενός κόκκορα,
δεμένα σκυλιά κάπου
σπίτια αραιά στον κάμπο κατοικημένα.

Χωρίς να το θέλω έρχεται
η μυρωδιά από τηγανίτες το πρωί
στο παιδικό δωμάτιο.

Σ' ένα τέτοιο μέρος θα 'θελα να ζήσω ξεχασμένος.


Ξαφνική διάθεση για κλάμα.



.......