“Όταν πρωτομπήκα σ’ αυτό το σπίτι έκατσα πάνω στην οικογενειακή φωτογραφία της γριάς. Ήταν ασπρόμαυρη και συμπεριελάμβανε αυτήν, τον άντρα της και των μόλις δύο μηνών γιο τους, τον Λευτέρη. Στο σπίτι όμως ήταν μονάχα αυτή και ο γιος της. Άρα εύκολο να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι ο σύζυγος είχε πεθάνει. Άλλωστε τριανταεφτά χρόνια πέρασαν από την φωτογράφηση. Υπήρχε όμως περίεργο κλίμα στο σπίτι. Η γριά απ’ ότι κατάλαβα είχε έναν σκύλο τον οποίο υπεραγαπούσε αλλά αυτός κάποια στιγμή έφυγε και δεν ξαναεμφανίστηκε. Ο γιος δεν είχε καμία επαφή με τον έξω κόσμο και κανοναρχόταν από τα φουστάνια της μάνας του, με την οποία όμως σχεδόν δεν μιλούσε. Μέσα σ’ ένα σπίτι δύο διαφορετικοί αυτιστικοί κόσμοι εντελώς αποκομμένοι από το περιβάλλον. Κι εκεί έγινε κάτι το τελείως νοσηρό. Μια μέρα ο γιος άρχισε να προσποιείται τον σκύλο, πέφτοντας στα τέσσερα και γαβγίζοντας παρακαλετικά στην γριά η οποία ήταν κλειδωμένη στο δωμάτιό της όπως το συνήθιζε. Γάβγισε αυτός πέντ’ έξι φορές κι αυτή έντρομη άνοιξε την πόρτα με λαχτάρα νομίζοντας προφανώς ότι είναι ο σκύλος της. Όμως πιο έντρομη στήθηκε σαν άλατος στήλη μπροστά στο θέαμα αυτό. Κι εκεί έγινε η σιωπηλή συμφωνία. Αυτός πήρε τον ρόλο του σκύλου κι αυτή τον φρόντιζε σαν σκύλο. Σ’ εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή τον πλησίασε και του χάιδεψε τα μαλλιά. Τον κοίταξε συγκινημένη και τον ρώτησε σαν να ρωτούσε το παιδί της «πού ήσουν τόσες μέρες;» Αυτός γάβγισε απολογητικά κι γριά έτρεξε να του βάλει νερό σ’ ένα πήλινο κιούπι. Οι μέρες κυλούσαν ήσυχα. Πότε τον χάιδευε και παίζανε, πότε τον μάλωνε όταν έκανε κάποια αταξία και πότε κοιμότανε στα πόδια της. Αυτός έτρωγε στο κιούπι του την σκυλίσια τροφή αδιαμαρτύρητα κι αυτή στο τραπέζι ρουφούσε τις σούπες της με συχνά βλέμματα στον τριανταεφτάχρονο σκύλο. Κι όμως ούτε μία στιγμή, ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν έσπασε η συμφωνία. Δεν τον είδα ποτέ να σηκώνεται στα δύο πόδια, εκτός ίσως όταν πήγαινε στην τουαλέτα, δεν τον είδα ποτέ να μιλάει ανθρώπινα, δεν την είδα ποτέ να τον μπερδεύει με τον γιό της. Ήταν ο σκύλος που ξαναγύρισε, ήταν αυτός με τον οποίο μπορούσε να επικοινωνήσει, ήταν το πραγματικό της παιδί. Ίσως έτσι να ξαναβρήκε τον γιό της με τα ανταλλάγματα τα αναπόφευκτα αυτής της σιωπηρής κι αυθόρμητης συμφωνίας τους. Κι αυτός ευχαριστιόταν όταν το κιούπι του ήταν γεμάτο από νερό ή φαγητό κι όταν τριβόταν στα πόδια της κι αυτή του χάιδευε το κεφάλι. Δύο φορές που η συμφωνία πήγε να σπάσει από αδυναμία του γιού, όπου έβγαλε ανθρώπινη λαλιά, αυτή έκλεισε τ’ αυτιά της και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Άφησε και τις δύο φορές να περάσουν πέντε λεπτά κι ύστερα ξαναβγήκε όπου ο γιος είχε ξαναγίνει εκατό της εκατό σκύλος. Στο τέλος, σήμερα δηλαδή που σας φώναξα, ο τριανταοχτώ χρονών πια σκύλος σιωπηρά πάλι απεβίωσε. Η γριά το αντιλήφθηκε μετά από τρείς ώρες. Του φώναζε κι αυτός δεν φυσικά δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα. Τον πλησίασε κι αφού τον χτύπησε καμιά δεκαριά φορές στον κώλο με την εφημερίδα που συνήθιζε να τον μαλώνει κατάλαβε τι είχε γίνει, έμεινε ακίνητη για κάποια δευτερόλεπτα κι ύστερα σωριάστηκε στο πάτωμα νεκρή. Αυτά τα δύο πτώματα που πάνω τους καθόμαστε τώρα είναι ο γιος και η γριά μανα. Κι αυτή ήταν η ιστορία τους. Αλλά τώρα ας φάμε.”
Οι υπόλοιπες μύγες συμφώνησαν και με βουλιμία ρίχτηκαν στα δυο πτώματα.
16/10/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ειχα κι εγω ενα σκυλο που του ειχα μεγαλη αδυναμια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνα βραδυ που μ ακολουθησε εγω του φωναξα και του ειπα να γυρισει σπιτι.
Αυτος τοτε εξαφανιστηκε για τρεις μερες.
Οταν επιτέλους γύρισε σπίτι μου φανηκε οτι το τριχωμα του ειχε μεγαλωσει κι αποφασισα να τον κουρεψω. Αυτος τοτε θυμωσε πολυ και με δάγκωσε. Εγω τρομαξα. Από τον πονο εβαλα τα κλαματα και τον εδιωξα.
Ειχα μετανοιωσει που τον κουρεψα ηταν όμως αργά δεν θα μου το συγχωρουσε ποτε. Δεν θα ξαναγυρνουσε.
Μετα απο καιρο τον βρήκα τυχαια. Ηταν με μια σκυλα. Φαινεται χαρουμενος σκεφτηκα. Καλα ειναι. Αυτο αρκεί.
Αυτή είναι η δική μου εμπειρία- χωρις πτώματα.
Ανωνύμως Μικυς
carnellio μου είναι πάρα πολύ άρρωστο το κείμενό σου...μαυρίλα κανονικότατη. τι να πω. χρειάζονται κι αυτά για να σε καταλάβουμε και στα «Μικρά» σου καλύτερα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤουλάχιστον υπάρχει εδώ πολύ «μω».
Μίκυ παλιόφιλε.
Πολύ κωλόπαιδα οι σκύλοι Μίκυ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο για σένα Χ.ζ. κατ' αρχήν δεν έχεις φορολογηθεί όπως θα έπρεπε.
Τώρα γιατί με υποτιμάς έτσι;
ΑπάντησηΔιαγραφήΟρισμένες φορές, η ευαισθησία με την οποία αγγίζεις τους ήρωές σου είναι συγκλονιστική. Αναρωτιέμαι τι είδους απόλαυση σου προσφέρει ο κυνισμός του τέλους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρουμένης της τελευταίας πρότασης, βρίσκω το υπόλοιπο κείμενο αριστουργηματικό. ανυπομονώ να το δραματοποιήσω.
Γαβ!
Ε, μα το τέλος είναι όλη η ιστορία! Χωρίς την τελευταία πρόταση δεν έχει φαϊ. Λογοκρισία και στους πεινασμένους;
ΑπάντησηΔιαγραφήΘαμωνα, θα πιείς κάτι;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο γνωστό;
Είσαι συνεπής στα πάθη σου.
Κάτσε να κεράσουμε και τον καρνέλιο που μας παίζει τα τραγουδάκια του βουτηγμένα στο μυαλό μας.
Εβίβα καρνέλιο
Κουφοντινούλα, δε γκατέεις πρράμα, με το συμπάθειο, αλλά σε συμπαθώ με το συμπάθειο.
χ.ζ. δεν αφήνεις τα μπαρ και τις ασωτείες να πα να ζήσεις εκεί πού 'λεγες;
με το συμπάθειο
Μ'άρεσε τούτη η ιστορία πολύ.Κι αναρωτιόμουν..."πως σκατά κάθησε πάνω στη φωτογραφία";;;Και τα άλλα μ'άρεσαν,τα "μικρά". Σωρός από πράγματα!
ΑπάντησηΔιαγραφήμπάρμαν γέμισε το ποτήρι μου και σκάσε.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι σε συμπαθώ.
Ανώνυμε τελευταίε μέχρι να καταφέρουμε να αποθησαυρίσουμε τον καρνέλιο θα μας πάρει μια ζωή...