21/4/12

ΕΝΑ ΜΠΡΩΙΝΟ

Ένα μπρωϊνό η παναγιά μου/ έβαλε τα καλά της, πήρε και δυο φίλους/ τον Γιώργο και τον Στέλιο και κατέβηκε στην Ομόνοια/ εκεί αντίκρισαν ένα αποτρόπαιο θέαμα/ εγώ έβαζα μπόμπες στον ποπό μιας πεταλούδας/ οι μπόμπες σκάγανε κι εγώ έσπαζα πλάκες/ με τις εικοσιπέντε προσωπικότητές μου/ ανάμεσα σε μένα κι αυτούς υπήρχε ένα συντριβάνι/ το συντριβάνι έκανε πλατς-πλουτς και ούλτα-εεε/ (πάνω πίνουν πανανάνα ο πλεπλέξης πλεκουράει)/ Κουνούσαν τα κεφάλια τους με αηδία / κι ύστερα ήρθαν τα τανκς/ μια αυγή χρυσή (σαν σήμερα)/ κι ύστερα κάποιοι πήγαν εξορία/ μετά ήρθε ο χειμώνας και πάγωσε η τσιμινιέρα/ μετά σκοτώθηκαν κάποιοι αλήτες στο πολυτεχνείο/ (εκεί ήταν όλοι οι φίλοι της μαμάς κι όλοι οι φίλοι του μπαμπά του Φαίδρου του Μπαρλά)/ εγώ διάβαζα μ’ έναν παπά(δεν πήρα χαμπάρι)/ κι έβαζα μπόμπες στον κώλο μιας πυγολαμπίδος (μόνο ο Σημίτης κι ο Μπίστης βάζανε μπόμπες πολιτικές)/ μετά ήρθε η εικοστή τετάρτη του Ιούλη/ κι έσβησε η ελπίδα/ μετά ήρθαν οι εξόριστοι/ μετά ήρθαν απ’ την κωλοΓαλλία/ μετά ήρθε η δημοκρατία και το σκυλάδικο/ μετά ήρθαν οι Πολωνοί μετά οι Αλβανοί/ κι ύστερα οι Πακιστανοί με τους μουσώνες τους και τα τσουνάμια/ κι όλοι χρόνια τώρα/ αναπολούν τον γιώργο/ (ταξιτζήδες-φορτηγατζίδες-λεωφοριούχοι-λιμενεργάτες-περιπτεράδες-μπαμπάδες και μαμάδες)/ μετά ήρθε η κρίση/ μετά, το φάντασμα του Αντρέα(που πλανιώταν πάντα)/ μετά η εγκληματικότητα των αλλοδαπών (εμείς είμαστε φιλότιμοι δεν ξέρουμε απ’ αυτά)/ γελάει ο Μιχαλολιάκος/ το μόνο που μένει είναι να δούμε/ πότε θα ξανάρθουν τα τανκς/ κάποιο μπρωϊνό ίσως .......

15/4/12

Ο δράκος


Το χαρτονένιο στυλό του δράκου Συμεών έγραφε, έγραφε, έγραφε...χωρίς σκοπό μα και χωρίς σταματημό. Δεν είχε πολύ κέφι αυτή τη νύχτα, που η δροσιά απλωνόταν σε κάθε γωνιά της αυλής και της πόλης του αλλοπρόσαλλου αυτού μέρους. Θέλησε να τραβηχτεί. Να τρίξουν όλα τα κόκκαλά του, από τα νύχια ως το σβέρκο. Κρακ!... Μόνο αυτό μπορούσε να κάνει στη μικρή σπηλιά του, στο λιλιπούτειο διαμέρισμά του. Η ουρά του κουλουριασμένη ως τη γωνία. Τα φτερά του μαζεμένα ελαφρώς πιασμένα. Έστριψε τσιγάρο σε δυόμισι δεύτερα και το άναψε σε ενάμισι, μην πάει και σταματήσει την ιστορία του, το γράψιμό του. Κάτι μέσα του μαζεύτηκε σε μια μπάλα και πάγωσε σαν κρύο μέταλλο. Δεν του άρεσαν τα λάθη. Δεν έχει σημασία τι θα έφτιαχνε, απλά δε σήκωνε λάθη. 

Η ώρα χτύπησε στον τοίχο αργά και μισή, και οι κοιλάδες και τα χωριά στα γραφτά του ακόμα ξεδιπλώνονταν, όμορφα, χρωματιστά και γαλήνια. Εικόνες μιας περασμένης εποχής, που σαν φαναράκι πού και πού έρχονταν κι έφεγγαν μέσα στα δωμάτια του μυαλού του. Κοιλάδες, γεφύρια...και πολλά κυπαρίσσια. Κι άλλα δέντρα, που το όνομά τους είχε πια ξεχαστεί. Ποιος ήξερε πια τη διαφορά μιας λεύκας από ένα πλατάνι, ενός ευκάλυπτου από μια φτελιά; Μιας καρυδιάς από μια σκαμνιά; Μιας μυρτιάς από ένα περνάρι; Μόνο εικόνες μαγευτικές, σχεδόν εξωτικές, σαν από άλλο ημισφαίριο. Δέντρα και δέντρα, σύννεφα και αέρας...Τα φτερά των δικών του τότε έτριζαν σαν σκοινιά αερόστατου, τα πόδια τους δροσίζονταν σαν πάπιες σε καταρράκτη. Εικόνες πάνω από κοπάδια λευκά, από σπιτάκια, από λόφους και βράχους. Μιας φανταστικής ευδαιμονίας. Μιας φανταστικής ζωής. Μιας ξεχασμένης, αλλοτινής, διαφορετικής αγωνίας. 
Αχ...Τα δωμάτια του μυαλού του, γιατί να είναι τόσο απέραντα...
.......