31/3/10

ΣΤΟ ΘΗΡΙΟ

Που πας θηρίο
Θηρίο με τα ματωμένα δόντια

Εσύ που κάποτε έμοιαζες με τον φόβο
Και τώρα γραφικό
Θηρίο
Στέκεσαι στην αμμουδιά
Πίσω σου
Η εξαγριωμένη θάλασσα
Κι ολόγυρά σου
Ο κοκκινισμένος ουρανός
Μ’ αυτό το βλέμμα που έσπερνε φόβο
Τώρα βλέμμα ξεγραμμένου ηδονοβλεψία ανθρώπινων πόνων

Ποιος σου υποσχέθηκε αίμα και κοντάρια
Και λαγήνι
Λέγε ποιος

Κι εσύ έτρεξες να πιείς το αίμα
Να σπάσεις τα κοντάρια
Να γκρεμίσεις τα λαγήνια
Κι έμεινες μόνο
Εσύ και το μίσος σου

Να που υπάρχει δικαιοσύνη

Αυτός που χάθηκε παν τρία χρόνια
Βρέθηκε
Και του δώσαμε φαΐ
Και του δώσαμε ρούχα
Και του κλείσαμε την τρύπα πάνω απ’ το μάτι
Και του στρώσαμε να κοιμηθεί
Του γιατρέψαμε τις εκδορές του φόβου και της καχυποψίας
Κι απ’ τη χαρά του γύριζε στους δρόμους κι έπεφτε στις λάσπες

Να φύγεις θηρίο
Θηρίο με τα σιδερένια δόντια

.......

25/3/10

25η Μαρτίου: να σου πω μια ιστορία

Οι έρημοι Σουλιώτες εχαθήκαν
Οι έρημοι Σουλιώτες δεν υπάρχουν πια

Μπερδεύτηκαν με τς άλλους της Ελλάδας
Και πάψαν να μιλούν αλβανικά

Για τέσσερις αιώνες σκαλωμένοι
σε βράχους πάνω σε άγρια βουνά

Eζούσανε με πρόβατα και μ' όπλα
δανείζαν τόκους χάριζαν κλεψιά

Πολέμαγαν τη νύχτα σαν τους ίσκιους
με λάσπες στα ντουφέκια στα μαλλιά

Μακελαραίους τς έλεγαν οι Τούρκοι
κι οι όμοιοι που πιστεύαν τον Αλλάχ

Με ξουρισμένα μέτωπα, κροτάφους
τη βρώμικη την κάπα από αρνιά

Απ' τα βουνά τους βγαίναν για να κλέψουν
Ρωμαίο Αλβανό Τούρκο ραγιά

Στα σπίτια τους είχαν χοντρούς τροχάλους
να μην τους βρει σουλιώτικη ριξιά

Κι αυτοί Ρωμέοι είχαν γενεί στην πίστη
μα σκότωναν μη χάνοντας καμιά

Τη φάρα τους πιστεύαν πάνω απ' όλα
κι αυτή τους εξεκλήρισε σιγά

Σκοτώθηκε ο ένας με τον άλλον
μ' άδειο ντουφέκι, μπάλα δανεικιά

Εμείναν οι φτωχοί απά στους βράχους
οι πλούσιοι αγαπήσαν τον πασά

Μα κι ως το τέλος δεν τους διώξαν όπλα
μα αρματολίκια, στρατηγίες, πουγγιά

Στο Μισολόγγι πήγαν με τους άλλους
σηκώσανε σημαία Ελληνικιά

Πολέμαγαν πιο ατρόμητα απ' όλους
μα με το μάτι πάντα στα φλουριά

Αγάπησαν το Γένος την Πατρίδα
σαν να 'τανε δικιά τους φαμελιά

Μα πόλεμο, τον πόλεμο αγαπούσαν
να μην ζουν σαν το δούλο, το ραγιά

.......

12/3/10

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ κ. SCHWITTERS

Πολύ συχνά μου έρχονται στη μνήμη τα ποιήματα του Schwitters και προπάντων η απαγγελία του. Τότε είναι που τα μπερδεύω τελείως. Χάνω τον έλεγχο του δρόμου και το σώμα μου κινείται αυτόματα σε παράξενους σχηματισμούς. Άλλες φορές σχηματίζω νοητά τετράγωνα και τρίγωνα ή ομόκεντρους κύκλους με την κίνηση του σώματος κι άλλες φορές προχωρώ ακατάληπτα ατέλειωτες ευθείες σε ξέφρενους ρυθμούς. Αυτό συμβαίνει όσο κρατάει η επήρεια των ποιημάτων. Τη διάρκεια δεν μπορώ να την υπολογίσω. Έρχονται μόνα τους κάθονται όσο θέλουνε και φεύγουνε ξαφνικά αφήνοντας μου ένα χρονικά ανεπαίσθητο κενό ικανό όμως να μου προξενήσει ζάλη και να βρεθώ οριζόντιος στην άσφαλτο. Το παράξενο είναι ότι μετά την επήρεια δεν θυμάμαι τίποτα από τις πράξεις μου λες κι είχα ακατάληπτες παραισθήσεις ή τρία λίτρα αλκοόλ στο στομάχι μου. Τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Τα ίδια τα ποιήματα με έφερναν σ’ αυτήν την κατάσταση. Τί να κρύβανε άραγε οι φαινομενικά ανόητες λέξεις των ποιημάτων. Μήπως απελευθερώνανε την πιο ενστικτώδικη κίνηση του κορμιού; Μήπως κάποιο άλυτο μαθηματικό μυστήριο χαμένο στα βάθη της λογικής εκεί στα σύνορα με το ένστικτο και το συναίσθημα; Δεν το γνωρίζω. Πολλές φορές κοίταξα να βρω μια λύση αλλά δεν μπόρεσα κι εκεί που έψαχνα πάντα, τον μυριζόμουν από μακριά, να σου κι ερχόταν αργά αργά με την αλαζονεία του νικητή ο κατακτητικός στρατός των λέξεων του Kurt Schwitters. Είναι σαν να μην με αφήνει να βρω τη λύση, είναι σαν να μην με αφήνει να ξεφύγω, είναι σαν να λειτουργεί, ο συρφετός, χρησιμοποιώντας τη λογική κι ακόμα χειρότερα είναι σαν να τρέφεται και να παρακολουθεί τη δική μου λογική. Οι άνθρωποι σίγουρα θα με λένε τρελό όταν για παράδειγμα μπαίνω στα καταστήματα τους και τα διασχίζω με νοητά εξάγωνα (ή ότι άλλο, λες και θυμάμαι), όταν περπατώ στους δρόμους αργά και με τα πόδια μου να φτάνουν όσο πιο ψηλά μπορούν, όταν τραγουδώ αυτά τα ποιήματα με δύναμη και θεατρικότητα στις στέγες των εκκλησιών και των λεωφορείων, όταν τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ σηκώνοντας τα χέρια και ουρλιάζω θριαμβευτικά «ούλτα-έ», όταν βήχω επιδεικτικά μπροστά στα μούτρα σκυλιών και γατιών κι όταν μπουσουλάω μέσα σε περίπτερα και τουαλέτες καφενείων μην αφήνοντας κανέναν να πλησιάσει απευθυνόμενος σ’ αυτούς με το πρόσταγμα «ΓΑΒ». Σίγουρα. Κι εγώ αυτά θα έλεγα για κάποιον άλλο. Πόσες φορές δεν αναζήτησα την ισορροπία στη λογική. Να ξέρω που πατάω να ξέρω τι θα πω. Να κοντρολάρω το σώμα μου απόλυτα. Να χαϊδεύω τα σκυλάκια κι όχι να τους βήχω να φλερτάρω με ωραίες γυναίκες με στρατηγική κι υπομονή, να προγραμματίζω χωρίς φόβο και να νιώθω κυρίαρχος του εαυτού μου. Κι άλλες πολλές, πραγματικά πολλές φορές, να πνίγομαι απ’ την ηδονή του ακατάληπτου, να συνεπαίρνομαι απόλυτα από τον κύριο Schwitters. Να ζω σε ένα ασταμάτητο μεθύσι αυτοματισμών, πιθανοτήτων κίνησης, συνδυασμών και αυθόρμητων δημιουργιών μαθηματικών σχεδιασμών και εκφράσεων. Όμως αυτό που με δυσκολεύει πιο πολύ κι από τις δύο καταστάσεις είναι η εναλλαγή τους και η κατανόηση του προβλήματος. Ίσως να φταίει που κι ο ντανταϊστής Kurt στην προσπάθειά του να σοκάρει την κοινωνία της εποχής χρησιμοποίησε πολύ τη λογική για να δημιουργήσει το παράλογο του, ίσως να φταίνε οι κοινωνικές νευρώσεις, ίσως…
Έρχονται, φεύγω
.......