31/8/08

Κλέφτης ποδηλάτων

Ήρθε η ώρα να δηλώσω κι εγώ, δημόσια, πως έγινα πια κλέφτης ποδηλάτων.
Η πράξη που κατέκρινα και που δεν κρύβω πως τελευταία μου είχε γίνει εμμονή,
έγινε τελικά μέρος του άθλιου βιογραφικού μου.
Έκλεψα το μαύρο ποδήλατο.

Ψηλό, σε ευρωπαϊκό στυλ (όχι μάουνταιν),
ποδήλατο που στην Ευρώπη fat tire bike αποκαλούν, βρισκόταν
παρατημένο στη διπλανή αυλή εδώ και μέρες σαν να περίμενε κάποιον:
Εμένα.

Το παράξενο σχήμα και το κομψό στυλ του εξήραν μέσα μου
το αυθεντικό κόμπλεξ κατοίκου ελληνικής πειναλέας παραγκούπολης
και στη θέα του χιλιάδες κατατρεγμένοι κουρελήδες απαίτησαν μερίδιο
από την ασυνήθιστη και πρωτοπόρα αισθητική του.
Και το πήρα.

Ήταν όμως ξεκλείδωτο. Κι όχι μόνο μια στιγμή ή μια μέρα μόνο, όχι.
Ήταν ξεκλείδωτο μια ολόκληρη βδομάδα.
Για να ΄μαστε ξηγημένοι.

Τύψεις; Είχα. Αναστολές; Πάμπολλες.
Αποφασιστικότητα; Αυστηρός ήμουν πάντοτε μόνο με τον εαυτό μου.

Οπότε.
Κατέβηκα το βράδυ αργά, το έβγαλα γρήγορα από την αυλή με τα άλλα
και το πήγα βόλτα στους δρόμους της ευρωπαϊκών προδιαγραφών πόλης.
Εισέπνευσα δροσερό νυχτερινό αεράκι στα άπληστα ρουθούνια μου
και το ένιωσα κάτω μου να ιδρώνει ευχαριστημένο από τη μοίρα που τελικά του επιφυλασσόταν.
Απ’ όταν φτιάχτηκε, απ’οταν συναρμολογήθηκε, απ΄όταν γεννήθηκε σε ένα εργοστάσιο μαζί με χιλιάδες
άλλα ποδήλατα, κάποια φορά.
Ήταν από τότε προορισμένο για μένα.

Τώρα πια θα περιμένω να τελειώσει κι αυτό το βαρύ ελληνικό καλοκαίρι
και θα ανηφορίσω ξανά σκυφτός στις κοιτίδες του σύγχρονου πολιτισμού
για να γευτώ τους καρπούς μιας τέχνης που άκμασε στα μέρη μας σε χρόνια δύσκολα, μεθώντας κάποτε από την ίδια της την απλότητα:
Αν όχι εσύ τότε κάποιος άλλος.
.......

20/8/08

ΜΑΥΡΟ ΣΚΥΛΙ

Ας με γεννούσε η μάνα μου μαύρο σκυλί
Αλίμπερτα τους δρόμους θα γυρνούσα
Φιλήσυχα στα ευγενικά τα χέρια θ’ απλωνόμουν
Και την τροφή των ξένων θα ζητούσα

Μα σαν η νύχτα θα ‘πεφτε ψυχρή
Μέσα στη σκοτεινιά της θα κρυβόμουν
Και η φωνή μου η μαύρη θα γρύλιζε σιγανά
Καθώς σάρκα και αίμα θα γευόμουν

Ύστερα σαν θα μ’ έβρισκε η χαραυγή
Φρόνιμα το βήμα θα κρατούσα
Κι αυτούς που θα μ’ αρνιόντουσαν στοργή
Με ύπουλο το βλέμμα θα κοιτούσα

Έτσι για μένα θα περνούσε ο καιρός
Και υποψίες στις ψυχές βαθιά θα κατοικούσαν
Και αναμνήσεις θα γινόταν οι σκιές
Κάποιων που δίχως νόημα ίσως ζωή να ζούσαν
.......

17/8/08

Θέρος στο Παλαιό Χωριό

Εφέτο
Δεν πήγα πουθενά

Δε βγαίνω πολύ
Δεν πίνω πολύ
Δεν καπνίζω πολύ
Δεν κάνω σεξ εν Ροκ εν Ρολ πολύ
Δε δουλεύω πολύ

Όμως
Έχω γαμηθεί
Στα σύκα





.......

11/8/08

ΚΑΝΓΚ-ΙΧ-ΛΟΥΡ

Σε κάποιο όρος στο Κιργιστάν, ώρα 12η μεσημβρινή ανάμεσα σε δύο ελάχιστους πετρώδεις αμμόλοφους, ο Κανγκ-Ιχ-Λουρ με το μονόχορδο Ρεμπάπ του εκτελεί δύο παραδοσιακούς, κατά τα λεγόμενά του, σκοπούς του χωριού του. Ουχί διά την προσωπικήν του τέρψη αλλά για το παγκόσμιο καλό, δηλ. τα δυτικά βίτσια, καθώς μία κατενθουσιασμένη Γαλλίδα εθνομουσικολόγος τον ηχογραφούσε (αυτή η ίδια που το προηγούμενο βράδυ πηδιόταν με τον γιο του Λούρ για να αποκομίσει όσες περισσότερες μπορούσε εμπειρίες. Βέβαια είχε σαγηνευτεί από την αυθεντικότητά του, κι ας μην είχε καταλάβει ότι ανέβαινε στο βουνό μόνο κατά την τουριστική περίοδο, ο μάγκας ο γιος του Λούρ). Η εθνομουσικολόγος με ένα πλατύ χαμόγελο δεν έπαιρνε πρέφα τα βρισίδια που ξεστόμιζε ο Λούρ τα οποία ο ίδιος τα παρουσίαζε ως θεϊκά λόγια. Με τη βοήθεια βέβαια του μεταφραστή, ο οποίος τα είχε συμφωνήσει με τον οργανοπαίχτη. Η γαλλίδα ερωτούσε συνεχώς τι σημαίνουν τα λόγια του κομματιού κι ο μεταφραστής χωρίς δυσκολία της είπε: “όταν ο θεός Τούρου κατέβηκε στην Γη είδε μια όμορφη κοπέλα, εκσπερμάτωσε κι έτσι γεννήθηκε η χλωρίς, η πανίς, ο αέρας, η φωτιά. Ευχαριστούμε θεέ για τα ελέη σου». Αυτά τα λόγια ο μεταφραστής τα έλεγε ίδια και απαράλλαχτα σε κάθε ετοιμοπηδιόλα μουσικολόγο που ερχόταν στο χωριό, χαντακώνοντας κυριολεκτικά τον αυτοσχεδιαστικό οίστρο του Λούρ o οποίος αυτοσχεδίαζε ανάλογα το γκομενάκι. Χαμογελαστή παρέμεινε όταν προς έκπληξή της ο Λούρ έτεινε στο τέλος της παράστασης τη χέρα του για να ανταμειφθεί για τον κόπο του. Αφού έδωσε τα χρήματα ζήτησε να επισκεφθεί το σπίτι του. Καθώς έφτασαν εκεί και ύστερα από αρκετά χουφτώματα έκατσε και στον πατέρα κάνοντας τα στραβά μάτια για το ξύλο που έφαε η γυναίκα του για να πηδήξει εκείνη. ‘Υστερα στη Γαλλία θα έλεγε ότι ήταν πολύ ρομαντικό κι ότι στην κοινωνία τους το ξύλο είναι κοινώς αποδεκτό. Οπότε τι να έκανε κι αυτή απλά άνοιξε τα πόδια της.
Την άλλη μέρα κατευθύνθηκε στο επόμενο χωριό όπου έβαλε στους εκεί ντόπιους καλλιτέχνες να ακούσουν τα παραδοσιακά ηχογραφήματα του Λούρ και να της πουν τις διαφορές με το δικό τους χωριό. Τότε και οι τρεις άρχισαν να γελάνε ασταμάτητα. Ο καινούριος μεταφραστής ο οποίος δεν είχε συνεννοηθεί με τον προηγούμενο της είπε ότι δεν είναι παραδοσιακά άσματα, αλλά της στιγμής και τα λόγια είναι προσβλητικά. Επίσης, ότι το Ρεμπάπ ήταν ξεκούρδιστο και δεν είναι μονόχορδο(εκείνη τη στιγμή διαλύθηκε και η θεωρία της άμεσης σχέσης του πολιτισμού τους με τα πρωτόγονα μονόχορδα έγχορδα όργανα). Ύστερα τη ρώτησαν αν τον πλήρωσε, αρνήθηκε να απαντήσει, έφυγε, αυτοί κατάλαβαν και συνέχισαν να γελάνε. Την επόμενη μέρα η Γαλλίς μουσικολόγος ηχογραφούσε κάπως πιο διστακτικά τους τρεις μουσικούς αλλά είχε ένα προαίσθημα ότι αυτή τη φορά δεν την έχουν πιάσει κορόϊδο. Μάταια όμως. Στο επόμενο χωριό που επισκέφθηκε γέλασε και το παρδαλό τζατζίκι με το χουνέρι που της έκαναν οι προηγούμενοι κι έτσι κατευθύνθηκε προς ένα πολύ έρημο χωριό στο πιο ψηλό μέρος του όρους Σινάτρα στα 3200 μέτρα. Σ’ εκείνο το χωριό στο οποίο τη συνόδεψε ένας πολύ σοβαρός αυτή τη φορά μεταφραστής, επιτέλους ηχογράφησε κάτι αυθεντικό. Όμως στην μέση της ηχογράφησης ο οργανοπαίχτης εσταμάτησε. Αυτή τον ρώτησε για ποιόν λόγο και αυτός της είπε ότι είναι ένας αρχαίος χορός της γονιμότητας και θέλει οπωσδήποτε και χορευτές να συμμετάσχουν. Κάλεσαν τρεις χορευτές από το χωριό οι οποίοι έκαναν μισή ώρα να θυμηθούν τα βήματα του αρχαίου χορού και ύστερα τον απέδωσαν πραγματικά υπέροχα. Συμφώνησαν ότι ήταν ένας εντυπωσιακός που ταίριαζε με την ιδέα της γονιμότητας χορός ο οποίος, όπως της είπαν στην πόλη ερευνητές της παράδοσης του όρους Σινάτρα, δεν υπήρχε και ήταν κατασκεύασμα της στιγμής. Έτσι, συνέχισαν, οι ντόπιοι κοροϊδεύουν μονίμως τους δυτικούς ερευνητές. Η μόνη λύση ήταν, όπως της είπαν, να επισκεφθεί πολλές φορές τα ίδια μέρη ώστε να την μάθουν, να την εμπιστευτούν και να την κάνουν δικό τους μέλος. Η Γαλλίδα όμως που δεν μπορούσε να κάτσει σε ένα μέρος πολύ καιρό μιας και το θεωρούσε βαρετό, τόσοι πολιτισμοί υπάρχουν άλλωστε, εγύρισε εις την Γαλλία και ανέφερε ως αληθινά και αυθεντικότατα τα όσα είχε παρακολουθήσει. Έτσι άθελά της πήρε τον ρόλο των πονηρών. Με τη διαφορά ότι, η κοροϊδία της αποτελούσε μια καλοδομημένη εργασία (βεβαίως. Γεμάτη παραπομπές και συνεντεύξεις, ωραίο εξώφυλλο και πολύχρωμες φωτογραφίες να τη συνοδεύουν), ενώ δεν άπλωσε ποτέ χέρι να ζητήσει χρήματα, όπως τόσο φτηνά έκανε ο Λούρ, αλλά κέρδισε επάξια μια θέση σε κάποιο πανεπιστήμιο με τον κόπο της (της έγκριτης εργασίας δηλ., δίνοντας και μια σειρά εξυπνότατων διαλέξεων) Σειρά της ήταν να γελάσει και αυτή. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς σκατά.
.......

4/8/08

Getting Things Done

Έρχομαι από μακρυά.
Ταξιδεύω ώρες πολλές, αλλά η δουλειά -κάθε δουλειά-
πρέπει να γίνεται ακριβώς στην ώρα της.

Δουλεύω γιατί είμαι έμπιστος, ακριβής, με μια απ΄τις καλύτερες επιδόσεις.
Οι πελάτες μου μένουν πάντα ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα -πληρώνουν βέβαια ακριβά- γι΄ αυτό και η μια δουλειά φέρνει την άλλη.
Δεν απορρίπτω καμία.

Η μέσα τσέπη του σακακιού μου είναι ερμητικά κλειστή.
Είναι πολύ σημαντικό να μη δει το φως της ημέρας ο φάκελος με τις οδηγίες και τη διεύθυνση για τον αποψινό μου προορισμό.

Η φίλη μου απ' τη Γουατεμάλα ρουφάει αχόρταγα τις σελίδες ενός βιβλίου.
Eίναι το ''Getting Things Done'', του D. Allen.

Διάσημο και σπουδαίο βιβλίο.

Το έχω διαβάσει τόσες φορές.


.......