4/2/24

Ο ΜΟΤΣΑΡΤ

    "Λάβετε θέσεις! Έτοιμοι; ΜΠΑΜ!"  Ο αγώνας των εκατό μέτρων ξεκίνησε, οι αθλητές έφτασαν στον τερματισμό, όμως ο αφέτης μ' ένα απλανές βλέμμα κοιτούσε το κενό. Ο ήχος από τα χειροκροτήματα του κοινού κατέκλυσε το στάδιο αλλά μοναχά ο απόηχος του πιστολιού εκκίνησης πλανιόταν στο μυαλό του. Ταυτόχρονα, σε κάθε ΜΠΑΜ, ξεπεταγόταν σαν σφαίρα μέσα από τις μαύρες τρύπες του ασυνείδητου, κι από ένα υπαρξιακό ερώτημα.

"Ποιός είμαι;"

"Τί θέλω απ' τη ζωή μου;"

"Αυτές τις τρείς λέξεις πόσες χιλιάδες φορές τις έχω πει;"

"Και γιατί μου φαίνονται ξαφνικά τόσο ξένες;"

   Στην επιστροφή για το σπίτι του, ένιωθε τα ερωτήματα αυτά, να έχουν διογκωθεί πιέζοντας το κρανίο του από όλες τις πλευρές σαν να 'θελαν να φυτρώσουν πάνω στο κεφάλι του. Να κάνουν έναν αγκαθωτό κήπο αμείλικτων ερωτήματων, όσες κι οι τρίχες της κεφαλής του. Δεν έφτανε μόνο αυτό αλλά ήταν μόνος στη ζωή, ένιωθε μόνος, ανίκανος να εκφραστεί μιας και το λεξιλόγιό του είχε συρρικνωθεί σημαντικά. Βρέθηκε σε μια σκοτεινή ατραπό κι όταν έκλεισε πίσω του την πόρτα, έλαβε τη θέση του στην καρέκλα του τραπεζιού της κουζίνας, πήρε μια βαθιά ανάσα κι ύστερα ακούστηκε το τελευταίο ΜΠΑΜ της ζωής του, αυτή τη φορά όχι από πιστόλι αγώνων.

   Ο πυροβολισμός ξεσήκωσε τη γειτονιά κι όταν έφθασε η αστυνομία κατάλαβαν όλοι τί είχε συμβεί. Τα πηγαδάκια έδιναν και έπαιρναν, τα κουτσομπολιά, οι λεπτομέρειες της ζωής του αυτόχειρα, οι φανταστικές λεπτομέρειες των γειτόνων του, όμως κανείς δεν είχε στενή σχέση μαζί του κι έτσι διψούσαν να μάθουν κάτι παραπάνω γι' αυτόν. Έλεγαν ότι ήταν στεναχωρημένοι και όλοι προσπαθούσαν να βρουν έναν καλό λόγο να πουν παρ' όλο που τέλειωναν τις φράσεις τους με την επωδό "... αν και ήταν λίγο μαλάκας". Όταν ο αστυνομικός ρώτησε αν γνωρίζουν το όνομά του, ένα κοριτσάκι είπε: "Μότσαρτ"

   Όταν ήταν μικρός ο Μότσαρτ έχαιρε μεγάλης φροντίδας απ' τους γονείς του, οι οποίοι τον θεωρούσαν σπουδαίο ταλέντο σε ότι κι αν προσπαθούσε. Όμως η αλήθεια απείχε παρασάγγας απ' τις πεποιθήσεις τους. 

   Ο δάσκαλος του Καράτε επειδή είχε καταλάβει ότι δεν θα έβγαζε άκρη μ' αυτούς, ειδικά με τον πατέρα, είχε προσπαθήσει με ευγενικό τρόπο και πλάγια μέσα να τους δείξει ότι πρέπει να σταματήσει την ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες. Όμως ο πατέρας συνέχιζε να πηγαίνει να παρακολουθεί τις προπονήσεις δίνοντας κι αυτός οδηγίες παράλληλα με τον δάσκαλο. Τον χαιρετούσε κάθε φορά με χειραψία και ρωτούσε επανειλλημένως πότε θα 'ναι έτοιμος ο μικρός να λάβει μέρος σε αγώνες.

  "Να δέσει το σώμα του λίγο. Είναι μικρούλης ακόμα" έλεγε ο δάσκαλος. Όταν όμως η πίεση είχε γίνει αφόρητη τον συμπεριέλαβε στην αποστολή ενός τοπικού αγώνα με παιδιά της πόλης αλλά η υπερηφάνεια του πατέρα δεν άφησε τον μικρό να λάβει μέρος λέγοντας ότι το επίπεδο στα τοπικά είναι χαμηλό και δεν αντιστοιχεί στις δυνατότητες του παιδιού του. Ο Λεοπόλδος, έτσι λεγόταν ο πατέρας, ίσως μέσα του γνώριζε την πραγματικότητα αλλά δεν ήθελε να την διατυπώσει με μια ευτελή φράση όπως "Ναι, ξέρω, ο μικρός δεν τα καταφέρνει. Ίσως θα πρέπει να σταματήσει τα Καράτε".

   Αυτή τη φράση, αλλάζοντας την τελευταία λέξη κατά περίπτωση, περιμένε ν' ακούσει ο δάσκαλος του καράτε, η δασκάλα του πιάνου, το φροντιστήριο των αγγλικών, οι πρόσκοποι και οποιοσδήποτε ερχόταν σ' επαφή μ' αυτήν την οικογένεια. Ο μικρός κρυφογελούσε με την επιμονή και την αυτοπεποίθηση του πατέρα και εκμεταλευόταν κάθε ευκαιρία για να κάνει τα δικά του.

  Η σχέση του με τη μουσική ήταν καταστροφική και σημαδιακή για την υπόλοιπη ζωή του. Όποτε έκανε μαθήματα με την πιανίστα, την ωθούσε σε επαναλαμβανόμενα ρεσιτάλ υπομονής. Την ώρα που έπαιζε σταματούσε για να ξύσει τη μύτη του, τοποθετούσε ανάποδα τις παρτιτούρες χωρίς να το καταλαβαίνει, έπαιζε μία νότα το λεπτό κι ύστερα κοιτούσε τα χαρτιά με απορία γιατί στο τρίτο λεπτό είχε χαθεί. Η γυναίκα, πριν κλειστεί στην ψυχιατρική κλινική, είχε περάσει από διαφορετικές φάσεις νευρασθένειας. Αρχικά σηκωνόταν απ' το πιάνο και κάπνιζε στην κουζίνα αρειμανίως κι όταν ο μικρός της φώναζε "Καλά το έπαιξα κυρία;" αυτή ούρλιαζε "Πάρα πολύ καλά". Μετά αποδεχόμενη την μοίρα της, καθόταν όλη την ώρα δίπλα του σκυμμένη. "Καλά το έπαιξα κυρία;" ξαναρωτούσε ο μικρός αλλά δεν λάμβανε καμία απάντηση. Σε κάποιο μάθημα, με το που άνοιγε ο μικρός το καπάκι, η δασκάλα με μια απότομη κίνηση το έκλεινε κι ύστερα χωρίς να τον κοιτάζει γελούσε με μια τρομακτική απάθεια βλέπωντας τον εαυτό της στο μαύρο ξύλο του οργάνου χωρίς το παραμικρό βλεφάρισμα για πολλά λεπτά. Τότε, ο μικρός ένιωσε κάτι, για πρώτη φορά στη ζωή του. Τρόμαζε από τα κτυπήματα του καπακιού και κατουρήθηκε πάνω του παρατηρώντας κάποια στιγμή το χαμένο βλέμμα της δασκάλας του. Μετά, ακούστηκε κάτι σαν γκάρισμα. Ήταν τ' αναφιλητά του. Στο επόμενο, η δασκάλα έλειπε απ' το σπίτι. "Νευρικός κλονισμός" είπε η γειτόνισσα στους δύο Μότσαρτ. Αυτοί γέλασαν μπροστά στο έκπληκτο βλέμμα της. Δεν είχαν ξανακούσει τέτοιες λέξεις. Καθώς επέστρεφαν σπίτι, ο μπαμπάς Μότσαρτ έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε. Το κακό όμως είχε συντελεστεί. Ο μικρός ήταν ήδη μαλάκας. 

  
  Μετά από χρόνια, όταν ο Μότσαρτ πήγε στο στάδιο να δει αγώνες στίβου κι άκουσε το πιστόλι εκκίνησης, οι μνήμες του ανακατώθηκαν, με αποτέλεσμα αυτές που ήταν από κάτω να βρεθούν από πάνω. Ο ήχος του απότομου κλεισίματος του καπακιού είχε εισχωρήσει στο ασυνείδητό του κι η δόνησή του δεν σταμάτησε ποτέ. Φωτισμένος από την αλήθεια αυτή, άκουγε ξάφνου, κρυφά καπάκια φανταστικών πιάνων που κατασκευάστηκαν αυτόματα εντός του, να χτυπάνε σε άτακτα χρονικά διαστήματα μέχρι που συντονίστηκαν και γέννησαν έναν μεγάλο κρουστό ήχο που σαν θριαμβευτής διέλυσε όλα τα προστατευτικά του ασυνείδητου, και ξεχύθηκε στο συνειδητό καταλαμβάνοντας όλη την επικράτεια. Αυτό ώθησε τον Μότσαρτ να σηκωθεί από την θέση του και να αναφωνήσει θριαμβευτικά προς όλους: "Αυτό είναι. Ακούτε; ΛΑΒΕΤΕ ΘΕΣΕΙΣ! ΕΤΟΙΜΟΙ; ΜΠΑΜ". 

.......

13/1/24

Ο ΜΠΕΤΟΒΕΝ

    Μια φορά κι έναν καιρό, ο Μπετόβεν με τον μπαμπάκα του πήγανε στα πρόβατα. Ο Μπετόβεν με νοήματα, γιατί ήταν μουγγός, έδειξε ότι ήθελε ν' αρμέξει τα ζώα.  Όμως ο πατέρας του αρχικά ήταν ανένδοτος επειδή δεν του 'χε εμπιστοσύνη έτσι ατζαμής και καμπούρης που ήταν. Με τα πολλά όμως τον λυπήθηκε και του το επέτρεψε. Ο μικρός το καταχάρηκε, κι αυτό συγκίνησε τον πατέρα που σχεδόν δάκρυσε σκεφτόμενος 

"έχει γίνει πλέον άντρας, λεβέντης ολόκληρος κι εγώ του φέρομαι ακόμα σαν μικρό παιδί. Αυτός θα είναι το στήριγμά μου και δείχνει μεγάλη προθυμία για τις δουλειές. Δεν πρέπει να μαι άδικος μαζί του"

  Αμέσως ο μικρός έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά αλλά επειδή ήταν άτεχνος και απότομος σε λίγη ώρα άρχισαν οι προβατίνες να διαμαρτύρονται και να προσπαθούν να αποδράσουν απ' τα χέρια του. Ο πατέρας του για μιας ξέχασε ό,τι σκεφτόταν λίγα λεπτά πριν και τρέχοντας προς το μέρος του τού έριξε δυο σφαλιάρες με αποτέλεσμα να προσγειωθεί η κεφάλα του μέσα στον κουβά με το γάλα.

  - Δε σου 'χω πει ρε μπετόβλακα πώς πρέπει ν' αρμέγεις; Τα ζώα τώρα πονάνε και δε θα κατεβάζουν άλλο. Φύγε από μπρος μου.

   Όταν σηκώθηκε ο μικρός έκανε να τρέξει κι εκεί έφαγε και μια κλωτσιά, η οποία τον εκνεύρισε υπερβολικά. Κατευθύνθηκε τρέχοντας προς το χωριό κι όταν έφτασε στο σπίτι διοχέτευσε όλο τον θυμό του στο να γράψει την ενάτη συμφωνία του. Δεν έφαγε και δεν κατάλαβε πότε γύρισε ο πατέρας του, πότε βράδιασε και πότε ξημέρωσε ο κόσμος. Τελικά τα ξημερώματα, αποκαμωμένος κοιμήθηκε πάνω στις παρτιτούρες του τελευταίου μέρους.

   Μόλις που 'χε αποκοιμηθεί, μπούκαρε ο μπαμπάκος του στο δωμάτιο για να τον ξυπνήσει. Ήταν όμως τόσο εξουθενωμένος που δεν κατάλαβε τίποτα απ' τις φωνές του. Ο πατέρας του είδε τις παρτιτούρες και έγινε έξω φρενών. Τις πήρε και τις έδωσε στις αίγες να τις φάνε.

   Μετά από τρείς ώρες ξύπνησε ο μουγγός Μπετόβεν και σαν τρελός γύρευε τα χειρόγραφά του. Αμέσως έτρεξε στο χειμαδιό όπου διαμαρτυρήθηκε έντονα στον πατέρα του ο οποίος του ανταπάντησε

 - Πρώτα γράφουμε την πρώτη συμφωνία, μετά την δεύτερη, έπειτα την τρίτη, κατόπιν την τέταρτη, ύστερα την πέμπτη, μετά και μετά την έκτη, αν έχει πάει καλά μέχρι εκείνη τη στιγμή συνθέτουμε την έβδομη, σχεδιάζουμε την όγδοη και την καθαρογράφουμε και στο τέλος γράφουμε την ένατη. Δεν ξεκινάμε απ' την ένατη συμφωνία. Γι' αυτό θα κοιμάσαι στο στάβλο για ένα μήνα.

    Το επόμενο πρωί όταν έφτασε ο μεγάλος Μπετόβεν στον σταύλο είδε όλα τα ζώα να είναι έξω, άυπνα, με μύξες στο στόμα και σε απόσταση βολής απ' τα ροχαλητά του μικρού Μπετόβεν. Ο μεγάλος Μπετόβεν πήρε την κατσούνα του και μπήκε στον σταύλο έξαλλος για μια ακόμη φορά. Έριξε τρεις κατσουνιές στον μικρό που κοιμόταν στ' άχερα ξυπνώντας τον. Του είπε

  - Βρε ανεπρόκοπο ντουγάνι, όλα τα ζώα είναι έξω κρυωμένα κι εσύ ροχαλίζεις σα βόδι. Άμε να τα μαζέψεις και να τα ταΐσεις. 

   Ο μικρός απ' τον φόβο του κατουρήθηκε πάνω του αλλά κατάφερε μετά από δυο ώρες να μαζέψει όλα τα ζώα μέσα στο μαντρί. Όταν κάτσανε να φάνε, ο μεγάλος που είχε ηρεμήσει τον νουθέτησε

  - Από 'δω και πέρα θ' αφήσεις τις μουσικές και τις μαλακίες και θ' ασχολείσαι μόνο με την ποιμενική ζωή. Ακούς; Σ' αγαπώ. Γι' αυτό σε δέρνω. Για να γίνεις άνθρωπος. Μόνο έτσι θα στρώσεις. Και θα βγάλεις απ' το μυαλό σου τη Λεονόρα, αφού βρε κακομοίρη έτσι που είσαι, γυναίκα δεν πρόκειται να βρείς. 

  Μετά έβαλε στοργικά το χέρι του στο κεφάλι του μικρού και συνέχισε πιο μαλακά

 - Θα γίνεις πολύ καλός βοσκός. Άσε τ' άλλα για τους άλλους.

   Και μετά του ριξε μια γροθιά στην καμπούρα.

 Τότε,  άξαφνα, τα μάτια του μικρού έλαμψαν από μια σπίθα που γεννήθηκε εντός του. Είχε φωτιστεί. Αυτή η στιγμή ήταν σαν μια αναγέννηση, κι έτσι έστρωσε, καταλάγιασε, κι εξελίχθηκε σ' έναν ζηλευτό βοσκό.

 

.......