Πάντα μου φέρθηκα καλά στις γυναίκες
ευγενικά, με κατανόηση
πολλές είχαν περάσει άσχημα σε χέρια
βρωμερά ή ανώριμα, φοβισμένες,
φέρθηκα καλά και αρχικά ανταμείφθηκα.
Μου χάρισαν ζέστη, ομορφιά και σοφία.
Ό μ ω ς - ό μ ω ς - ό μ ω ς . . .
Λένε πως όταν η δουλεία καταργήθηκε, γιατί ήταν ασύμφορη,
πολλοί γέροι σκλάβοι, ελεύθεροι πια,
παρακαλούσαν τα αφεντικά τους
να τους κρατήσουν.
Έκλαιγαν στο κατώφλι.
Δ ε μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α α ν τ έ ξ ο υ ν τ η ν ε λ ε υ θ ε ρ ί α
Οι γυναίκες που γνώρισα δεν έμειναν μαζί μου
έφευγαν ή τις έδιωχνα
γιατί δεν είχαν μπούσουλα
γιατί δεν τους έλεγα τι να κάνουν
γιατί δεν έλεγχα τις εξόδους τους, τα μηνύματά τους,
τα κινητά και τις φίλες τους
Ή θ ε λ α α ν θ ρ ώ π ο υ ς λ ε ύ τ ε ρ ο υ ς
Όμως δεν φταίγαν αυτές -
δεν τις είχαν μάθει τι θα πει ελευθερία
τις μεγάλωσαν σκλάβες
ο σκλάβος πάει με τη διαταγή
ψάχνει έλεος, αγαπάει και μισεί στα χρόνια
τον αφέντη του
Δε θ έ λ ω ν α χ ω θ ώ σ τ ο ά ρ ρ ω σ τ ο σ ύ σ τ η μ ά σ α ς
Δεν το έφτιαξα εγώ, δεν το ψηφίζω
συμπονώ, μα τη θέση του καταπιεστή δεν την παίρνω,
πάτε αλλού για αφέντες
σας αγαπώ πάντα - μα ας μείνω μόνος
Κι αν ποτέ φίλοι δείτε κάποιο πνεύμα ελεύθερο,
που θά ' λεγε κι ο Νίτσε
πέστε του ας έρθει να με βρει
Ε γ ώ φ έ ρ ο μ α ι ό π ω ς π ά ν τ α ε γ κ ά ρ δ ι α
κ ι ε υ γ ε ν ι κ ά
.......
ευγενικά, με κατανόηση
πολλές είχαν περάσει άσχημα σε χέρια
βρωμερά ή ανώριμα, φοβισμένες,
φέρθηκα καλά και αρχικά ανταμείφθηκα.
Μου χάρισαν ζέστη, ομορφιά και σοφία.
Ό μ ω ς - ό μ ω ς - ό μ ω ς . . .
Λένε πως όταν η δουλεία καταργήθηκε, γιατί ήταν ασύμφορη,
πολλοί γέροι σκλάβοι, ελεύθεροι πια,
παρακαλούσαν τα αφεντικά τους
να τους κρατήσουν.
Έκλαιγαν στο κατώφλι.
Δ ε μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α α ν τ έ ξ ο υ ν τ η ν ε λ ε υ θ ε ρ ί α
Οι γυναίκες που γνώρισα δεν έμειναν μαζί μου
έφευγαν ή τις έδιωχνα
γιατί δεν είχαν μπούσουλα
γιατί δεν τους έλεγα τι να κάνουν
γιατί δεν έλεγχα τις εξόδους τους, τα μηνύματά τους,
τα κινητά και τις φίλες τους
Ή θ ε λ α α ν θ ρ ώ π ο υ ς λ ε ύ τ ε ρ ο υ ς
Όμως δεν φταίγαν αυτές -
δεν τις είχαν μάθει τι θα πει ελευθερία
τις μεγάλωσαν σκλάβες
ο σκλάβος πάει με τη διαταγή
ψάχνει έλεος, αγαπάει και μισεί στα χρόνια
τον αφέντη του
Δε θ έ λ ω ν α χ ω θ ώ σ τ ο ά ρ ρ ω σ τ ο σ ύ σ τ η μ ά σ α ς
Δεν το έφτιαξα εγώ, δεν το ψηφίζω
συμπονώ, μα τη θέση του καταπιεστή δεν την παίρνω,
πάτε αλλού για αφέντες
σας αγαπώ πάντα - μα ας μείνω μόνος
Κι αν ποτέ φίλοι δείτε κάποιο πνεύμα ελεύθερο,
που θά ' λεγε κι ο Νίτσε
πέστε του ας έρθει να με βρει
Ε γ ώ φ έ ρ ο μ α ι ό π ω ς π ά ν τ α ε γ κ ά ρ δ ι α
κ ι ε υ γ ε ν ι κ ά