22/10/12

Το μεγάλο ποτάμι

Καπνίζω.
Και κάθομαι.
Η ζωή μου έχει γαμηθεί εντελώς τελευταία
όμως εγώ
καπνίζω. Και κάθομαι.

Κάθομαι όρθιος, κάθομαι σε σκαμπό, σε καρέκλα,
κάθομαι πάνω στο καβλί του τύπου εδώ δίπλα - δεν έχει σημασία,
σημασία έχει ότι μπορώ σταθερά, να κάθομαι
και να καπνίζω.

Δεν διάλεξα τίποτα απ’ όλα αυτά.
Δεν ήθελα εγώ τίποτα απ’ όλα αυτά.
Όμως όλοι οι άλλοι, οι φίλοι μου, το σπίτι μου, παντού,
όλοι φώναζαν τελικά στ’ αυτιά μου ένα και μόνο πράγμα.
Κι έτσι κι έγινε.

Εγώ θα ήθελα μάλλον ένα σπιτάκι με κήπο,
κι έναν άνθρωπο ήρεμο να ζει δίπλα μου,
να περνάν οι μέρες όσο γίνεται απλά.
Όμως είμαι εδώ.
Και πρέπει να γελάσω και με τις παπαριές που λένε τριγύρω -
κάποτε μου φαίνονταν αστείες.
Όμως τώρα δε μου φαίνονται.
Τώρα τίποτα δε μου φαίνεται πια αστείο.
Έχουν γίνει όλα πάρα πολύ σοβαρά.

Θα μου άρεσε να φανταστώ ένα μεγάλο ποτάμι που θα ‘ρθει,
θα με ξεπλύνει στην ορμή του και θα με πάει μακρυά,
«σ’ άλλη γη σ΄άλλα μέρη» που λέει και το τραγούδι.
Ένα ορμητικό ποτάμι που θα με παρασύρει - πού ξέρεις,
μπορεί και να υπάρχει. Πρέπει να υπάρχει,
το σκέφτομαι συχνά.

Όταν θα έρθει εγώ θα είμαι εδώ,
να το περιμένω.
.......

1/10/12

Ένα για Εκείνην

Έτσι, ξαναγυρνάω στα παλιά.
Όταν για να κοιμηθώ
έπρεπε να ιδρώσω πάνω από ένα χαρτί,
ή ακόμα πιο μίζερα,
μπροστά από μια οθόνη υπολογιστή.

Έγραφα λέξεις, τότε.
Ταίριαζα ήχους, τότε.
Έκοβα τη νύχτα στη μέση,
για μερικές χρυσές σταγόνες λυρισμού.
Και μετά κοιμόμουν ξαλαφρωμένος,
έχοντας δει αυτήν, την ποθητή τρελή
να με κοιτάει με το αλαφιασμένο μάτι της.

Ανταλλάζαμε λέξεις, τότε.
Μου σφύριζε τους ήχους, τότε.
Αγαπιόμασταν σεβαστικά, χωρίς ενοχές.
Αγκάλιαζα τη μικρή μου αγαπημένη μετά,
έχοντας ζήσει ό,τι περιέγραψα, αυτήν
και τις τρέλες της μαζί μου.
Μετά κοιμόμουν ήσυχα.
Μετά περπατούσα ήσυχα.

Πώς τόλμησα λοιπόν να σκεφτώ πως την ξεπέρασα;
Πώς μπόρεσα, εγώ ο ίδιος,
να πιστέψω πως κάποια στιγμή,
σε κάποιους μήνες μέσα, δεν ήταν τίποτα άλλο
από μια νεανική, επιπόλαια αγάπη;
Ήταν λάθος, και μου το απέδειξε.
Σαν μια εξουσιαστική και ζηλιάρα ερωμένη,
με τους χειρισμούς της με ντρόπιασε.
Γύρισα ξανά σκυφτός κι ευγνώμων στο αγαπημένο
σπίτι της, να της αφιερωθώ.
Και δίνοντάς της την αγάπη μου,
μου δίνει γαλήνη, ομορφιά και νόημα.

Θα κοιμηθώ κι απόψε,
στη μέση της νύχτας, πιο ήσυχος.
Γιατί σύρθηκα στα σκαλιά της και την έχω δει.
Γιατί δε μπόρεσα να υποκριθώ κούφια ειδύλλια.
Γιατί η λατρευτή μου είναι εκεί,
θαρρείς πάντα ξάγρυπνη, και με κοιτάει.
Κάθεται σε μια γωνία του δωματίου
και απαιτεί την αγάπη μου
για να γίνει λαμπερή γυναίκα.
Κι εγώ, ο ταπεινός,
γίνομαι τότε ο δυνατός εραστής της.
.......