Ο Ποπάυς κι ο αγοραφοβικός πατέρας του Φοίβος περπατούσαν στον δρόμο τρώγοντας αμέριμνοι τα καροτάκια τους. Ο Φοίβος, ως συνήθως, κρατούσε μαζί του κι ένα ντουλάπι στο οποίο κρυβόταν όταν έβλεπε πάνω από δύο ανθρώπους μαζί και είχε μια δραστηριότητα που ενοχλούσε τον γιό του. Ο Ποπάυς, του οποίου τη ρώμη ζήλευαν πολλοί αλλά το μυαλό κανείς, προχωρούσε με τον γνωστό του άγαρμπο τρόπο ρίχνοντας οτιδήποτε τύχαινε να βρεθεί κοντά του. Ήταν βλάκας κι όταν προσπαθούσε να σκεφτεί κατουριότανε (περιττό να πω ότι ήταν δυσκοίλιος).
Στο δρόμο συνάντησαν μια γριά φαφούτα και στραβή η οποία δείχνοντας προς το μέρος ενός κοτετσιού φώναξε «Κλεραστρηφςςς». Αμέσως ένα περιπολικό σταμάτησε κι ένας τρίμετρος ντέτεκτιβ που βγήκε απελπιστικά αργά απ’ το παράθυρο σταμάτησε τον πατέρα αλλά και τον γιο και τους πήγε στην γριά.
-Αυτοί είναι;
-Εεεεε;
-Αυτοί σου έκλεψαν το δαχτυλίδι;
-Αυθοιμουκλαπερεσάντρο.
-Ώστε έτσι. Πάρτε τους μέσα.
Τότε ο Ποπάυς διαμαρτυρήθηκε λέγοντας «Μα αυτή είναι φαφούτα και στραβή. Πώς μας είδε;» Κείνη την ώρα κατουρήθηκε πάνω του και δύο θαλάσσιοι ελέφαντες τον οδήγησαν στο τμήμα.
Στο τμήμα βρίσκονταν γύρω στους 10 αστυνομικούς και ο κακόμοιρος ο Φοίβος κλείστηκε μέσα στο ντουλάπι του σκεφτόμενος «εδώ είναι πολύ όμορφα και ζεστά» ενώ ο γιός του που είχε ξεχάσει τι είχε συμβεί έτρωγε ήσυχος όσα καροτάκια είχαν περισσέψει.
Τρείς κρατούμενοι που καθόταν δίπλα του είχαν την εξής κουβέντα:
Α: εγώ 20 χρονών είχα πάρει το πτυχίο της σχολής.
Β: εγώ στα 19 πήρα υποτροφία για το καλύτερο πανεπιστήμιο της Ευρώπης
Γ: εγώ στα 17 μου πήγαινα στρατό και στο καλύτερο πανεπιστήμιο του κόσμου όπου ήμουν ο καλύτερος.
Α: στα 16 μου έκανα διδακτορικό βοηθούσα τον πατέρα μου στο χωράφι και αρίστευα στο ωδείο.
Β: στα 15 μου είχα πτυχίο στην κιθάρα, διδακτορικό και δούλευα πυροσβέστης.
Γ: εγώ δεν πήγα καθόλου γυμνάσιο και λύκειο. κατ’ ευθείαν απ’ το δημοτικό με στείλανε στο Χάρβαρντ και είχα 500 στρέμματα ελιές και 200 πρόβατα.
Α: Τι λέτε τώρα ρε; Σε μένανε; Δεκατριών χρονών έκανα σύνθεση είχα 500 πρόβατα κι έκανα φροντιστήριο στον διευθυντή του σχολείου.
Β: Μόνο μαλακίες ακούω εδώ μέσα. Όταν ήμουν 11 είχα φροντιστήριο, ήμουν επίτιμος δημότης της πόλης είχα βγεί σε πανελλήνιο διαγωνισμό ομορφιάς πρώτος είχα 1000 πρόβατα και μ’ είχαν δεχτεί στο καλύτερο πανεπιστήμιο του γαλαξία.
Γ: Είστε γελοίοι και οι δυο. Στα 9 μου είχα παντρευτεί και είχα δυο παιδιά, πλήρωνα διατροφή στην πρώην γυναίκα μου και είχα πάρει τον μεγαλόσταυρο ανδρείας. Έκλεψα 5000 πρόβατα και παράλληλα ήμουν μπάτσος, μουσικοσυνθέτης και λέκτορας στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Πήγαινα ταυτόχρονα στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στην δουλειά, ετοίμαζα τη διατριβή μου και πρόσεχα το τρίτο μου παιδί. Δεν μου άρεσε η ομελέτα κι όταν έτρωγα συγχρόνως, ετοίμαζα τον προϋπολογισμό του κράτους και…
Τότε κόπηκε η συζήτηση γιατί ένα γλοιώδες υγρό είχε μουσκέψει τα πάντα. Ήταν ο Ποπάυς που έκλαιγε και με ένα τεράστιο παράπονο που είχε σφηνώσει στα χείλη του είπε «Εγώ δεν έχω πάει στο σκολείο».
- Δενεφτρε. Ειντραδιδρυμόκο πουχειχαρετόθει. Επαδαρωτρικασιαχρονιασιάνα.
- Γριά!!! Μιλάς σοβαρά; (είπεν ο αστυνόμος).
Ο Ποπάυς που είχε σταματήσει να κλαίει τον ρώτησε τι είπε η γριά. Ο αστυνόμος δεν κατάλαβε την ερώτηση. Μετά την δέκατηπέμπτη διευκρίνιση κι αφου του την εξήγησε η γριά, του είπε:
- Η κυρία Αγάπη λέει ότι αυτό το δαχτυλίδι δεν είναι αυτό που γυρεύουμε αλλά το δίδυμο του που έχει χαθεί εδώ και 800 χρόνια. Όποιος έχει και τα δύο είναι παντοδύναμος.
Τότε όλοι πάγωσαν. Γίνανε αγάλματα και η γριά αμέτρητες εικόνες διασπαρμένες και διαμελισμένες από μαγνητικά πεδία Γρηγοριανών ύμνων. Ο Ποπάυς σηκώθηκε ρίχνοντας από πάνω του τα γαρύφαλα που του πέταξαν οι άνθρωποι της προηγούμενης στιγμής. Ο Φοίβος βγήκε απ’ το ντουλάπι του συνεχίζοντας την δραστηριότητα που ενοχλούσε αφάνταστα τον γιο του.
Αμέσως κατευθύνθηκαν στην γέφυρα. Εκεί ο Φοίβος είπε το ανέκδοτο με τον Σταύρο τον ρινόκερο που την πάτησε από τον σκορπιό Αγησίλαο. Αφού γέλασαν ασταμάτητα ήρθε ο Κόναν. Αυτός φορούσε το άλλο δαχτυλίδι. Ο Φοίβος συνωμοτικά είπε στον Ποπάυ «πάρ’ του το ρε. Μην είσαι μαλάκας. Παρ’ το ρε να γίνουμε κατακτητές του κόσμου.» Και κλείστηκε στο ντουλάπι του. Τότε ο Κόναν αστραπιαία άρπαξε το δαχτυλίδι του γιου του Φοίβου. Αφού τα κοίταξε καλά, τα έστρεψε προς την Ανατολή. Όταν βρέθηκαν στις σωστές συντεταγμένες με τον ήλιο το φεγγάρι και την δυσκοιλιότητα του βλάκα τότε έγινε έκρηξη και σκοτώθηκαν όλοι, και η γέφυρα μαζί. Ο Φοίβος, που είχε γλιτώσει από την πανούκλα των βοοειδών, γλύτωσε κι απ’ την έκρηξη και συνέχισε να κλάνει ανενόχλητος. Έζησε για πάντα μόνος και ευτυχισμένος στην ανύπαρκτη πια γέφυρα.
5/11/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
συγκρατώ την ανύπαρκτη πια γέφυρα!
ΑπάντησηΔιαγραφή