6/6/08

Στο καπηλιό

Σάββατο μεσημέρι, με τον υδράργυρο να έχει εκτιναχθεί στους 30 βαθμούς, ανεξήγητο για μήνα Οκτώβρη, ένα αντρόγυνο επέλεξε να καθήσει σε ένα ξεχασμένο καπηλιό με την επονομασία «Τα τρία αδέρφια». Θες η πείνα, θες η αναζήτηση σκιάς, θες το ότι το καπηλιό ήταν κοντά στη θάλασσα, όλες αυτές οι παράμετροι εξηγούν το γιατί το ζεύγος επέλεξε το συγκεκριμένο φαγάδικο. Γιατί υπό άλλες συνθήκες δεν επρόκειτο να καθήσουν. Πρώτα πρώτα το καπηλιό στην είσοδό του είχε σκόρδα και ένα λαγοπόδαρο κρεμιόταν σε περίοπτη θέση στο μέσον του μαγαζιού. Παρ’ όλ’ αυτά η φοβερή σκια σ’ αυτόν τον παράξερο τόπο ήταν πραγματικά μια όαση που δεν συγκρινόταν με καμία παραξενιά. Όμως η περιπέτεια του ζευγαριού άρχισε απ’ όταν κάθησε στο τραπέζι.

Πρώτ’ απ’ όλα δεν ήρθε κανείς από τα τρία αδέρφια, ούτε καν για να τους μιλήσει. Οι δύο από τους τρείς παρακολουθούσαν ατάραχοι έναν αγώνα ποδοσφαίρου στην τελεόραση, με τον πρώτο να τρώει τα νύχια του και τον δεύτερο να λοξοκοιτάζει το κινητό μη χάσει κάνα μύνημα. Ο τρίτος καθισμένος σε μια καρέκλα απέναντι από το τραπέζι που έκατσαν οι ήρωές μας, γιατί για ήρωες πρόκειται, με στραμένο το κεφάλι προς τα πάνω, τα πόδια απιθωμένα σε μια άλλη καρέκλα και τα μαύρα γυαλιά να του κρύβουν τα μάθια, δεν έδειχνε κανένα σημάδι ζωής. Μόνο η περιφερόμενη στο στόμα του οδοντογλυφίδα μαρτυρούσε ότι το υποκείμενο ανέπνεε.
Πέρασαν πέντε λεπτά με το ζεύγος να κοιτάζει αμήχανα πότε τους δύο στην τηλεόραση πότε τον απέναντί τους και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Κάποια στιγμή την πρωτοβουλία πήρε ο άντρας.
- Συγγνώμη, αν δεν σας ενοχλώ βέβαια (απευθυνόμενος στον απέναντι)
Αυτός αργά σηκώνοντας τα γυαλιά είπε:
-Τί θές;
-Θα θέλαμε κάποιον κατάλογο αν γίνεται.
-Γιατί;
-Για να παραγείλουμε, εκτός αν δεν είναι μαγειρίο και κάναμε λάθος.
-Δεν κάνατε λάθος. Κατσε να δω. Μήτσο! (στον ένα αδερφό του). Μήτσο, έχουμε κατάλογο καθόλου;
Περνά ένα λεπτό και ο Μήτσος ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει. Τότε τους λέει.
-Μάλλον δεν έχουμε.
-Μάλλον;
-Ναι ρε φίλε μάλλον ή μάλλον .. σίγουρα. Για να το λέει και ο Μήτσος.
-Μα δεν είπε τίποτα.
-Ωωω κουραστικός έγινες ρε αδερφέ. Τι θες να φάς;
-Τι έχετε;
-Τς αντε πάλι(χαμηλόφωνα). Γιάννη! (στον άλλο αδερφό ο οποίος όμως απάντησε)
-Τι;
-Τι έχουμε από φαϊ;
-Κοτόπουλο.
-Κοτόπουλο(προς τους πελάτες)
-Μόνο;
-Ε, για να το λέει ο Γιάννης.
-Ε αφού το λέει ο Γιαννάκης θα φάμε κοτόπουλο. Κοτόπουλο, κοτόπουλο.Φέρτε μας δυό μερίδες και μία σαλάτα και μισό κιλό κρασί.
-Τώρα τα θες όλα αυτά;
-Ναι τώρα.
-Να μην τον πάρω κανά μισάωρο;
-Όχι κύριε, είμαι πελάτης και οφέιλετε να με εξυπηρετήσετε.
-Ω άγριος είσαι συ. (καθώς σηκώνεται από την καρέκλα και ετοιμάζει τα πράγματα λέει στον άντρα) Πολύ πιεστικός είσαι, δε θα χαρείς στη ζωή σου να το ξέρεις αυτό να πούμε, μην αγχώνεσαι. Όχι τίποτ’ άλλο αλλά αγχώθηκα κι εγώ κι όταν αγχώνομαι τα κάνω σκατά. Τι μου είπατε να φέρω;
-Αστακό σε μένα και χαβιάρι στην κυρία. Πλάκα μας κάνεις ρε, αφού ο Γιαννάκης είπε ότι έχετε μόνο κοτόπουλο. (κείνη τη στιγμή ο Γιάννης γύρισε και τον κοίταξε για κάποια δευτερόλεπτα συνεχίζοντας να λοξοκοιτάζει και το κινητό του).
Τελικά η παραγγελιά έφτασε και το αντρόγυνο άρχισε να τρώει με μεγάλη βουλιμία. Ώσπου επειχηρήσανε να πιούνε κρασί. Τότε αντιλαμβάνονται ότι τα ποτήρια είναι πολύ βρώμικα.
-Συγγνώμη. Τα ποτήρια είναι βρώμικα.
Ο τρίτος αδερφός αφού είχε ξαναράξει στην καρέκλα με τον ίδιο απαράμιλλο τρόπο απαντά κοφτά.
-Ε πλύν’ τα.
-Μα είμαι πελάτης.
-Και;
-Τι και;
-Τι τι και;
Ακολουθούν μερικά δευτερόλεπτα σιγής. Ο άντρας έπειτα προσπαθεί να αρθρώσει μια κουβέντα.
-Αν γ..
-Όχι, τι θες να πεις.(νευριασμένα)
-Με ποιό;
-Με το ότι είσαι πελάτης.
-Άντε πάλι.
-(σαν να μην το άκουσε) Δεν το κατάλαβα δηλ. Ορίστε κύριε, τους ταϊζεις, τους προσφέρεις φιλοξενία, τους κάνεις ανθρώπους και αντιμιλάνε και από πάνω. (μονόλογος σε ένταση).
Άλλα δύο λεπτά σιγής.
- Τέλος πάντων θα μου φέρετε καθαρά ή δεν έχετε καθόλου;
- Βαριέμαι τώρα μωρέ. Κουράστηκα με τις απαιτήσεις σας. Δύο τέτοιες παρέες να χαμε την ημέρα δε θα προλαβαίναμε να ξεκουραστούμε. Περίμενε όμως κάτι μπορεί να γίνει. Μήτσο! Φέρε δύο ποτήρια στους πελάτες. Καθαρά.
Ο μήτσος όμως ατάραχος ξανά έτρωγε τα νύχια του και δεν έδωσε σημασία.
- Μουγγό είναι;
- Λίγα με τον αδερφό μου, ε; Μάλλον δεν έχουμε.
- Που το ξέρεις;
- Για να το λέει ο Μήτσος;
- Μα δε μίλησε.
- Καταλαβαίνω εγώ. Αδερφός μου είναι. Αίμα μου. Συνεννοούμαστε μυστικά.
- Με τι, με υπέρηχους;
- Άρχισες και τις ειρωνίες;
- Μπορείς να δεις αν έχει τίποτα ποτήρια καθαρά;
-Μου τα πρηξες. Ντάξει θα δω.
Πέρασαν πέντε λεπτά και δεν κουνήθηκε φύλλο.
- Εε, μπορείτε μήπως να φέρετε δύο ποτηράκια;
- Πάλι; (νευριασμένα).
- Τι πάλι ρε; Δεν τα φερες.
- Α ναι. Με την κούραση που έχω νόμισα ότι στα φερα.
Κείνη την ώρα γύρισε ένα χαστούκι στον αγκώνα του όπου καθόταν μια μύγα και αυτή νεκρή έπεσε μέσα στο καθαρό ποτήρι. Το αναποδογύρισε και το πήγε στους πελάτες.
-Λυπάμαι που το λέω αλλά η εξυπηρέτηση είναι απαράδεκτη.
-Βάλτο ρε ξεφτίλα.
-Μπετόβεργα.
-Κλασομπανιέρα. (ακούστηκε από την άλλη μεριά του καπηλιού όπου καθόταν τα άλλα δύο αδέρφια).
-Μα καλά δεν ντρέπεστε κύριοι. Είναι και γυναίκα μπροστά.
Οι άλλοι χωρίς να δώσουν σημασία συνεχισαν να παρακολουθούνε το παιχνίδι και σε δύο λεπτά μια ευκαιρία καλή φαίνεται να ξεκινά από το κέντρο του γηπέδου.
Ο Μήτσος που ώς τότε είχε πει μονάχα μια λέξη, τη μπετόβεργα, ξεσάλωσε με την ευκαιρία της ομάδος του. Καθώς η μπάλα προχωρούσε από το κέντρο προς τη μεγάλη περιοχή και καθώς ο παίκτης πλησίαζε τον αντίπαλο τερματοφύλακα έτοιμος για το γκολ, ο Μήτσος φώναζε.
- Άντε, άντε, άντε άντε
Και όταν η μπάλα από το πόδι του παίκτη αντί να καταλήξει στην κενή εστία κατέληξε στις μπεκάτσες, είπε.
-Αντε και γαμήσου
Και
-Μπετόβεργα.
Ταυτόχρονα, ο τρίτος αδερφός συνεπαρμένος από το πάθος του αγώνα είχε πιάσει το τραπεζομάντηλο των πελατών και από τα νεύρα του το πέταξε πέρα εκσφενδονίζοντας το μισοφαγωμένο κοτόπουλο την ατέλειωτη σαλάτα και τα καθαρά ποτήρια με το λίγο κρασί που απέμεινε. Ο απέναντι τοίχος τα υποδέχτηκε με καλοσύνη θρυματίζοντάς τα όλα ώσπου να πεις ωχ.
-Είστε απαράδεκτοι. Με προσβάλλετε και μένα και την κοπελιά μου με τις βωμολοχίες και τα σπασίματα. Μετά από όλα αυτά δεν πιστεύω να έχετε την απάιτηση να σας πληρώσω.
Το ρήμα πληρώσω όταν για τον ένα από τους δύο σημάινει πληρώνομαι, οπως εδώ είναι ο μαγαζάτορας, πάντα ακουμπάει στα πιό λεπτά σημεία του ανθρώπινου μυαλού ακόμα και του πιό ηλίθιου. Η έκφραση αυτή έθιξε τους μαγαζάτορες οι οποίοι για να μην χάσουν χρήματα, ξανάκαναν την φοβερή προσπάθεια να σερβίρουν τους πελάτεςτουλάχιστον για να βγάλουν τα σπασμένα. Ο ένας δηλ. την έκανε αφού οι άλλοι δύο συνέχισαν να βλέπουν τον αγώνα ατάραχοι. Όταν τέλειωσε, κοιμήθηκαν σαν αγγελούδια στις καρέκλες τους ροχαλίζοντας σε ένταση πάνω από το επίπεδο του ενοχλητικού. Το ίδιο έπραξε και ο τρίτος σαν καλός αλληλέγγυος αδερφός. Μετά από ένα μισάωρο, μέσα στην απόλυτη ησυχία, το ζεύγος τέλειωσε το φαϊ του και αφήνοντας τα χρήματα στο τραπέζι, με ελαφρά βήματα, διέσχισε το μαγαζί και έφτασε στην πόρτα την οποία άνοιξε και βγαίνοντας μόλις έξω, ακούστηκαν εν χορώ τα τρία αδέρφια να φωνάζουν
-Πόρτα!
Ο θρύλος μάλιστα λέγει ότι κάποιος από τους τρεις, είπε αηδιασμένος
-Μπετόβεργες.
ΤΕΛΟΣ

1 σχόλιο:

  1. Μα, καλά, πόσο άρρωστος πρέπει να είναι κάποιος για να γράψει τέτοιο κείμενο;
    ΚΟΡΥΦΑΙΟ!!!
    Η επιτομή της ελληνικής σπασαρ...διάς σε όλο της το μεγαλείο! Τι θα 'χουν δει τα μάτια σου κι εσένα;

    Άκου "μπετόβεργες"...

    ΑπάντησηΔιαγραφή