19/11/10

ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ

Όταν επισκέφθηκα πρώτη φορά το σπίτι που βρισκόταν μόνο του στο δάσος είδα τον γέρο να στέκεται μπροστά στην αμυγδαλιά που το λευκό της ράγιζε το άγριο πράσινο των κυπαρισσιών . Η κόρη ξοπίσω του σκούπιζε το κεφαλόσκαλο ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον πατέρα της. Είχε τον φόβο να μην πάθει τίποτα σοβαρό μιας και βρισκόταν σε πολύ προχωρημένη ηλικία και έπασχε από αμνησία. Δεν την αναγνώριζε σχεδόν ποτέ και αυτός ο καημός βάραινε σαν άγκυρα πλοίου την νεαρή η οποία παρά την ηλικία της φαινόταν πολύ μεγαλύτερη. Αυτή η άγκυρα ίσως ήταν η αιτία που ένιωθε ανίκανη να φύγει απ’ το σπίτι.
Έκατσα πάνω στην κεραμιδένια ταράτσα του σπιτιού ξέροντας ότι δεν θα με δουν. Παρατηρούσα τον γέρο ακίνητο να ψιθυρίζει στην αμυγδαλιά, το μόνο υπαρκτό αντικείμενο με το οποίο είχε πια επικοινωνία αφότου πέθανε η μητέρα του. Αφού μίλησε στο δέντρο έσκυψε το κεφάλι του, το πλησίασε κι έβαλε το αυτί του στον κορμό του ακούγοντας μάλλον την απάντηση. Ύστερα σαν χαμένος γύρισε πολύ αργά το κορμί του έτσι ώστε να κοιτάζει το σπίτι και σιγα-σιγά πλησίασε την πόρτα παρατηρώντας σαν να ήταν πρώτη φορά σ’ αυτόν τον χώρο, τις λεπτομέρειες της. Την ξυλόγλυπτη γραφή και τα παράθυρα τα σαπισμένα. Ήθελα να του φωνάξω να προσέχει μην παραπατήσει και πέσει αλλά δεν θα άκουγε κι έτσι δεν προσπάθησα. Η κόρη τον έμπασε μέσα κρυφοκλαίγοντας κι αυτός άθελά του σκληρός την κοίταζε σαν να ήταν κάποιος άγνωστος. Αυτή έκατσε να φτιάξει το μεσημεριανό σιγοβρίζοντας την τύχη της. Αργότερα, την βαθιά νύχτα σκυμμένη μπρος σε κάποια εικόνα ενός θεού εκλιπαρούσε συγχώρεση για την μεσημεριανή της αδυναμία.
Την άλλη μέρα το πρωί πήγε να κόψει ξύλα και την ακολούθησα κρυφά. Όταν μπήκε μέσα στο δάσος άρχισε να κλαίει πάλι κι έπεσε στο χώμα αδύναμη για κάθε εργασία. Ήθελα να την πλησιάσω και να της χαϊδέψω τα μαλλιά αλλά εκείνη την ώρα που σκεφτόμουν αυτό ένας λύκος την πλησίασε και της μίλησε με ανθρώπινη φωνή.
« Είσαι πολύ όμορφη αλλά εγώ πεινάω. Λυπάμαι το δάσος που θα ξεστολιστεί απ’ τα κάλλη σου, αλλά…» και έκανε κίνηση προς αυτήν.
- Μη σε παρακαλώ. Έχω πατέρα γέρο και πρέπει να τον προστατεύω.
- Δε θα σε λυπηθώ.
- Πρέπει να με καταλάβεις, είπε σηκωμένη για λίγο στα πόδια της. Ύστερα ξαναέπεσε κάτω.
Ύστερα από λίγη σκέψη ο λύκος είπε.
- Ωραία θα κάνουμε μια συμφωνία.
- Τι;
- Θα μου φέρεις τον πατέρα σου εδώ σ’ αυτό το σημείο το απόγευμα να τον φάω.
- Είσαι τρελός;
- Άκου με.
- Όχι, και κίνησε να φύγει.
- Έτσι κι εγώ θα χορτάσω κι αυτός θα ελευθερωθεί από τα γερατιά του κι εσύ απ’ το βάρος του.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια η μικρή σταμάτησε τον βηματισμό της. Γύρισε προς αυτόν και χωρίς δάκρυα στα μάτια πια, στεκόμενη για λίγη ώρα αμίλητη είπε:
- Εντάξει. Το απόγευμα.
Η απάντησή της με ξάφνιασε. Την ακολούθησα μέχρι το σπίτι. Τώρα πια τραγουδούσε σχεδόν χαρούμενη. Μάλλον ανάλαφρη. Αυτό με εκνεύρισε πολύ.
Το απόγευμα πήρε τον πατέρα της και κινήσανε για το μέρος που ήταν ο λύκος, χωρίς ο γέρος να γνωρίζει τίποτα. Όταν έφτασαν εκεί η κόρη πήγαινε πάνω κάτω περιμένοντάς τον ανήσυχη. Ο πατέρας καθισμένος σε μια πέτρα ήταν ήρεμος. Κάποια στιγμή αυτή είδε ότι ο λύκος βρισκόταν ξαπλωμένος ανάμεσα στους θάμνους. Τον κάλεσε ψιθυριστά αλλά αυτός δεν αποκρίθηκε. Τότε τον πλησίασε και είδε πως ήταν νεκρός. Σφαγμένος στον λαιμό. Φοβισμένη πισωγύρισε κλαίγοντας κι αναθεματίζοντας την τύχη της. Πήρε τον πατέρα της και γρήγορα τον οδήγησε στο σπίτι τραβώντας τον σχεδόν. Τότε εγώ βρέθηκα δίπλα στον λύκο κοιτάζοντας τους να απομακρύνονται. Κείνη την ώρα ακόμα το αίμα του έβαφε τα χείλη μου. Όταν έφτασαν σπίτι ο γέρος μπήκε μέσα κι η κόρη σκυμμένη στη μέση της αυλής κοιτούσε με μίσος την αμυγδαλιά. Πήδηξα απ’ την ταράτσα κι ορμώντας πάνω της την τράβηξα με δύναμη στο δέντρο που τόσο μισούσε, χωρίς αυτή να καταλάβει τι την έσπρωξε. Την έβαλα μέσα στην κουφάλα του δέντρου αφού της έσπασα τα χέρια και τα πόδια και έκλεισα την τρύπα με πέτρες και ξύλα.
Ο γέρος δεν κατάλαβε τίποτα. Την είχε ξεχασμένη ούτως ή άλλως. Ύστερα από δύο μέρες ασιτίας μιας και δεν μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό του, πέθανε. Το πνεύμα του βγήκε έξω στην αυλή κι έκατσε στην πέτρινη καρέκλα. Τότε τον πλησίασα αργά χαμογελώντας. Αυτός σηκώθηκε κι έπεσε στην αγκαλιά μου κλαίγοντας σαν μικρό παιδί. Αφού αγκαλιαστήκαμε για πολύ ώρα χαιδεύοντας τα όμορφα μαλλιά του όπως έκανα όταν ήταν μωρό μου είπε: «Μητέρα πάμε να φύγουμε» Συμφώνησα σιωπηλά και τον οδήγησα προστατευτικά στον κόσμο των πνευμάτων.

4 σχόλια:

  1. carnellio μου άρεζε πολύ...και δε σου φαίνεται να κουβαλάς τέτοιο ψυχικό κόσμο, ειδικά με τα πατρο-μητρικά ζητήματα. Πάντως ειδκά από ατμόσφαιρα και ροή μαρές.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κι εμένα μαρές. Σωραίος! Πάντως πεθύμισα να μας γράψεις και κάνα φουτουριστικό... Μπορείς να το εκλάβεις ως παραγγελιά, αν δέχεσαι δηλαδή...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. μπαρμαν μπατμαν μαπμαν22 Νοεμβρίου 2010 στις 2:53 μ.μ.

    κι 'μενα μ' αρέθ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Η καθυστέρηση φανέρώματος της ταυτότητας του αφηγητή, η ατμόσφαιρα, η έξυπνη χρήση γνωστών στοιχείων προς δημιουργία πραγματικά αυθεντικής ιστορίας..
    Μπράβο ρε παιδί μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή