21/11/09

ΓΟΛΓΟΘΑΣ

Η τεράστια χελώνα ανέβαινε τον λόφο με πολύ αργό βηματισμό. Ο λόφος ήταν περίφημος για το χαμηλό, ξερό αλλά και συνάμα επιβλητικό δέντρο που στεκόταν μόνο του στην κορφή. Το δέντρο ήθελε να φτάσει η χελώνα, κάτι που την είχε κάνει να περπατάει ασταμάτητα εδώ και βδομάδες ερχόμενη από τα συμπιεσμένα σύμπαντα και τις διαστρεβλωμένες ημέρες του μακρινού τόπου της. Το βάδισμά της τράνταζε την πλαγιά και ξύπνησε τα δαιμόνια που κοιμόντουσαν για αιώνες μέσα στο χώμα. Αιώνες είχε να πλησιάσει ζωντανό πλάσμα την περιοχή και κάποιοι περιπατητές του Μεσαίωνα όπως ο πατήρ Καντρόλιρχος κι ο Νεφομίρ Εσφάν, από μακριά μόνο, αντίκρυσαν τον λόφο. Δεν τόλμησαν ούτε να προσπαθήσουν να τον διασχίσουν ξέροντας τις ιστορίες για τα δαιμόνια. Μονάχα ο αέρας τον χαϊδεύει κι όταν πλησιάζει την κορφή προσέχει και σβήνει. Κι ο Θεός όταν το βλέμμα του σμίγει της γης, στο σημείο εκείνο χαμηλώνει τα μάθια του από ντροπή για τα έργα του.
Σιγά σιγά η χελώνα έφτασε στη μέση της διαδρομής κι εκεί σταμάτησε λίγο για να ξαποστάσει. Τα δαιμόνια την παρακολουθούσαν ανελλιπώς ανέκφραστα κι ακίνητα. Τίποτα δεν ακουγόταν παρ’ εκτός το λαχάνιασμά της. Σε λίγο σταμάτησε κι αυτό. Από καιρό σε καιρό κοιτούσε το δέντρο και σαν να έπαιρνε κουράγιο συνέχιζε την πορεία της με λιγότερες κάθε φορά δυνάμεις. Η συνεχής εναλλαγή κρύου και ζέστης, προνόμιο κι αυτό του λόφου, εξαθλίωνε τον τεράστιο αυτό περιπατητή. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να κατέβει, άλλωστε η κατάβαση είναι πάντα πιο εύκολη. Σε κάποιον ετοιμοθάνατο ήλιο όταν συνάντησα τον Θεό κατατρεγμένος από τα άστρα,μου ψιθύρισε ότι κάποιο έγκλημα είχε κάνει κι ήθελε να αυτοτιμωρηθεί. Γι’ αυτό μάλλον δεν έφευγε σκέφτηκα, στον τελευταίο ρόγχο του νεκρού πια ήλιου. Συνέχισε λοιπόν το βάδισμά της με περισσότερα αυτή τη φορά διαλείμματα. Κοίταξε προς τα κάτω με κάποια περιφρόνηση σαν να είχε φτάσει σε κάποιο ανώτερο επίπεδο ύπαρξης, ύστερα έσκυψε το βλέμμα της προς τα πόδια της. Πληγωμένα τα βρήκε και ξεθεωμένα κάτι το οποίο μέχρι τώρα δεν το είχε ξανασκεφτεί. Όση ώρα έμεινε ακίνητη τα πλάσματα του λόφου είχαν βγει από τις τρύπες τους κι από μακριά παρακολουθούσαν. Καθόταν και συζητούσαν χλευάζοντάς την κι όταν αυτή προχωρούσε από μακριά, κι αυτά ακολουθούσαν, πολλές φορές χειροκροτώντας ειρωνικά. Αυτή δεν έδινε σημασία σερνόμενη στην κορφή. Ο ήλιος από καυτός που ήταν το ένα δευτερόλεπτο έδινε τη θέση του στο ψύχος που μπορούσε να νεκρώσει τα πάντα. Η λάσπη και η βρώμα όσο πλησίαζε την κορφή γινόταν αφόρητες, κι εγώ γελούσα γιατί τα γουρούνια με δίδαξαν να καθαρίζομαι στις λάσπες.
Η χελώνα έφτασε στην κορφή κι ήθελε τρία βήματα για να φτάσει το δέντρο. Όμως ανήμπορη όπως ήταν έπεσε κάτω χωρίς να μπορέσει να ξαναπερπατήσει. Το κεφάλι της στην αρχή το έτριβε γρήγορα στο χώμα μπας και καταφέρει να ξυπνήσει τα ακίνητά της μέλη. Γρήγορα κι αυτό έμεινε ακίνητο. Ένας κόμπος στον λαιμό, δάκρυα στα μάθια στη θέα του ξερού μα επιβλητικού χαμηλού δέντρου, γέννημα λανθασμένων αστρικών υπολογισμών και μνησικακίας. Τα δαιμόνια στάθηκαν πάνω απ’ το κορμί που θα ικανοποιούσε την πείνα τους, χειροκροτώντας την, ξανά, ειρωνικά.

2 σχόλια:

  1. Ωραίο. Νιώθεις τον ήλιο στην πλάτη σου. Ή πιο σωστά στο καβούκι σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπητέ Πότη, θα μου επιτρέψεις, στην περίπτωση του Carnellio μπορούμε να μιλάμε μόνο για τρίχωμα. Ή για γούνα. Ειδικά έτσι που έχει καταντήσει τελευταία! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή