1578. Αύγουστος. Η ζέστη δυσκολεύει ακόμα και την πιο απλή ασχολία στο μικρό χωριό του κάμπου αυτού. Οι άνθρωποι χρόνια πια δοκιμασμένοι στην σκληρή δουλειά αδιαφορούν για τον καύσωνα και σκυμμένοι, σαν να εκτελούν κάποια χορογραφία, όλοι μαζί κόβουν τα στάχυα. Ακατάπαυστα. Τα κεφάλια τους εξαφανισμένα απ’ το σκύψιμο και το μόνο που μπορεί κανείς να δει είναι οι πλάτες τους. Γεμάτος ο κάμπος πλάτες. Αν μπορούσε κάποιος να πετάξει κι έκανε μια βόλτα πάνω απ’ αυτήν την περιοχή σίγουρα θα αντίκρυζε ένα εντυπωσιακό θέαμα. Όλοι σκυμμένοι, όλοι στην ίδια μοίρα. Κι όμως η ανθρώπινη μικροπρέπεια ακόμα και σ’ αυτές τις στιγμές σκεπάζει την ομοιομορφία και την αλληλεγγύη. Μεσημέρι. Ο Χαρίν Εσφάν με την όμορφη γυναίκα του και τον μικρό τους γιο σε μια άκρη μακριά από τους άλλους τρώνε κοιτάζοντας παράλληλα τους άλλους οι οποίοι μαζεμένοι έτρωγαν σε κύκλο. Κυρίως όμως τους άκουγαν. Άκουγαν τα γέλια τους, άκουγαν τις χωριάτικες ανοησίες τους, άκουγαν και τις βρισιές τους. Όμως και οι άλλοι, οι πολλοί, τους κοιτούσαν. Τους κοιτούσαν με μίσος κι απέχθεια. Δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν ότι ο Χαρίν παντρεύτηκε γυναίκα από άλλη φυλή, δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν τις απόψεις περί ισότητας των φύλων αυτουνού του ανθρώπου. Και ως φυσικό αποτέλεσμα αυτής της «αφυσικότητας» ήταν, για αυτούς, το πρόβλημα στην ομιλία του μικρού γιού του Χαρίν. Γι’ αυτούς τους χωριάτες αυτό ήταν ατράνταχτη απόδειξη των όσων πίστευαν. Και κάτι έπρεπε να κάνουν γι’ αυτό. Κείνη την ώρα, κείνο το μεσημέρι πέντε άνθρωποι από την παρέα των πολλών ξεμάκρυναν και πλησίασαν τον Χαρίν. Η γυναίκα του απομακρύνθηκε με το παιδί στην αγκαλιά της, όμως ο άντρας της ακίνητος κατέβαζε την κούπα του νερού προσέχοντας παράλληλα την κίνησή τους.
-Γεια Χαρίν.
- Γεια
-Έλα μαζί μας.
-Που;
-Έλα ρε και μη ρωτάς.
Τότε ο Χαρίν πέταξε στο κεφάλι του με δύναμη το ξύλινο κύπελλο του προσφέροντάς του έναν οξύ πόνο.
-Μπάσταρδε θα πεθάνεις.
Και βγάλαν κι οι πέντε τα μαχαίρια τους κι έπεσαν πάνω του και τον μαχαίρωναν με μίσος τόσο που έφτασαν στο σημείο να μην έχουν πια σάρκα να σφάξουν. Κι ύστερα τον άφησαν κάτω, και τον έφτυσαν και τον πέταξαν σ’ ένα λάκκο που κατουρούσαν σκύλοι. Αργότερα έψαξαν για την γυναίκα και το παιδί.
Η άμοιρη με το παιδί στην αγκαλιά απ’ την αρχή έτρεξε να φύγει απ’ το χωριό κλαίγοντας και παραπατώντας. Αυτή κοιτούσε μπροστά, αλλά το παιδί, πίσω απ’ την πλάτη της είχε το βλέμμα του και τα είδε όλα. Το σώμα του κολλημένο στο σώμα της ένιωθε το χτυποκάρδι της ένιωθε τα βογγητά της, ένιωθε το λυγμό της και παρ’ όλο που δεν καταλάβαινε τι σημαίνουν ακριβώς αυτά τα συναισθήματα ένιωθε ότι ήταν διαφορετικά απ’ το γέλιο και το νανούρισμα και την τρυφερότητα. Κι αυτό στα χρόνια που πέρασαν υπήρχε σαν βαθιά αίσθηση ανακατεμένη μ’ επιθυμία εκδίκησης.
Ο γιός μεγάλωσε στα χέρια του παππού του αφού η μάνα του πέθανε πολύ σύντομα απ’ τις κακουχίες και τη στενοχώρια. Έμαθε πολλά χρήσιμα πράγματα με τα χέρια, όπως την τέχνη του μαχαιριού αλλά κυρίως την μαγειρική τέχνη. Εκεί απάνω πειραματίστηκε για χρόνια στην χρήση δηλητήριων ούτως ώστε να περνάνε απαρατήρητα.Η αίσθηση της εκδίκησης ούτε μία μέρα δεν βγήκε από μέσα του, ούτε ένα λεπτό δεν λύγισε κι ήξερε ότι τα δηλητήρια θα του χρειαστούν. Έκανε μαθήματα αλχημείας και μαθήτευσε με την πιο περίεργη φυσιογνωμία της εποχής, τον πατήρ Καντρόλιρχο.
1596. Σ’ ένα χωριό του κάμπου εμφανίζεται ξάφνου ένας καβαλάρης. Το χωριό αναστατώθηκε. Ποιος να ήταν και τι θέλει στα μέρη αυτά. Στο καφενείο τον πλησίασαν πολλοί. Απάντησε πρόσχαρα σε όλους αποδιώχνοντας όλες τις αμφιβολίες που είχαν γι’ αυτόν. Κυρίως όμως με τον τρόπο του πλησίασε περισσότερο πέντε ανθρώπους με τους οποίους έγινε φίλος δουλεύοντας στα στάχυα μαζί τους. Αυτοί τον βοήθησαν πολύ. Του έφτιαξαν σπίτι, του έδωσαν ένα καλύτερο άλογο και τον έπαιρναν μαζί τους σε όλες τις καφρίλες που έκαναν όπως για παράδειγμα τις ληστείες, και τις κραιπάλες με κρασί. Μια μέρα όμως κι αυτός ζήτησε ν’ ανταποδώσει όλη αυτήν την φιλία. Τους κάλεσε σπίτι του να τους κάνει το τραπέζι. Κείνο το βράδυ ήταν όλοι ξετρελαμένοι με το φαί, κείνο το βράδυ τα χαμόγελα περίσσευαν.
-είσαι καταπληκτικός μάγειρας. Θα διώξω την κυρά μου και θα πάρω εσένα,
Οι κάφροι γελούσαν με δύναμη χτυπώντας το ίδιο δυνατά την πλάτη του αγνώστου αυτού.
-εμείς φιλαράκι δεν θα ξεχωρίσουμε ποτέ μας. Είσαι αδελφός..
- ναι, ναι. Έτσι είναι
-το καλύτερο παιδί
Κι αυτός τους κοιτούσε γελώντας αλλά αμέτοχος και λίγο ψυχρός. Ξάφνου σηκώθηκε.
-Θα λείψω λίγο. Καθίστε εσείς. Θα πάω να ταίσω το άλογο μου.
Κείνο το βράδυ η φιλία τους έγινε πιο δυνατή, κείνο το βράδυ τα ειλικρινή αισθήματα δεν χωρούσαν σε κανένα απ’ τα πέντε στήθη, κείνο το βράδυ πέντε πτώματα στο πάτωμα.
Όταν τάιζε το άλογό του και το χάιδευε είπε, «τώρα θα είναι η ώρα». Το φίλησε ήρεμα και ξεμάκρυνε για το σπίτι. Οι πέντε στο πάτωμα ετοιμοθάνατοι τον κοιτούσαν σαστισμένοι.
-τι έκανες. Ποιος είσαι;
- Ιρίδιο έριξα στο φαγητό σας. Τόσο που να πάτε συστημένοι στον διάολο.
-γιατί;
Αυτός αδιάφορος έπινε την κούπα το κρασί του και υψώνοντας την χωρίς να κοιτάζει κανέναν τους είπε δυνατά και ήρεμα «στην ψυχή του πατέρα μου Χαρίν Εσφάν»
Αυτοί πάγωσαν κι αμίλητοι υπόφεραν το τελευταίο τους μαρτύριο. Πριν ψοφήσουν όμως δέχτηκαν και οι πέντε κλαίγοντας τα κάτουρα του γιού του Χαρίν στα μούτρα. Ύστερα τους πετσόκοψε και τα κομμάτια τους τα πέταξε στους χοίρους και τις μύγες. Ευτυχισμένος πια αλλά ήρεμος πήρε το άλογο του και έφυγε σιγοτραγουδώντας.
Εκείνος που έπραξε τα πιο πάνω Νεφομίρ Εσφάν στο όνομα κι αυτός που τα κατέγραψε, φίλος και συμμαθητής του Carnellio Coop.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ανατριχιαστικό...
ΑπάντησηΔιαγραφήMESA SE 5 MERES O ENAS GRAFEI GIA SFAIRES KI O ALLOS GIA EKDIKISH.
ΑπάντησηΔιαγραφήM' ARESETE
δείτε αυτό http://www.youtube.com/watch?v=jVEWGqHsEw0
ΑπάντησηΔιαγραφήΠληροφοριακά, ο carnellio έχει δανείσει τη φωνή του σε τρεις χαρακτήρες. Αυτό το κάνει βιοποριστικά, η ποίηση είναι το πραγματικό του μεράκι.
ΑπάντησηΔιαγραφή