Μια μέρα ο Ευριπίδης καθόταν μπροστά στην οθόνη του καινούριου του υπολογιστή τον οποίο με πολύ κόπο κατάφερε να αγοράσει.[υπόσχεση των γονιών του αν έφερνε καλούς βαθμούς στο σπίτι. Το δικό του κι όχι του γείτονα όπως νόμισε αρχικά ο Ευριπίδης. Τελικά μετά από διαβουλεύσεις η παρεξήγηση λύθηκε με κάποιες κακές συνέπειες(εγκλεισμός του πατέρα του σε ψυχιατρείο όπου τον πέρασαν για χελώνα και τον έστειλαν σε ενυδρείο «μα ναι, προφανώς πρόκειται περί σπανίου είδους χελώνας» είπαν οι ειδικοί)].
Ο ορφανός πια Ευριπίδης(αφού ο πατέρας του πνίγηκε) έπαιζε ένα ενδιαφέρον παιχνίδι γύρω στις δέκα ώρες κι έτσι δεν ήταν πια ενδιαφέρον. Αίφνης εκεί όπου είχε αποκοιμηθεί ένας θόρυβος τον ξύπνησε. Υψώνει το κεφάλι του και τι να δει; Τίποτα. Ανοίγει τα φώτα και τι να δει; Ο υπολογιστής είχε χαλάσει.
Κάλεσε έναν φίλο του να του πει. Να του πει τι να κάνει δηλ. μιας κι αυτός τα έχασε. Ο φίλος του είναι ένα είδος μαλλιαρού ανθρώπου με τέσσερα πόδια(άλλοι τον λένε σκύλο).
Αυτός του είπε λοιπόν να καλέσει τον καλύτερο μηχανικό γι’ αυτές τις καταστάσεις.
Μετά από 3 δευτερόλεπτα ήρθε ο μηχανικός αλλά οι δύο φίλοι τον έδιωξαν με την αιτιολογία ότι δεν τον είχαν ειδοποιήσει ακόμη. Αφού τον έδιωξαν τον πήρανε τηλέφωνο αλλά μιλούσε. Τελικά μετά από μια ώρα κατάφεραν να επικοινωνήσουν. Μετά το τρίμηνο τον ξαναπήραν τηλέφωνο. Μετά το δεύτερο τηλεφώνημα πέρασαν δυο χρόνια. Ύστερα τον ξαναπήραν. «βάλτε με στο πενταετές πλάνο» είπε. Αφού έγιναν οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές στην Σαουδική Αραβία, τότε ο μηχανικός εμφανίστηκε.
Άρχισε να βγάζει πολύ μικρά εξαρτήματα του υπολογιστή λέγοντας στους δύο φίλους ποιο είναι το καθένα και τοποθετούσε τα χέρια του πάντα στις κατάλληλες θέσεις. Ήταν εντυπωσιακός ως προς την τεχνική του κατάρτιση και την επιστημονική του γνώση. Όσο για το μυαλό του τι να πει κανείς.(η διαύγειά του ήταν μοναδική).
Μέσα σ’ αυτήν την τεχνολογική θύελλα κι ενώ ο μηχανικός είχε φτάσει στην άκρη του νήματος, ξαφνικά σταμάτησε. Κοιτούσε σαν υπνωτισμένος και σιγοψιθύριζε σαν προσευχή.
-μα γιατί σταμάτησες;(ρώτησε ο μαλλιαρός τύπος)
-φέρε μου ένα σκόρδο κι ένα ματσάκι δυόσμο και κλείσε τα φώτα.
Αφού ικανοποιήθηκε ο μηχανικός άρχισε να χορεύει γύρω από τον υπολογιστή έναν χορό ο οποίος ξεκινούσε αργά κι ανέβαζε σιγά σιγά ταχύτητα ώσπου έφτασε στην έκσταση. Δεν του έφτανε αυτό του κυρίου ούρλιαζε κιόλας.
Μετά από δύο λεπτά σταμάτησε, ετοίμασε την βαλίτσα του κι έφυγε λέγοντας πως ο χορός αυτός είναι αρχαία επίκληση στους θεούς της ευημερίας και της γεωργίας.
Ο υπολογιστής παρέμεινε διαλυμένος και δεν καταδέχτηκε να βελτιωθεί από μόνος του. Όμως ο χορός του μηχανικού δεν πήγε στο κενό αφού την άλλη μέρα έβρεξε.
ΑΠΡΟΟΠΤΟ ΤΕΛΟΣ: -Πάνω πίνουν πανανάνα ο Πλεπλέξης Πλεκουράει.
Το συντριβάνι κάνει πλατς-πλουτς και ΟΥΛΤΑ-ΕΕ
-Αυτά είναι μωρέ,Φ-Α-Ι-Ν-Ο-Μ-Ε-Ν-Α
6/9/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ναι, μωρή θεόρβη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπιμένεις ότι σ ενδιαφέρει η γυναίκα του πίνακα;
ΑπάντησηΔιαγραφήναι επιμένω. αν αντιστοιχεί σ' αυτήν που νομίζω και δεν έχω κάνει κάποιο τραγικό λάθος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι...τι άλλα;
ΑπάντησηΔιαγραφή