Σε μια θάλασσα το βράδυ σκαρφαλωμένος σε δυο πανύψηλα πλαίσια ορθογώνια σιδερένια που τα έβρεχε από χαμηλά το κύμα και πέφτοντας στη θάλασσα τα γκρέμιζα κι αυτά με το βάρος μου, που ήταν και ο σκοπός της παράξενης διαδικασίας. Ένας γκριζομάλλης μεσήλικας κατηύθυνε από πιο μέσα από το άκρο και μας κοιτούσε με αινιγματικό χαμόγελο που σήμαινε διάφορα μπορεί όμως ίσως και γνώση. Γκρέμιζα τα σίδερα με τινάγματα των ποδιών και πέφταμε όλοι μαζί στο βυθό ανάκατα άτομα δύο-τρία, άντρες, γυναίκες όμορφες με σγουρά μαλλιά που ισορροπούσαν ως τώρα πανω στην κόχη μέσα σε αφρούς πέτρες και μπάρες που ενώ εγώ που φοβάμαι τη μαύρη τη θάλασσα ανέβαινα πάνω τελικά πιο άνετα από ποτέ. Σε λίγο επαναλάμβανα τη διαδικασία και κινήσεις με σοβαρότητα σπρώχνοντας σίδερα που γκρεμίζονταν ακόμα πιο δύσκολα που όμως κι αυτά τελικά έφευγαν γλιστρώντας και ανεβαινα και πάλι στην κορυφή ξανά γιατί και ξανά τα είχα καταφέρει εγώ μόνος μου παραδόξως. Αλλά κι οι άλλοι ακολούθαγαν. Ξυπνάω καθώς βλέπω να ανεβαίνω από τον μαυροπράσινο πυθμένα προς την επιφάνεια κοιτώντας ψηλά το θαμπό φως που ερχόταν από πάνω μου και που τρυπούσε το νερό σαν δέσμη αμυδρή στο χρώμα λευκή από ακτίνες.
16/6/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου